Την ερχόμενη Παρασκευή, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν θα συναντηθεί εκ νέου στη Γενεύη, με τον Ρώσο ομόλογό του, Σεργκέι Λαβρόφ. Πρόκειται ίσως για μια ύστατη απόπειρα να αποφευχθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, παρότι μέχρι και σήμερα οι ενδείξεις κατατείνουν στην κλιμάκωση της δυναμικής της σύγκρουσης.
Την ίδια στιγμή, ο γνωστός υπεργολάβος των ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, εξαγγέλλει ότι στέλνει -κάποια- όπλα στην Ουκρανία. Άλλοτε φαίνεται ότι πρόκειται για ελαφρύ οπλισμό και άλλοτε για πιο σύγχρονο. Η Γερμανία εμφανώς πιέζεται να απειλήσει με μη λειτουργία του αγωγού NordStream 2, κάτι που επίσης εμφανώς δεν θέλει σε καμία περίπτωση. Οι βαλτικές χώρες όπως και η Πολωνία επιζητούν μεγαλύτερη υποστήριξη από το ΝΑΤΟ, συντείνοντας στην πολεμική ατμόσφαιρα.
Διόλου τυχαίως, η Τουρκία επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει τις διμερείς της σχέσεις με τη Ρωσία και με την Ουκρανία, εμφανιζόμενη τόσο ως η δύναμη η οποία εξοπλίζει την Ουκρανία – όταν η Γερμανία για παράδειγμα αρνείται να πουλήσει όπλα στην τελευταία – και άρα ως αναγκαία για τις ΗΠΑ, όσο και ως πιθανός διαμεσολαβητής στην αντιπαράθεση «Δύσης» – Ρωσίας. Σχεδόν όλο το ευρασιατικό τόξο κινείται γύρω από την προοπτική του πολέμου. Παρεμπιπτόντως, εκκωφαντικά απούσα είναι η Γαλλία αλλά σε αυτό το ζήτημα θα αναφερθούμε σε άλλο άρθρο.
Για τις πιθανές ρωσικές κινήσεις μιλήσαμε σε προηγούμενο κείμενο. Εκείνο το οποίο γεννά -επίσης- προβληματισμό είναι η στάση του προέδρου των ΗΠΑ. Άλλωστε – και ορθώς – η Ρωσία θεωρεί μόνο τις ΗΠΑ συνομιλητή, οπότε η στάση του Προέδρου τους συνιστά τον έναν από τους δύο πυλώνες της ειρήνης ή του πολέμου.
Η κεντρική στάση των ΗΠΑ, ότι σε περίπτωση πολέμου Ουκρανίας – Ρωσίας θα μείνουν αμέτοχες ως προς την αποστολή δυνάμεών τους αλλά θα επιβάλλουν κυρώσεις στη Ρωσία, ορθώς θεωρήθηκε ως ανεπαρκής σε ό,τι αφορά στην αποτροπή της τελευταίας. Αντιθέτως, προδίδει ότι συνειδητά η Ουάσιγκτον αρνείται να βρεθεί στον δρόμο της Ρωσίας.
Έκτοτε έχουμε πληροφορηθεί και παραλλαγές αυτής της θέσης φυσικά: εκπαίδευση Ουκρανών μαχητών από τη CIA προκειμένου να ενεργήσουν μη συμβατικές επιχειρήσεις εναντίον των δυνάμεων των ΗΠΑ ή και συγκεκαλυμμένες απειλές ακόμα και χρήσης βίας από τις ΗΠΑ: «όλες οι επιλογές βρίσκονται στο τραπέζι».
Το ερώτημα είναι τι ακριβώς επιδιώκει ο πρόεδρος Μπάιντεν, αν φυσικά έχει καταλήξει σε μια σαφή γραμμή επί του ζητήματος. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι είναι ένας από τους λιγότερο δημοφιλείς προέδρους ένα έτος μετά την ορκωμοσία του. Το CNN ανοιχτά αναρωτιέται αν η προεδρία του μπορεί να σωθεί, ενώ η αντιπρόεδρος απογοητεύει ακόμα περισσότερο με τις επιδόσεις της. Ανέλαβε το μεταναστευτικό και δεν πήγε ούτε καν μέχρι τα σύνορα με το Μεξικό, ενώ και ο Αμερικανός πρόεδρος δείχνει να μην την υπολογίζει ιδιαιτέρως.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν όπως και ο προκάτοχός του θέλει να ασχοληθεί με τα ανοιχτά εσωτερικά ζητήματα του κράτους του και όχι με διεθνείς πολεμικές περιπέτειες. Άλλωστε, με τις ανισότητες σε πρωτοφανή μεγέθη, τον πληθωρισμό σε ιστορικά υψηλά, την μετά- πανδημική ανάπτυξη να μην είναι τόσο ισχυρή όσο ήλπιζαν οι οικονομολόγοι, τα ολιγοπώλια πανίσχυρα, τις συγκρούσεις στο Κογκρέσο να αποδιαρθρώνουν τους κεντρικούς θεσμούς και βασικές υποδομές να αποδεικνύονται πλέον παρωχημένες, μεταξύ πολλών άλλων, έχει ήδη αρκετά να τον απασχολούν.
Ο «Τραμπισμός» -και- από αυτήν την άποψη παραμένει ισχυρός. Το πρόβλημα είναι ότι με την εσωτερική πολιτική του, η εικόνα του Προέδρου που ξέρει να λύνει ζητήματα, πλήττεται καίρια.
Θα συνέφερε λοιπόν τον πρόεδρο Μπάιντεν μια σύγκρουση μείζονος σημασίας, δια αντιπροσώπων προκειμένου να φανεί πιο «προεδρικός» και να «αναστήσει» την πληγωμένη δημοφιλία του; Μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν και την εικόνα αδυναμίας, μπορεί να επιβεβαιώσει τη δική του ισχύ όπως και των ΗΠΑ, στην Ουκρανία; Θα διακινδυνεύσει ακόμα και μια -περιορισμένη έστω- άμεση σύγκρουση με τη Ρωσία; Και κυρίως ελέγχει όντως την πολιτική των ΗΠΑ;
Χωρίς να έχουμε πλήρη πληροφόρηση και εικόνα φυσικά, φαίνεται ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ θέλει να αποφύγει οποιαδήποτε άμεση εμπλοκή στρατιωτικού χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να φανεί αδύναμος. Αυτή η συνθήκη δημιουργεί μια επικίνδυνη ασάφεια ως προς τις προθέσεις του, η οποία επιτείνει την σύγκρουση, καθώς φαίνεται εγκλωβισμένος ανάμεσα σε δύο γραμμές. Δεν δέχεται να παράσχει στην Ρωσία τις εγγυήσεις που η τελευταία ζητά, με αποτέλεσμα έτσι να την ωθεί να δράσει στο πεδίο, ενώ ταυτοχρόνως δεν δείχνει διατεθειμένος να κινητοποιήσει το πλήρες δυναμικό των ΗΠΑ ούτως ώστε να την εμποδίσει. Η ιδέα δε, ότι θα προλάβουν οι ΗΠΑ να εκπαιδεύσουν αντιρωσικές, ανταρτικές ομάδες, πέραν του να εντείνει την ρωσική ανησυχία για περαιτέρω εντάσεις στο Ντονμπάς δεν ακούγεται διόλου ρεαλιστική, ιδίως με το προηγούμενο του Αφγανιστάν.
Τα παραπάνω δίνουν την αίσθηση ότι οι ΗΠΑ θα προσπαθήσουν να καθυστερήσουν, ούτως ώστε να συνεχίσουν τη «σαλαμοποίηση» της ρωσικής άμυνας. Αυτό ακριβώς είναι που αρνείται να δεχθεί η ρωσική πλευρά. Ενδεχομένως, στον βαθμό κατά τον οποίο είναι δυνατό να υπάρξει υπόγεια διαπραγμάτευση, ο πρόεδρος των ΗΠΑ να επιδιώξει να βρει λύση. Ωστόσο, είναι αμφίβολη και η δυνατότητα των ΗΠΑ για μια τέτοια επιλογή, όπως και η αποδοχή από την Ρωσία. Θα είναι επίσης πολύ δύσκολο για τον πρόεδρο των ΗΠΑ να δείξει αδύναμος ξανά.
Η αμφιθυμία αυτή από πλευράς ΗΠΑ επιταχύνει την πορεία προς τη σύγκρουση. Όλα δείχνουν ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα συνεχίσει να περπατεί τον δρόμο που δεν θέλει- προς τον πόλεμο- χωρίς να μπορεί να τον σταματήσει, εκτός κι αν αναγκάσει τη Ρωσία να υποχωρήσει ή αν αποφασίσει να τελειώσει την παρουσία του ΝΑΤΟ στα ρωσικά σύνορα.