Ο κόσμος περιμένει τον νέο μεγάλο πόλεμο, στο κέντρο της Ευρώπης. Δεν χρειάζεται να επαναληφθούμε ως προς το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ. Το σημαντικό πλέον είναι τι ενδέχεται να λάβει χώρα από εδώ και πέρα, υπό το πρίσμα των μειζόνων δρώντων και ειδικότερα της Ρωσίας. Αναφερόμαστε στη Ρωσία δεδομένου ότι η μπάλα βρίσκεται στο δικό της γήπεδο, μετά την άρνηση των ΗΠΑ να συζητήσουν τις προτάσεις της για μια νέα συνθήκη ασφαλείας.
Θα πρέπει καταρχάς να αναγνωρίσουμε ότι μας λείπουν μερικά βασικά στοιχεία, προκειμένου να εκτιμήσουμε την παρούσα κρίση. Ειδικότερα και κυρίως το γιατί η Ρωσία επέλεξε αυτήν την περίοδο να προτείνει στις ΗΠΑ μια συνθήκη, η οποία θα απορριπτόταν κατά πάσα πιθανότητα, όπως και έγινε. Η επίσημη απάντηση είναι ότι απλώς κάποτε θα ερχόταν αυτή η ώρα, ακολούθως τόσων περιπτώσεων αναξιοπιστίας από πλευράς ΗΠΑ και υποχωρήσεων από πλευράς Μόσχας οι οποίες δεν εκτιμήθηκαν. Προφανώς, εν γένει αυτός είναι ο λόγος.
Ως προς την ειδικότερη χρονικότητα της πρότασης, σίγουρα κάτι μας διαφεύγει όμως. Είχε άραγε η Ρωσία κάποιες δεσμεύσεις ουσιαστικής συζήτησης και διαπραγμάτευσης; Ένιωσε και νιώθει αρκετά ισχυρή για κάποιον λόγο, ώστε να εξωθήσει τα πράγματα σε κορύφωση σήμερα αντί για αύριο; Ή μήπως φοβάται κάποια άμεση, μελλοντική κίνηση των ΗΠΑ, την οποία και έσπευσε να προλάβει;
Όπως και να έχει και όπως και η ίδια η Ρωσία έχει αναγνωρίσει, η Μόσχα βρίσκεται σε σημείο αδυναμίας και δύναμης ταυτοχρόνως. Η Ρωσία γνωρίζει ότι η άμυνά της «σαλαμοποιείται» και ότι δεν έχει άλλον χώρο υποχώρησης. Γνωρίζει ότι όσο παράλογο και να ακούγεται, οι ΗΠΑ έχουν αποφασίσει να της επιβάλλουν μιαν «αποσοβιετοποίηση 2.0», παρότι έτσι αναγκαστικά την ρίχνουν στις αγκάλες της Κίνας. Επίσης ότι τα κράτη της ΕΕ είναι αδύναμα και αναξιόπιστα ως συνομιλητές. Δεν θα εγκαταλείψουν το μαντρί της Ουάσιγκτον.
Από την άλλη, ενώ η συμμαχία της Μόσχας με την Κίνα βαθαίνει και καθίσταται χρησιμότερη, παραμένει ετεροβαρής. Ακόμα και η στρατιωτική ενδυνάμωση της Ρωσίας (όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, κάθε κράτους) προσδίδει πλεονέκτημα σε συγκεκριμένα πεδία και για συγκεκριμένο χρόνο. Η οικονομική και στρατιωτικοπολιτική ισχύς σε βάθος χρόνου είναι εκείνη η οποία κρίνει τους μακρόχρονους ανταγωνισμούς, όπως και τους πολέμους βεβαίως που τραβούν σε μάκρος.
Με άλλα λόγια, το πρόβλημα της Ρωσίας είναι η έλλειψη χώρου και χρόνου, με βάση την παρούσα κατάσταση πραγμάτων – η οποία καθίσταται σημαντικότερη με δεδομένο ότι δεν φαίνεται στον ορίζοντα εξίσου χαρισματικός ηγέτης με τον νυν Ρώσο πρόεδρο.
Η Κίνα λόγω της οικονομικής της ισχύος θεωρεί ότι ο χρόνος δουλεύει υπέρ της σε σχέση με τις ΗΠΑ. Ενώ οι ΗΠΑ από την άλλη, μπορεί να χάνουν σε ισχύ, αλλά διατηρούν μια γιγάντια, πλανητική ζώνη προστασίας γύρω τους. Αν από κάτι κινδυνεύουν υπαρξιακώς, δεν είναι οι ανταγωνιστές τους, αλλά η υπερέκτασή τους και η λειτουργία των ελίτ τους εσωτερικώς, οι οποίες κατατρώγουν το πολιτικό και πολιτειακό τους μοντέλο εξαιτίας των ανισοτήτων και της αντικοινωνινικής τους στάσης.
Ο πόλεμος επομένως, ως συνέχεια της πολιτικής και με άλλα μέσα θα καθοριστεί από αυτές τις συνθήκες κατά βάση. Η Ρωσία φαίνεται να εισήλθε στην παρούσα φάση θέλοντας να εξαναγκάσει τις ΗΠΑ και επομένως και το ΝΑΤΟ σε μια έντιμη κατά την ίδια διαπραγμάτευση. Αυτή η επιδίωξη φαίνεται να αποτυγχάνει. Επομένως θα πρέπει να τροποποιήσει την κατάσταση στο έδαφος με τρόπο αντίστοιχο εκείνου ο οποίος θα επερχόταν αν οι διαπραγματεύσεις πετύχαιναν: με τρόπο που να της δίνει χώρο και άρα χρόνο.
Συνεπώς, κινήσεις απλώς ψυχολογικής επίπτωσης, όπως μετακινήσεις οπλικών συστημάτων, μέσα ή έξω από την Ρωσία δεν θα σημάνουν τίποτα, παρά μόνο θα στείλουν σινιάλο υποχώρησης από την ρωσική πλευρά.
Ακόμα και το σενάριο αποστολής εξοπλισμών στην Κούβα ή στην Βενεζουέλα πέραν του να προκαλέσει στρατιωτική δράση από τις ΗΠΑ και επομένως να τις εκθέσει διεθνώς (γεγονός που δεν θα σημάνει πολλά) θα «φορτώσει» μεγαλύτερο βάρος στην ρωσική πλευρά. Θα πρέπει μαζί με την αποστολή όπλων στρατηγικής σημασίας να φροντίσει και για την οικονομική και πολιτική επιβίωση των εν λόγω πολιτικών συστημάτων. Από κοινού με την Κίνα πρόκειται για πολύ φιλόδοξο και αναγκαίο σχέδιο. Δεν μπορεί όμως να υλοποιηθεί άμεσα.
Ακόμα και το σενάριο της εμβάθυνσης των σχέσεων με την Κίνα, όσο και αν είναι προδιαγεγραμμένο, απαιτεί χρόνο, χώρια που δεν αλλάζει κάτι στο πεδίο – στο βαθμό άλλωστε που είναι ευκταίο πέραν ενός σημείου. Οι ΗΠΑ όχι απλώς την θεωρούν δεδομένη ως εξέλιξη, αλλά επιπλέον την προκαλούν – βλακωδώς ίσως, αλλά την προκαλούν εδώ και πολύ καιρό.
Αν όλες οι παραδοχές που κάναμε παραπάνω είναι ορθές, η Ρωσία θα πρέπει σχετικά σύντομα να αλλάξει τον συσχετισμό στο έδαφος. Αυτό τελικά απαιτεί γρήγορη στρατιωτική δράση στην επικράτεια της Ουκρανίας. Ακόμα και χειρουργικά πλήγματα μικρή πολιτική αξία θα έχουν. Η Ρωσία, με βάση το σκεπτικό το οποίο έχει εκθέσει, χρειάζεται τουλάχιστον μια μεγαλύτερη ουδέτερη ζώνη και στην πραγματικότητα, μια νέα «αλλαγή καθεστώτος» στην Ουκρανία, η οποία θα διεκπεραιωθεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και με τις μικρότερες δυνατές αντιστάσεις.
Επειδή μια τέτοια επέμβαση μάλιστα θα ακολουθηθεί από πόλεμο φθοράς και σαρωτικές κυρώσεις, θα χρειαστεί ένα ολοκληρωμένο, εναλλακτικό οικονομικό κύκλωμα με την Κίνα. Στην πραγματικότητα και τα δύο κράτη θα πρέπει να είναι έτοιμα να πλήξουν οικονομικά τις ΗΠΑ τις ίδιες και όχι μόνο τους συμμάχους τους, καίρια.
Μάλιστα ένα ολοκληρωμένο σινορωσικό σχέδιο στο πεδίο θα απαιτούσε ευρύτερες κινήσεις και στο στρατιωτικό επίπεδο. Ακούγεται ακραίο, αλλά είναι κρίσιμο το ερώτημα αν θα συντονιστούν Ρωσία και Κίνα, ώστε να υπάρξει προσπάθεια από πλευράς Κίνας να ενσωματώσει εκ νέου την Ταϊβάν και έτσι να ακυρωθεί η κυριαρχία των ΗΠΑ σε δύο πεδία ταυτοχρόνως. Θα ενισχυθούν αντίπαλοι των σχεδίων των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή, ιδίως με δεδομένη την πρόθεση συμμάχων της Ουάσιγκτον (όπως ενδεικτικώς η Σαουδική Αραβία) να τροποποιήσουν έστω κατά ένα μέρος την πολιτική τους έναντι της Συρίας και του Ιράν;
Με άλλα λόγια, η Ρωσία έχει μια κίνηση στον επόμενο γύρο της αντιπαράθεσης και πρέπει να την πραγματοποιήσει έξυπνα. Θα πρέπει να αλλάξει τον στρατιωτικό και πολιτικό συσχετισμό στο πεδίο ενώ ταυτοχρόνως θα πλήττει οικονομικο-πολιτικώς την κυριαρχία των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ άλλωστε έχει δεσμευτεί να πολεμήσει μέχρι τον τελευταίο… Ουκρανό. Οι ΗΠΑ με άλλα λόγια θα προσπαθήσουν σε πρώτη φάση να μείνουν όσο πιο μακριά γίνεται επισήμως, κάτι που από την μια δίνει μεγαλύτερο περιθώριο δράσης στην Ρωσία, αλλά από την άλλη προδίδει ελάχιστη διάθεση από πλευράς ΗΠΑ να διαπραγματευτούν ουσιαστικώς για την ασφάλεια στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Βεβαίως, η Ρωσία μπορεί να εξασκήσει στρατηγική υπομονή. Θα πρόκειται για υποχώρηση ως προς εκείνα που διακήρυξε τις προηγούμενες μέρες αλλά και η υποχώρηση αποτελεί μέρος των τακτικών κινήσεων που μπορεί κανείς να ακολουθεί. Το πρόβλημα δεν συνίσταται στην υποχώρηση αυτή καθ’ εαυτή αλλά στο ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια τι ακριβώς θα προσπορίσει στην Ρωσία μια τέτοια υποχώρηση.
Όταν το Ιράν για παράδειγμα, μετά την δολοφονία Σολεϊμανί εκτέλεσε ένα συμβολικό πυραυλικό χτύπημα κατά των ΗΠΑ είχε κατά νου τις επερχόμενες τότε αμερικανικές εκλογές και την επανέναρξη των συνομιλιών – όπως και γίνεται προς το παρόν. Η Ρωσία δεν έχει τίποτα να περιμένει από πλευράς θετικών για την ίδια γεγονότων. Επομένως, η ανάγκη να δράσει στο πεδίο αλλάζοντας το status quo καθίσταται επιτακτική. Θα δούμε αν θα καταφέρει να μας εκπλήξει.