Με «πολεμική» διάθεση κατά των τροφίμων και των συστατικών που κρίνει ως ανθυγιεινά εμφανίζεται ο νέος Υπουργός Γεωργίας της Γερμανίας, Τζεμ Οζντεμίρ, και εκφράζει την άποψη ότι θα πρέπει να αυξηθούν οι τιμές των τροφίμων για να εκτιμήσουν οι Γερμανοί το φαγητό και να «ξεκόψουν» από τα «τζανκ φουντ».
Όπως ανέφερε στην εφημερίδα «Bild am Sonntag» ο τουρκικής καταγωγής, πρώην ηγέτης των Πρασίνων Οζντεμίρ, οι «τιμές προσφοράς» οδηγούν τις φάρμες στην καταστροφή, υποσκάπτουν την ευημερία των ζώων, προωθούν την εξαφάνιση ειδών και μολύνουν το κλίμα.
Είπε επίσης πως η ποιότητα του φαγητού στη Γερμανία είναι πολύ χαμηλή και κατ’ επέκταση και των τροφίμων. «Δεν πρέπει να υπάρχουν πλέον τιμές τζανκ». Στο τέλος, είπε, οι καταναλωτές υποφέρουν επίσης από τα λιπαρά, τη ζάχαρη και το αλάτι που υπάρχει μέσα, υπογραμμίζοντας πως ένα 50% των ενηλίκων είναι υπέρβαροι.
«Η προηγούμενη κυβέρνηση προσπάθησε για πολύ καιρό να αναγκάσει την βιομηχανία να μειώσει αυτά τα συστατικά με εθελοντικές δεσμεύσεις. Αυτό τελείωσε. Μαζί μου, θα υπάρχουν δεσμευτικοί στόχοι μείωσης», είπε.
«Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι ένα καλό μηχανέλαιο είναι πιο σημαντικό για εμάς από ένα καλό ελαιόλαδο», είπε ο Γερμανός Υπουργός. Παρά το ότι τα τρόφιμα δεν πρέπει να μετατρέπονται σε προϊόντα πολυτελείας, οι τιμές πρέπει να αντικατοπτρίζουν πιο ξεκάθαρα την «την οικολογική πραγματικότητα».
Η θέση του Οζντεμίρ είναι στην ίδια γραμμή με αυτή του κόμματός του, των Πρασίνων, αλλά έρχεται σε μια εποχή που ο πληθωρισμός βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων 30 χρόνων, με τις τιμές των τροφίμων στη Γερμανία να έχουν αυξηθεί φέτος κατά 4,5%.
Η πρόταση του Οζντεμίρ επικρίθηκε έντονα, με τον Ευρωβουλευτή των Χριστιανοδημοκρατών Ντένις Ράντκε να αναφέρει στο Twitter: «Όποιος απλώς αυξάνει τους φόρους και ανεβάζει τις τιμές δεν αλλάζει τις συνθήκες. Οι αγρότες δεν κερδίζουν, οι μικροί άνθρωποι τιμωρούνται. Πρέπει να είσαι σε θέση να αγοράζεις πράσινα.»
Ο συντηρητικός προωθυπουργός του κρατιδίου της Βαυαρίας Μάρκους Σόντερ είπε στην «Bild» πως «δεν είναι δουλειά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να διατάσσει τους ανθρώπους για το τι ή το πόσο θα πρέπει να τρώνε».
Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Τροφίμων Γερμανίας, Κρίστοφ Μίνχοφφ, ανέφερε πως τα σχέδια του Οζντεμίρ δεν είναι καινούργια. «Ο Οζντεμίρ βαράει πόρτες που είναι ήδη ορθάνοιχτες», είπε στη «Deutsche Welle». «Είναι καλά, αλλά στο τέλος της ημέρας, δεν παρέχει καμία βοήθεια αν μια εταιρεία προσπαθεί να πουλήσει κάτι που απλά μένει στο ράφι. Χρειάζονται προϊόντα που οι καταναλωτές θα αγοράζουν».
Ο Μίνχοφφ είπε πως η βιομηχανία τροφίμων κάνει τουλάχιστον ό,τι κάνουν και οι άλλες βιομηχανίες για να καταστήσει τα προϊόντα της βιώσιμα και φιλικά στο περιβάλλον. «Κανένας δεν θέλει να παράγει περισσότερο κρέας από βασανισμένα ζώα», είπε. «Αυτές οι επιδιώξεις διατυπώθηκαν και στο παρελθόν – το πρόβλημα έιναι πως κοστίζει ένα σωρό λεφτά. Και η ερώτηση-κλειδί είναι: Ποιος θα πληρώσει το κόστος;»
Τον Ιούλιο, μια ειδική επιτροπή της κυβέρνησης για το μέλλον της βιομηχανικής γεωργίας, που απαρτιζόνταν από περιβαλλοντικές και αγροτικές οργανώσεις, έβαλε κάτω τους ίδιους γενικούς στόχους με τον Οζντεμίρ: Μείωση της κατανάλωσης κρέατος, αύξηση της κλιματικής προστασίας.
Ένα από τα εντυπωσιακά συμπεράσματά της ήταν πως το βοδινό κρέας θα έπρεπε να κοστίζει πέντε ή έξι φορές περισσότερο από ότι τώρα, ή περισσότερο από €80 το κιλό, αντί €14 που κάνει τώρα στη Γερμανία. Αυτή η αύξηση της τιμής θα είναι αναγκαία για να εξισορροπήσει το κόστος που προκαλείται από την μόλυνση και την απώλεια της βιοποικιλότητας, τα οποία η επιτροπή κοστολόγησε στα περίπου €90 δις τον χρόνο.
Με βάση τους ίδιους υπολογισμούς, τα γαλακτοκομικά προϊόντα θα έπρεπε να κοστίζουν δύο με τέσσερις φορές περισσότερα απ’ ότι τώρα.
Η επιτροπή πρότεινε επίσης μια επένδυση €7-11 δισεκατομμυρίων το χρόνο ως αναγκαίο ποσό χρηματοδότησης του οικολογικού μετασχηματισμού της γεωργοκτηνοτροφίας. Ακόμα και έτσι, σύμφωνα με την έκθεση της επιτροπής, δεν θα υπήρχε τρόπος να μειωθεί ο συνολικός πληθυσμός ζώων στις γερμανικές φάρμες, πράγμα που αναπόφευκτα θα σήμαινε λιγότερο κρέας στην αγορά και ψηλότερες τιμές.
Πηγή: Σημερινή