Κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι για τα ελληνικά μέσα το σερβίρισμα ιστοριών κατασκοπείας. Τη δημοφιλία τους άλλωστε αποδεικνύει και η τάση να μετατραπούν σε ιστορίες κατασκοπείας ακόμα και τα θέματα που δεν έχουν σχέση, όπως είναι η μοίρα εσχάτως όλων των δημοσιογραφικών θεμάτων τα οποία τολμούν να αποκαλύπτουν τις επιδόσεις της κυβέρνησης στην καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο προσφυγικό. Είναι «τουρκικά fake news», λένε οι κυβερνώντες και τα μέσα ενημέρωσής τους. Δηλαδή: η πολιτική στα σύνορα και τα camps είναι μεν βάρβαρη, αλλά το να λέμε ότι είναι βάρβαρη αποτελεί μέρος κάποιου είδους υβριδικού πολέμου που διεξάγεται ενάντια στη χώρα.
«Υβριδικός πόλεμος», ήτοι ο διμέτωπος αγώνας παλιάς, καλής, παραδοσιακής και αλόγιστης βίας από τη μία και στοχευμένης προπαγάνδας μέσω του διαδικτύου από την άλλη, πράγματι διεξάγεται στη χώρα. Η μόνη, πλην σημαντική διαφορά είναι ότι διεξάγεται καθαρά στο εσωτερικό της, από το (βαθύ και μη) κράτος Μητσοτάκη ενάντια στην κοινωνία. Και παρότι τα κομμάτια του παζλ είναι ακόμα διάσπαρτα, έχουν βγει από το κουτί: έχουμε πλέον αρκετά στοιχεία, που συνεχίζουν να εμπλουτίζονται, ώστε να ξέρουμε ότι η κυβέρνηση καταπατά οργανωμένα και συνειδητά την ιδιωτικότητα και πραγματοποιεί μεθοδικές εκστρατείες χειραγώγησης του πληθυσμού.
Μόνο στις δύο εβδομάδες των γιορτών μάθαμε τα εξής: ότι ένα state-of-the-art λογισμικό παρακολούθησης ονόματι Predator έχει πελάτες στην Ελλάδα· και ότι με εντολή Μητσοτάκη η ΕΥΠ έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί πολίτες χωρίς εκείνοι να το μάθουν ποτέ, καταπατώντας με έναν ακόμη τρόπο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Μάλιστα, όσον αφορά το δεύτερο, οι ενστάσεις που προέβαλλε η Αρχή για την Διασφάλιση του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) απέναντι στην απόφαση της κυβέρνησης, αντιμετωπίστηκαν με μία ακόμα εκστρατεία λάσπης εναντίον της από φιλότιμα μέσα ενημέρωσης.
Και φυσικά, όλα αυτά ακολουθούν μια μακρά διετία «περίεργων» φαινομένων στην ΕΥΠ, ενώ αξίζει να θυμίζουμε συνεχώς ότι μια από τις πρώτες κινήσεις αυτής της κυβέρνησης το καλοκαίρι του 2019, ήταν να τεθεί η δημόσια ραδιοτηλεόραση και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών απευθείας υπό τον έλεγχο του ίδιου του πρωθυπουργού.
Από την αρχή αυτής της διακυβέρνησης, η ΕΥΠ αντιμετωπίσθηκε ως μείζον θέμα. Ήδη στα τέλη του 2019, η κυβέρνηση έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, καταβάλλοντας μεγάλο νομοθετικό κόπο, για να τοποθετήσει ένα πολύ συγκεκριμένο πρόσωπο που δεν πληρούσε τα απαιτούμενα από τον νόμο προσόντα (βασικά το εξής ένα: να έχει πτυχίο). Ο νέος διοικητής παρουσίασε αμφίβολης γνησιότητας τεκμήρια για να υποστηρίξει το νόμιμο της διαδικασίας του διορισμού του. Τελικά, όταν δεν βγήκε ούτε αυτό, η κυβέρνηση άλλαξε τα απαιτούμενα προσόντα, ώστε να μπορεί να γίνει διοικητής της ΕΥΠ και κάποιος χωρίς πτυχίο. Η εμμονή αυτή δεν θα είχε τίποτα το αξιοσημείωτο, αν επρόκειτο για κάποιο πολιτικό πρόσωπο εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. Ωστόσο, φαίνεται ιδιαίτερα περίεργη όταν τελικά συνειδητοποιεί κανείς ότι το μόνο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του εν λόγω ήταν ότι προέρχεται απ’ ευθείας από την αγορά των συστημάτων ασφαλείας.
Τι ξέρουμε όμως για τις παρακολουθήσεις στις ημέρες της νέας διοίκησης, πλήρως ελεγχόμενης από τον πρωθυπουργό; Ότι ήδη από τον Αύγουστο του 2019, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ανακάλυψε συσκευή γεωεντοπισμού που είχε τοποθετηθεί στο αυτοκίνητό του, χωρίς να διευκρινιστεί ποτέ από ποιον και γιατί. Ότι πρόσφατα αποκαλύφθηκε πως η ΕΥΠ παρακολουθούσε εργαζόμενους στο προσφυγικό και τον δημοσιογράφο Σταύρο Μαλιχούδη -πράγμα που με ασφάλεια σημαίνει ότι η παρακολούθηση και άλλων δημοσιογράφων που δεν περιορίζονται στο να επαναλαμβάνουν τις διαρροές του Μαξίμου θεωρείται θεμιτή. Ξέρουμε επίσης ότι με έναν fast-track διαγωνισμό, τον Φεβρουάριο η ΕΥΠ προμηθεύτηκε ένα υπερσύγχρονο σύστημα υποκλοπών για εφαρμογές messaging (Viber, WhatsApp και άλλων) το οποίο, σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα τριπλασιάζει τη δυνατότητα παρακολούθησης.
Δεν είναι όμως μόνο η ΕΥΠ που παρακολουθεί τους πολίτες. Αντίστοιχο δικό της σύστημα έχει και η αντιτρομοκρατική υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ., για την οποία γνωρίζουμε από πλήθος παρελθοντικών σκευωριών ότι μέσα από τις «δεξαμενές υπόπτων», δεν έχει κανένα πρόβλημα να καταστήσει τον οποιονδήποτε ύποπτο ή ακόμα και ένοχο για οτιδήποτε. Παράλληλα, εκκρεμούν μια σειρά αναπάντητα ερωτήματα, όπως το πώς ακριβώς χρησιμοποιεί η ΕΛΑΣ τις φορητές συσκευές αναγνώρισης προσώπων που τέθηκαν σε λειτουργία από πέρυσι το καλοκαίρι ή τι ακριβώς δεδομένα θα συνέλλεγε ή συνέλλεξε τελικά η σκιώδης Palantir μέσα από τη μυστικοπαθή συνεργασία της με την ελληνική κυβέρνηση.
Είναι ξεκάθαρο: η τάση γιγάντωσης προϋπήρχε, αλλά επί των ημερών της κυβέρνησης Μητσοτάκη το καθεστώς παρακολούθησης των πολιτών επεκτείνεται με ταχύτατους ρυθμούς και πέρα από κάθε ανησυχία για την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ιδιωτικότητα. Η δε στενή πολιτικοποίηση της ΕΥΠ απ’ όταν περιήλθε υπό την αρμοδιότητα του πρωθυπουργού είναι αδιαμφισβήτητη. Και εκεί είναι που τα πράγματα θα έπρεπε να εγείρουν πολύ μεγαλύτερες αντιδράσεις από αυτές που εγείρουν τώρα.
Γιατί στην πραγματικότητα πέρα από μερικά σχόλια στον στενό οικογενειακό κύκλο των εξειδικευμένων μέσων ενημέρωσης, την επικαιρότητα δεν την απασχόλησε ποτέ η απόφαση της κυβέρνησης στις αρχές Δεκέμβρη να προβεί σε μετατάξεις που θα απομάκρυναν από κάθε αρμοδιότητα τα πρόσωπα εντός της ΕΥΠ που δεν είναι της αρεσκείας της. Συνδικαλιστές της ΕΥΠ έκαναν λόγο για «απαλλαγή της υπηρεσίας από στελέχη διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού από αυτόν της κυβέρνησης».
Μπαίνει εύκολα κανείς στον πειρασμό της απλούστερης εξήγησης: ότι είναι απλώς άλλο ένα επεισόδιο στη στρατηγική της κυβέρνησης να καταλάβει εξ ολοκλήρου το κράτος, γυρνώντας στην κατάσταση των μετεμφυλιακών χρόνων. Όμως η ΕΥΠ δεν είναι κάποια ΔΕΚΟ. Η απλή λογική λέει ότι μια υπηρεσία πληροφοριών που ελέγχεται πλήρως από πρόσωπα επιρροής της κυβέρνησης, στην ουσία έχει αποσοβήσει κάθε «κίνδυνο» να βρεθούν whistleblowers που θα λειτουργούσαν ως ασφαλιστικές δικλείδες στις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ακόμα χειρότερα όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από τις ημέρες της προηγούμενης διοίκησης της ΕΥΠ υπό τον Γιάννη Ρουμπάτη, η υπηρεσία είχε συλλέξει στοιχεία για μια εφιαλτική διασύνδεση «γαλάζιων» ή συμπαθούντων τη γαλάζια παράταξη πολιτικών με το οργανωμένο έγκλημα, κυκλώματα σωματεμπορίας, αστυνομικούς και δικαστικούς. Το «παρακράτος» για το οποίο έκανε λόγο τον Ιούλιο του 2020 ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ανεπαρκής όρος για να χαρακτηρίσει τα συμπεράσματα που έβγαιναν από τους διαλόγους που κατέγραψαν τα βαλιτσάκια. Και είναι μάλλον αδύνατον να μην υποψιαστεί κανείς ότι εκτός από την ασυδοσία στη χρήση τεχνολογιών παρακολούθησης, οι εκκαθαρίσεις στην ΕΥΠ μπορεί να αποσκοπούν και στο κλείσιμο της κάνουλας των πληροφοριών για αυτή την υπόθεση.
Πέρα από την έντονη δραστηριότητα γύρω από τις μυστικές υπηρεσίες, όμως, τον έτερο πυλώνα του υβριδικού πολέμου που έχει κηρύξει η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον ανιχνεύουμε σε κοινή θέα στο διαδίκτυο. Το γυμνό βλέμμα θα ήταν αρκετό για να παρακολουθήσει, δίπλα στον μονολιθικό μηχανισμό κυβερνητικής προπαγάνδας που έχει εγκαθιδρυθεί στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, τη συγχρονισμένη χορογραφία των φιλοκυβερνητικών τρολ και bots στα κοινωνικά δίκτυα -ή στην περίπτωση που θα θεωρήσει κανείς ότι το γυμνό βλέμμα δεν αρκεί, υπάρχει και η έρευνα του MIIR προ διετίας.
Πρόσφατα, δε, η αποκάλυψη της σύμπραξης της ελληνικής κυβέρνησης με τη διεθνή εταιρεία lobbying Edelman, η οποία φαίνεται να έχει αναλάβει να διορθώσει το ίματζ της ελληνικής κυβέρνησης στο εξωτερικό (και πιθανώς και εγχώρια) τουλάχιστον από το καλοκαίρι του 2020, χωρίς να υπάρχει κάποια σύμβαση – πράγμα που αφήνει ανοιχτό το ερώτημα του πώς πληρωνόταν αυτή η συνεργασία.
Για να το πούμε αλλιώς, μια κυβέρνηση που πραγματοποιεί εδώ και δύο χρόνια μια βελούδινη (ή άλλες φορές, όπως στο «Έπος του Έβρου», μια όχι και τόσο βελούδινη) εκτροπή σε όλα τα επίπεδα, φέρεται να έχει αναθέσει το προφίλ της σε μια εταιρεία που αποτελεί τακτικό συνεργάτη της Σαουδικής Αραβίας -απόλυτα ταιριαστό, αν αναλογιστούμε τις ομοιότητες μεταξύ των δύο καθεστώτων.
Η εικόνα που σχηματίζουν όλες αυτές οι ιστορίες όταν τις δούμε δίπλα-δίπλα παρουσιάζει ένα παράδοξο: είναι πρωτόγνωρη, αλλά ταυτόχρονα οικεία και αναμενόμενη. Για περισσότερο από μια δεκαετία, παγκοσμίως έχουμε εξοικειωθεί με την επέκταση του «κατασκοπευτικού καπιταλισμού» (όπως ονόμασε τον όρο στο προπέρσινο best-seller της η Σοσάνα Ζούμποφ), ενώ το γεγονός ότι υπερτονίστηκαν οι εκστρατείες χειραγώγησης μέσω του διαδικτύου διεθνώς σε σημείο που αποσιωπούσαν άλλες λανθάνουσες αιτίες για την ενδυνάμωση της ακροδεξιάς, δεν σημαίνει ότι οι εκστρατείες αυτές δεν υπάρχουν και δεν επιδρούν.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη όμως έχει πραγματοποιήσει μια ποιοτική αλλαγή. Σε αντίστοιχα φρενιτικούς ρυθμούς με το colpo grosso της οικονομικής πολιτικής, το κράτος μετατρέπεται σε έναν παντεπόπτη οφθαλμό που (όπως δείχνει η εκστρατεία συκοφάντησης της ΑΔΑΕ όταν τόλμησε να διαφωνήσει με την κυβερνητική πολιτική) βρίσκεται πλέον στην τελική ευθεία της εκτροπής, προσπαθώντας να ξεφορτωθεί και τις τελευταίες ρήτρες προστασίας.
Είναι κι αυτή όμως μια προβλέψιμη εξέλιξη μετά από δυόμιση χρόνια κουρελιάσματος του Συντάγματος, του Διεθνούς Δικαίου και της ίδιας της έννοιας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα οποία σχετικοποιούνται συνεχώς μέχρι του σημείου που δεν θα χρειάζεται να καταργηθούν ολοκληρωτικά, αλλά αντίθετα θα εξακολουθήσουν να κρέμονται απονεκρωμένα, ενώ γύρω τους όλοι θα παριστάνουν ότι δεν έχουν πεθάνει. Και αντί οι πολίτες να οργίζονται με την κατάργηση της ιδιωτικότητας, απλώς θα συνηθίσουν να προσέχουν τι λένε στα τηλέφωνα. Συνήθισαν άλλωστε τόσα άλλα πράγματα ως τώρα.