Ένας άνθρωπος «μνημείο» της Ευρωπαϊκής ιστορίας γιορτάζει σήμερα στον οίκο ευγηρίας όπου ζει στη Μυτιλήνη τα 102α του γενέθλια. Ο μπάρμπα Γιάννης Καραγεωργίου, ο άνθρωπος που πολέμησε τον ναζισμό, συνελήφθη, γλίτωσε από τα στρατόπεδα της Γκεστάπο στη Μυτιλήνη, τις φυλακές του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη αλλά και το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Στάϊν της Αυστρίας. Ο άνθρωπος που έθαψε 700 από τους συντρόφους του που εκτέλεσαν τα SS στο μακελειό της 6ης Απριλίου 1946. Ο ίδιος επέζησε, πέφτοντας κάτω λίγο πριν ακουστεί το κροτάλισμα του πολυβόλου.
Στις 15 Ιανουαρίου του 2020 ο Γιάννης Καραγεωργίου γιόρτασε τα 100α του γενέθλια με τούρτα και κεράκια, κρασί και μεζέδες δηλώνοντας «έχω τα μυαλά μου τετρακόσια…». Φέτος, πάντα με «τα μυαλά του τετρακόσια», ο μπάρμπα-Γιάννης Καραγεωργίου από το Σκαλοχώρι της Λέσβου στον οίκο ευγηρίας όπου ζει γιορτάζει τα 102α του γενέθλια με τηλεφωνικές ευχές λόγω των απαγορευτικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Το Χρονικό του Γιάννη Καραγεωργίου
Ένας Μυτιληνιός αυτόπτης μάρτυρας της ναζιστικής θηριωδίας, της θηριωδίας του πολέμου είναι ο μπάρμπα Γιάννης Καραγεωργίου. Και το να τον ακούς να διηγιέται την ιστορία του έτσι όπως δημοσιεύθηκε στο ΑΠΕ ΜΠΕ πριν δυο χρόνια, σε καθηλώνει.
Τον Απρίλιο του 1942, τον αδελφό του Λάμπρο και με άλλους 18 νέους από το βορειοδυτικό τμήμα του νησιού αποφασίζουν να διαφύγουν και να πάνε στη Μέση Ανατολή για να πολεμήσουν τον ‘Αξονα.
Στο εκκλησάκι του Αγίου Φωκά της νότιας Λέσβου, όπου έψαχναν τρόπο για να αναχωρήσουν, συλλαμβάνονται από τα ναζιστικά στρατεύματα και μεταφέρονται στις φυλακές διαβόητης βίλας Ηλιοπούλου, της Γκεστάμπο στη Σουράδα της πόλης της Μυτιλήνης. Μια επιστολή στα πράγματα ενός από τους συλληφθέντες που απευθύνεται σε αξιωματικό που υπηρετεί στη Μέση Ανατολή αποτελεί το υλικό στη βάση του οποίου οι 20 νέοι καταδικάζονται σε πενταετή φυλάκιση.
Οδηγούνται στις φυλακές – στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, όπου δυο χάνουν τη ζωή τους από τις κακουχίες. Τον Απρίλιο του 1944 μεταφέρονται σε φυλακές – κάτεργα στο Στάιν της Αυστρίας. Λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση της ναζιστικής Γερμανίας, τα SS εκτελούν 800 κρατούμενους των φυλακών. Ανάμεσα τους και τέσσερις από τους 18 Μυτιληνιούς. Τελευταία στιγμή ο Γιάννης Καραγεωργίου γλυτώνει.
Η αφήγησή του λίγο μετά το σβήσιμο των κεριών της τούρτας των προπέρσινων 100ων του γενεθλίων και η οποία δημοσιεύθηκε στο ΑΠΕ ΜΠΕ συγκλονίζει: «Μας πήγαν και μας στήσαν σ’ ένα τοίχο… Εγώ ήμουν …κατά τριάδες προς τη μεριά κοντά στον τοίχο, μπροστά μου ήταν άλλοι δυο… Προτού βάλει… σε 20-30 μέτρα είχε πολυβόλα, έπεσα κάτω… δίπλα στο τοίχο … και έπεσαν τα πτώματα πάνω μου… Κατάλαβα ότι δεν είχα φάει καμιά!
Έκατσα εκεί πέρα μια μιάμιση ώρα… πάνω και δίπλα μου θα ‘χαν πέσει 25 πτώματα… εγώ το ψόφιο το κοριό! Καμιά φορά φέρανε μια άλλη παρτίδα να σκοτώσουν… αλλά ήταν Ιταλοί εργάτες που είχαν χαρτιά… δεν τους σκότωσαν… αλλά και δε τους διώξανε… Τους ‘δωσαν ανά δυο μια κουβέρτα και τους σκοτωμένους τους πέραναν αποδώ και τους πήγαιναν 20 μέτρα πιο πέρα για ν’ ανοίξουν τάφους.
Καμιά φορά ήρθε κι η δική μου η σειρά … πιάσαν με ‘βαλαν σε μια κουβέρτα… σηκώθηκα κι εγώ πάνω στο κώλο μου κι έκατσα. Κοίταξα πλάγια μου αν υπάρχει Γερμανός να με δει… δεν ήταν κανένας. Λέω στους Ιταλούς γερμανικά ρούλεν, θα πει μη μιλάς… πήγα κι εγώ κι έπιασα την άκρη μιας κουβέρτας… κι ευτυχώς που από την αποθήκη πήρα τα ρούχα.
Δε σας το είπα ότι όταν ήρθαμε στις φυλακές δώσαμε τα ρούχα μας, τα ‘βαλαν σ΄ ένα κουτί και μας έδωσαν τα ρούχα της φυλακής (ριγωτές φόρμες) αλλά επειδή η αποχώρησή μας από τις φυλακές έγινε άτακτα – που να βρω το δικό μου !!! – πήγα και πήρα ένα άλλο κουτί… Είχε μέσα ένα καφέ κουστούμι, πέταξα τα ρούχα της φυλακής κι έβαλα το καφέ κουστούμι…
Είχε κάτι αίματα επάνω τα σκούπισα λίγο, καφέ ήταν δε φαινόταν πολύ… πιάσα κι εγώ, είπα στους Ιταλούς μη μιλάτε να δούμε τι θα γιν’… σήκωνα κι εγώ και τους πηγαίναμε κει που θ’ άνοιγαν τάφους… Συνάμα σκοτώναν αράδα… καμιά φορά έρχεται ένας μ’ ένα χάρακα και σημαδεύει δυο τάφους τρία επί τέσσερα μέτρα και λέει τρία μέτρα ερούντα- θα πει τρία μέτρα κάτω…
Μας πήγε σε μια αποθήκη, μας δίν’ κασμά και φτιάρ’. Αρπώ ιγώ μια κασμαδάρα… Αλλά πάντα το κεφάλι κάτω, να μη με βλέπουν… Οι Ιταλοί γελούσαν… τους λέω μη γελάτε. Τελικά σκάβαμε… όλη τη μέρα σκοτώναν… σκοτώσαν κάπου 700 νομάτοι. Συνάμα εγώ όταν ανοίξαμε τους τάφους κατέβηκα κάτω… Μια πατουσά ανθρώπ’, πώς παστώνουν τσ’ σαρδέλις, μια πατουσά χώμα, μια πατουσά ανθρώπ’, μια πατουσά χώμα… Να μη τα πολυλογούμε πιτάξαν καμιά 700 ανθρώπ’ μέσα στους δυο λάκκους…
Εγώ πάντα μέχρι το βράδι πάστουνα… σα τσ’ σαρδέλις… Όταν ο λάκκος έφτασε μισό μέτρο από το έδαφος, φέρανε φορτηγά ασβέστη – και τον σβήσαν από πάνω… Ξέρεις γιατί; Για να μη βρωμά… όπως έμαθα αργότερα. Και τους θάψαμε λοιπόν τσ’ ανθρώπ’… Μας ξαναπάν πάλι στα κελιά… Μετά από δυο μέρες μας πήραν από τις φυλακές, μας βάλαν σ’ ένα σαπιοκάραβο του Δουνάβεως και μας πήγαν απ’ την Αυστρία στη Βαυαρία… σ΄ ένα χωριό που το λέν’ Μπερνάου…».
Από την παρέα των 20 νεαρών που θέλανε να πολεμήσουν τους Ναζί στη Μυτιλήνη επέστρεψαν οι 14. Ο μπάρμπα Γιάννης ο μόνος από την παρέα 102 χρονών γιορτάζει τα γενέθλια του. «’Αντε να δούμε τι θα γιν’…» έλεγε και ξανάλεγε χαμογελώντας πρόπερσι. Τι είδε να γίνεται. ‘Αλλος ένας «πόλεμος» δυο χρόνια τώρα, μια πανδημία, πολλές χιλιάδες νεκρούς ακόμα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ