Για το CNN ήταν η καλύτερη μάλλον ομιλία του προέδρου Μπάιντεν: μια ομιλία στην επέτειο της «ανταρσίας» της 6ης Ιανουαρίου, όπως την αποκαλούν τα μέσα ενημέρωσης τα οποία βγάζουν γραμμή για το κόμμα των Δημοκρατικών, η οποία 16 φορές αναφέρθηκε στον προηγούμενο ένοικο του Λευκού Οίκου, χωρίς να τον κατονομάζει, ως τον νούμερο ένα κίνδυνο για τη δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Στη (βορειο)αμερικανική κουλτούρα, η ύπαρξη ενός υπερ-κακού, στον οποίο ανάγονται ή συμπυκνώνονται όλα τα προβλήματα, αποτελεί γνωστό, ανακουφιστικό μοτίβο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για φτηνή και επικίνδυνη προπαγάνδα.
Αποτελεί δε μια ακόμα ένδειξη περί του ότι οι κύκλοι εξουσίας εντός των ΗΠΑ (πολύ συχνά αντιθετικοί μεταξύ τους ως προς τις επιδιώξεις τους) εξακολουθούν να βρίσκονται σε άρνηση ως προς τα προβλήματα της χώρας και της δημοκρατίας τους. Άρνηση η οποία προσομοιάζει με την αντίστοιχη των σοβιετικών ελίτ, λίγο πριν την αποσύνθεση της πατρίδας τους: προτιμούσαν να κρατήσουν και να μεγιστοποιήσουν τα δικά τους προνόμια, με κόστος την ύπαρξη της ίδιας της ΕΣΣΔ.
Στις ΗΠΑ, τα συστημικά μέσα ενημέρωσης (ένας από τους βασικούς ιμάντες ελέγχου των πολιτικών από το πολύ μεγάλο κεφάλαιο το οποίο τους χρηματοδοτεί, όπως και παρ’ ημίν) δεν θέλουν να λέγεται ότι ο πρώτος κίνδυνος για τη δημοκρατία, αλλά και για τη συνοχή του κράτους τους έγκειται στο ότι οι γιγαντιαίες ανισότητες γιγαντώνονται έτι περαιτέρω. Το ανώτερο 0,1% του πληθυσμού έχει εισόδημα μεγαλύτερο από το κατώτερο 90% του πληθυσμού κατά 196 φορές. Μάλιστα, εν μέσω πανδημίας οι ανισότητες διευρύνθηκαν εκρηκτικώς, ξεπερνώντας τα μεγέθη τα οποία καταγράφονταν παραμονές του «μεγάλου κραχ».
Όχι μόνο δεν πρόκειται για συγκυριακή τάση, αλλά αντιθέτως ο στρατηγικός χαρακτήρας της εν λόγω συνθήκης ενισχύεται δια της απολύτως ολιγοπωλιακής συγκρότησης της οικονομίας των ΗΠΑ και διεθνώς. Την ώρα που για τους φτωχότερους, στην καλύτερη περίπτωση επιφυλάσσονται προσωρινά επιδόματα επιβίωσης, οι υπερπλούσιοι σχεδιάζουν τη βιολογική-οντολογική τους βελτίωση και παλεύουν να ζήσουν για πάντα μέσα από ένα μείγμα νεοφιλελευθερισμού και transhumanism.
Όσο μάλιστα η συστημική «προοδευτική» ατζέντα ανακαλύπτει κάθε μέρα και μια νέα ταυτότητα, ένα νέο κομμάτι ιστορίας που πρέπει να διαγράψει, οι ΗΠΑ παραμένουν η χώρα στην οποία η σοσιαλδημοκρατική και με γνήσια λαϊκή υποστήριξη κίνηση Σάντερς καταπνίγηκε με ανοιχτή νοθεία μέσα στους Δημοκρατικούς χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, ενοχλητικοί δημοσιογράφοι τύπου Ασάνζ εξοντώνονται σε συνεργασία με τους συμμάχους των ΗΠΑ, τα λόμπι υφαρπάζουν την λαϊκή βούληση και ο αριθμός των φυλακισμένων ανά 100.000 κατοίκους ξεπερνά κατά πολύ οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Η φθορά της ισχύος των ΗΠΑ θα συνεχιστεί, όχι διότι η κινεζική ισχύς αυξάνεται ούτε διότι μεμονωμένα πολιτικά πρόσωπα είναι περισσότερο ή λιγότερο εχθρικά προς το μοντέλο το οποίο αποκαλείται δημοκρατία στις ΗΠΑ. Αυτό που κατατρώγει τις ΗΠΑ είναι το ίδιο τους το μοντέλο, στην από δεκαετίες εδραιωμένη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του.
Ένα τόσο άνισο μοντέλο σημαίνει ότι καμία από τις δύο, σχηματικώς περιγραφόμενες μερίδες δεν παραμένει πιστή στο κράτος και στο ίδιο το μοντέλο -υπό αυτήν την έννοια μιλούμε για κολοσσιαία αντίφαση. Η ελίτ του πλούτου, από κοινού με τις προσαρτημένες ομάδες, στο υπόλοιπο 90% του πληθυσμού βλέπει απλώς καταναλωτές (στην καλύτερη περίπτωση) ή και καθυστερημένα στρώματα τα οποία πρέπει να κρατά υποταγμένα.
Το υπόλοιπο 90% ταλαντώνεται μεταξύ ιδιώτευσης, παραίτησης, μυθοποιημένου εθνικισμού και στις μειοψηφίες του μόνο, ουσιαστικής συλλογικής πάλης.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ έχει αποπειραθεί να μιλήσει για ορισμένα από αυτά τα ζητήματα, εξ ου και μπήκε αμέσως στο στόχαστρο των συστημικών μέσων. Πέραν του ότι σε κάθε περίπτωση είναι αμφίβολο σε ποιο βαθμό θέλει αλλά και μπορεί να προωθήσει αλλαγές σε τόσο ευαίσθητα ζητήματα, δεν εξαρτάται από ένα πρόσωπο η προώθηση τέτοιων αλλαγών -ιδίως όταν αυτό το πρόσωπο κάθε άλλο παρά τάσεις λαϊκής κινητοποίησης υπέρ ριζοσπαστικών σκοπών έχει επιδείξει.
Το 2022 θα αποτελέσει μια ακόμα χρονιά εσωτερική φθοράς των ΗΠΑ. Αυτή η φθορά θα συνεχίσει να εξάγεται υπό μορφή υποκουλτούρας και επιθετικότητας. Δεν είναι η Ρωσία και η Κίνα το πρόβλημα των ΗΠΑ, ούτε οι πάντα βολικότατοι, «λαϊκιστές». Είναι οι συστημικές ελίτ τους και το μοντέλο, εκείνο που τις κατατρώει από μέσα.