Η 50λεπτη συνομιλία των δύο Προέδρων (όχι πολύωρη αλλά ούτε και τυπική) την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς, είναι χαρακτηριστική της αντιφατικής τάσης, η οποία διέπει τον κόσμο μας: οι δύο Πρόεδροι δείχνουν κατανόηση ως προς το διακύβευμα από τη μια αλλά είναι πιθανό, και ιδίως αναφερόμαστε εδώ στον πρόεδρο των ΗΠΑ, να μην μπορούν να ελέγξουν την δυναμική, η οποία έχει δημιουργηθεί εδώ και μία περίπου δεκαετία στις διμερείς σχέσεις ή και να μην μπορούν να προσφέρουν ο ένας στον άλλον την απαραίτητη ασφάλεια.
Το μόνο απολύτως βέβαιο για την τελευταία αυτή συζήτηση είναι ότι θα συνεχιστεί, όπως ανακοινώθηκε και από τις δύο πλευρές, μέσα σε λίγες μάλιστα μέρες, περίπου κατά τις 10 Ιανουαρίου. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα, η ρωσική πλευρά τονίζει τα δικά της κέρδη (κατά την ίδια ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεσμεύτηκε ότι δεν θα αναπτυχθούν όπλα επιθετικής φύσης στην Ουκρανία), η δε εκπρόσωπος του Αμερικανού προέδρου αρνείται ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε υπόσχεση από πλευράς του τελευταίου, ενώ τονίζει την αυστηρή προειδοποίησή του προς τον Πούτιν, περί αποφασιστικής αντίδρασης σε κάθε νέα, κατά την αμερικανική πλευρά, ρωσική εισβολή σε ουκρανικά εδάφη.
Είναι λοιπόν, πρώτον, προφανές ότι παίζεται από τουλάχιστον μία πλευρά ή και από τις δύο εξίσου, ένα παιχνίδι επικοινωνίας, προκειμένου να φανούν ως έχουσες καταγάγει μια πρώτη νίκη. Μεσοπρόθεσμα αυτή η διάσταση έχει πολύ μικρή αξία, εκτός και αν δείχνει ότι τουλάχιστον μία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να ελέγξει απολύτως, τις διεργασίες στο εσωτερικό της, οπότε και πρέπει να στέλνει αντιφατικά μηνύματα, προκειμένου να καθησυχάσει τις διαφορετικές εσωτερικές ομάδες πίεσης. Με άλλα λόγια, ελέγχουν και οι δύο πρόεδροι ολοκληρωτικά τις ηγετικές ομάδες διαμόρφωσης της πολιτικής τους; Το ερώτημα, λογικό είναι να αφορά εντονότερα την περίπτωση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Δεύτερον, φαίνεται ότι κανείς από τους δύο συνομιλητές δεν επιθυμεί, ούτε και παίζει με τον κίνδυνο να ανοίξει την πόρτα του τρελοκομείου. Αντιθέτως, επιδιώκουν μέσα από ανανεούμενους κύκλους συνομιλιών να ανακουφίσουν και να εκτονώσουν μια πορεία προς έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με παγκόσμια διάσταση. Πρόκειται για το πλέον αισιόδοξο και επαναλαμβανόμενο συμπέρασμα εκ των διμερών σχέσεων.
Τρίτον, η δυναμική προς τον πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας έχει φτάσει σε επίπεδα τα οποία αναγκάζουν ιδίως την Μόσχα να καθίσταται λιγότερο ευέλικτη. Μπροστά στον κίνδυνο όπως έχουμε ξαναγράψει, «σαλαμοποίησης» των κόκκινων γραμμών της, η Ρωσία έχει προσανατολιστεί προς μια κατεύθυνση επιθετικής άμυνας, η οποία λίγα περιθώρια υποχωρήσεων αφήνει στην ίδια.
Τέταρτον, από όλη την απόπειρα διακανονισμού για την Ουκρανία και γύρω από την Ουκρανία, λείπει η ίδια η Ουκρανία. Πρόκειται για την συνήθη μοίρα, την οποία έχουν οι υπηρέτες ξένων αφεντάδων. Η εδαφική της ακεραιότητα συζητείται όχι μόνο με την κυβέρνησή της απούσα, αλλά και χωρίς να ενδιαφέρεται ο οποιοσδήποτε για το οτιδήποτε αυτή επιδιώκει. Η άλλη μεγάλη άμεσα ενδιαφερομένη, αλλά απούσα περίπτωση, είναι η Ε.Ε. Αυτός ο γεωπολιτικός … νάνος, με τα πήλινα πόδια δεν τίθεται καν στην συζήτηση ως έστω και ελαχίστως ενδιαφέρων δρών.
Πέμπτο, είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέσα ενημέρωσης στην Δύση αφενός υποβαθμίζουν και υποδημοσιεύουν τα γεγονότα, αφετέρου δεν κρύβουν την ενόχλησή τους για τις όποιες ενδείξεις ρεαλισμού στις σχέσεις με την Ρωσία δείχνει ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Σειρά αναλυτών κάθε είδους παρελαύνει διατρανώνοντας ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται ο οποιοσδήποτε τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Το βαθύ αμερικανικό κράτος παραμένει ελεγχόμενο από τα γεράκια του.
Τελικά, πού θα καταλήξει η διαπραγμάτευση; Άδηλο. Η λογική λέει ότι κανένας δεν θα κάνει το λάθος βήμα, αλλά η ιστορία υποδεικνύει ότι συνήθως κάποιος τελικά το κάνει, ιδίως αν οι ηγεσίες ή ορισμένες από τις κρίσιμες ηγεσίες, τελούν σε καθεστώς μειωμένης δυνατότητας ελέγχου του συστήματος εξουσίας, επί του οποίου ηγούνται.