Η ίδια η εφημερίδα σχεδόν σε κάθε φύλλο της εμφανίζεται ως υπερασπιστής των δικαιωμάτων κάθε εργαζόμενου που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εποχικής (κι ευέλικτης) απασχόλησης. Όμως στα άδυτά της η διεύθυνση της ιστορικής άλλοτε εφημερίδας της ευρύτερης Αριστεράς La Repubblica, την οποία είχε ιδρύσει ο Εουτζένιο Σκάλφαρι στα πρότυπα της γαλλικής Liberation και ήταν για χρόνια η αντίστοιχη Ιταλική «Ελευθεροτυπία» αφότου πέρασε στην οικογένεια Ανιέλι έχει πραγματοποιήσει μία πλήρη στροφή -που κι εμάς σε σχέση με το Micromega μας έχει απασχολήσει ξανά- και πράττει τα αντίθετα απ’ όσα δημόσια διακηρύσσει.
Γιατί όπως τονίζουν και στη διακήρυξή τους οι οργανωμένοι στο Συντονιστικό των μη μόνιμων υπαλλήλων της Repubblica που καλούν σε κινητοποιήσεις, η εφημερίδα όχι μόνο αρνείται να μονιμοποιήσει εργαζόμενους και δημοσιογράφους, αλλά μειώνει και τους μισθούς σε πολλές επαρχιακές συντακτικές ομάδες. Και η αρχή έγινε από τη συντακτική ομάδα της Γένοβας, που βγήκε στους δρόμους, για να καταγγείλει την τακτική της εφημερίδας να κρατά ομήρους και ανασφάλιστους (κι υποπληρωμένους) τους συνεργάτες της, χωρίς να μονιμοποιεί την εργασία τους. «Έγραφα 400 άρθρα τον χρόνο και με στείλανε σπίτι μου μόλις ζήτησα μονιμοποίηση», δηλώνει ένας από αυτούς, ο Μασιμιλιάνο Σάλβο, επί χρόνια αστυνομικός συντάκτης στη Repubblica. Ίδια μοίρα και για τον Βαλέριο Τρίπι, που δούλευε χωρίς σύμβαση από το 1999 στο γραφείο σύνταξης στο Παλέρμο.
Όπως καταγγέλλουν στην προκήρυξη της κινητοποίησης οι μη μόνιμοι εργαζόμενοι στη Repubblica dei Precari (των εποχικών, όπως την ονόμασαν) πασχίζουν δύο χρόνια να συζητήσουν με την εταιρεία για τις συμβάσεις. Ιδίως οι εργαζόμενοι που ενώ παράγουν καθημερινά (μάλιστα πέρα κι από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις) εξακολουθούν να θεωρούνται έκτακτοι. Ουδέποτε όμως η διεύθυνση ευαρεστήθηκε να απαντήσει στα καλέσματα του Συντονιστικού. Πολλοί δε από τους μη μόνιμους δημοσιογράφους ακόμη και σήμερα, που έχει μπει η νέα χρονιά, δεν έχουν ενημερωθεί από την εταιρεία για την ανανέωση της σύμβασής τους, αν και δεν διέκοψαν ποτέ την καθημερινή τους συνεργασία.
Την ίδια στιγμή συμβαίνει το παράδοξο να έχει υποσχεθεί η εφημερίδα -σε όλα τα γραφεία σύνταξης- πιθανές προσλήψεις σε μεγάλο αριθμό από μακροχρόνια συνεργάτες. Μάλιστα ο αριθμός των υπεσχημένων προσλήψεων ξεπερνά κατά πολύ τις πραγματικές δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Με την διοίκηση της Repubblica να εξακολουθεί να μην αποσαφηνίζει το ύψος των σχετικών προσλήψεων που μέλλει να πραγματοποιήσει. Απεναντίας, όμως, σε ορισμένα περιφερειακά γραφεία σύνταξης της Repubblica, ανακοινώθηκαν περικοπές προϋπολογισμού για τους συνεργάτες. Και τούτο παρά το γεγονός ότι στη συμφωνία της 23ης Σεπτεμβρίου του περασμένου έτους για τις προσλήψεις (μία ανά δύο αποχωρήσεις ή συνταξιοδοτήσεις) αναφερόταν σαφώς πως δεν επρόκειτο να επηρεασθούν τα γραφεία σύνταξης. Και για να συμπληρωθεί, όπως καταγγέλλει το Συντονιστικό, η εργοδοτική αυθαιρεσία που έχει κυριεύσει και τη Repubblica, δεν ανανεώθηκε η ετήσια σύμβαση δύο μελών του Συντονιστικού των μη μόνιμων εργαζομένων, οι οποίοι ήδη έχουν καταθέσει προσφυγή κατά της εφημερίδας στο εργατοδικείο. Αλλά και προγενέστερα, είχε διακοπεί η συνεργασία με τη Repubblica σε επί 20 χρόνια συνεργάτη χωρίς σύμβαση, έπειτα από σειρά εξώδικα που είχε αποστείλει για την πρόσληψή του στην εφημερίδα.
Ο αγώνας που ξεκινούν οι μη μόνιμοι δημοσιογράφοι της Repubblica είναι δύσκολος: από τους 90 μη μόνιμους που συσπειρώνονται γύρω από το Συντονιστικό, πρόθεση να κινηθούν νομικά για να διεκδικήσουν τις συμβάσεις εκδήλωσαν μόνον οι 40 κι από αυτούς μόλις τέσσερις αγωγές έχουν δρομολογηθεί. Οι περισσότεροι, σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς της επισφάλειας, φοβούνται να τα βάλουν με την εργοδοσία και να χάσουν τη δουλειά τους. Άλλωστε η απάντηση της διεύθυνσης ήταν να δείξει την πόρτα σε όσους πρωτοστάτησαν.
Όπως τονίζει κι ο Σάλβο, «είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της εφημερίδας που ένα οργανωμένο κίνημα μη μόνιμων δημοσιογράφων φτάνει ως εδώ σε μια πολιτική συνδικαλιστική διαμάχη». Και δεν πρόκειται για μία μεμονωμένη εργασιακή διένεξη, που αφορά μόνο μία εφημερίδα. Η κίνηση των δημοσιογράφων της Repubblica περιγράφει με αδρό τρόπο τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στα μέσα ενημέρωσης. Αφορά επίσης και τους φωτογράφους, τους εικονολήπτες, όσους εργάζονται στις υπόλοιπες εφημερίδες, σε ιστοσελίδες, πρακτορεία, τηλεοπτικούς σταθμούς. Παντού παγιώνεται ως γενικός κανόνας η εκμετάλλευση και η υποπληρωμένη και χωρίς ωράριο εργασία. Ένας γενικός κανόνας που τείνει να επεκταθεί σε όλη την εργασιακή έκταση στον χώρο του Τύπου κι όχι μόνον στην Ιταλία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Κι ίσως επειδή η φύση της δημοσιογραφικής δουλειάς είναι τέτοια που καταδεικνύεται ζωντανότερα η έννοια της εκμετάλλευσης της υπεραξίας της εργασίας και της εξαγοράς της ζωντανής εργασίας, που τείνει να επεκταθεί σε κάθε πολλοστημόριο (ακόμη και του κοινωνικού) χρόνου του εργαζόμενου, εις βάρος της προσωπικής ζωής του. Στον καπιταλισμό, ο εργαζόμενος δεν πουλάει την εργασία του, αλλά τη ζωντανή εργασία του: όταν προσλαμβάνεται ο εργαζόμενος δεν έχει ουσιαστικά εργασθεί ακόμη όμως ο μισθός είναι προκαθορισμένος και με αυτόν αγοράζεται η δυνατότητά του να παράγει -μάλιστα όσο και για όσο θέλει ο εργοδότης.
Δυστυχώς όμως για τον Τύπο το διακύβευμα δεν αφορά μόνον τη δουλειά που παράγει ένας εργαζόμενος, αλλά και το περιεχόμενό της κι η αναγκαστική ταύτισή του με αυτό. Περιεχόμενο που πολλές φορές είναι εναρμονισμένο με τις απόψεις του ιδιοκτήτη του μέσου και της ιδεολογίας του, με αποτέλεσμα το περιεχόμενο της εργασίας του να αντανακλά στην κοινωνία και τη διάπλαση της κρατούσας άποψης και της αντίληψής της για την πολιτική, την εργασία, τη δομή του συστήματος και την αναπαραγωγή του. Κι ιδού ο κόμβος για τον εργαζόμενο-δημοσιογράφο: θα απαρνηθεί την αποστολή του και θα γίνει «οργανικός διανοούμενος» όπως θα έλεγε κι ο Γκράμσι και θα καλύπτει συμβατικές ειδήσεις ή θα σκύβει αληθινά πάνω στην κοινωνία για να φωτίσει εκείνες τις πλευρές που η εξουσία θέλει να μείνουν αθέατες; Άλλωστε σε περιπτώσεις όπως της Repubblica ή σε άλλα -και δικά μας- παραδείγματα η εργοδοσία δείχνει ολοφάνερα πόσο υπολογίζει τον δημοσιογράφο-εργαζόμενο.