Στον φαινομενικά περιορισμένο χώρο της σκακιέρας οι συνδυασμοί των κινήσεων τείνουν στο άπειρο. Ομοίως, και στα τετραγωνίδια που περιβάλλουν τη σκακιέρα η πραγματικότητα πολλές φορές ξεπερνά τη μυθοπλασία. Ένα σκακιστικό ματς στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, όπου η ύψιστη σκακιστική τεχνική συναντά την πιο βαθιά ανορθολογικότητα.
Ένας γοητευτικός 47χρονος, με κροτάφους ελαφρώς αραιωμένους, βγάζει από την τσέπη του ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και τα φορά. Δεν ξέρουμε πόσο έντονο είναι το φως εκείνη την ημέρα στο εξωτικό θέρετρο του Μπαγκούιο στις Φιλιππίνες, αλλά υποθέτουμε πως θα κρύβεται γρήγορα από τα τροπικά σύννεφα και την ομίχλη. Ο σκοπός των γυαλιών φαίνεται μόλις ο Βίκτορας σηκώσει το βλέμμα από τη σκακιέρα: τα γυαλιά δείχνουν τον καθρέπτη τους και βλέπουμε εκεί να αντανακλάται η μορφή ενός νέου άντρα στα 27 του με σκληρό βλέμμα και μορφή υπολογιστική που θυμίζει εφοριακό που μόλις έχει εντοπίσει μια ρεμούλα εκατομμυρίων.
Είναι ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής, Ανατόλι Κάρποβ, στον οποίο, σύμφωνα με τη διατύπωση του, ο διεκδικητής Κορτσνόι «επιστρέφει το παγωμένο βλέμμα του». Τα βλέμματα δεν σταματούν εδώ. Κάπου στην αίθουσα υπάρχει ο παραψυχολόγος Ζούκοβ που κοιτάζει επιμόνως για να αποσυντονίσει (ή «υπνωτίσει», όπως αυτός παραπονιέται) τον διεκδικητή. Η εικόνα θα συμπληρωθεί από μερικούς ξέφρενους γιόγκι, υπόλογους για τη δολοφονία ενός Ινδού διπλωμάτη, γιαουρτάκια που φτάνουν ως κωδικοποιημένα μηνύματα στον Πρωταθλητή και πράκτορες της KGB που τριγυρνάνε διακριτικά στο χώρο. Δεν πρόκειται για σενάριο αλλά για την πραγματικότητα. Πρόκειται για το ματς που έκρινε τον Παγκόσμιο Πρωταθλητή στο σκάκι το 1978. Πρόκειται για μια συγκλονιστική αναμέτρηση πέρα από τον ορθολογισμό.
Ας πάμε όμως λίγα χρόνια πίσω. Ξημερώνοντας η 1η Σεπτεμβρίου του 1972, για πρώτη φορά μετά το 1948 ένας μη Σοβιετικός βρίσκεται στον θρόνο του παγκόσμιου σκακιού. Και όχι οποιοσδήποτε μη Σοβιετικός, αλλά ένας Αμερικανός: ο περίφημος Μπόμπι Φίσερ μόλις έχει υπερνικήσει το τελευταίο εμπόδιο προς τον Όλυμπο: τον Μπόρις Σπάσκι. Οι Σοβιετικοί ιθύνοντες πέφτουν σε βαθιά περισυλλογή. Το σοβιετικό σκακιστικό πρόγραμμα, αυτό που ξεκίνησε αμέσως μετά την Επανάσταση και μέσα σε πέντε χρόνια είχε δείξει τα πρώτα του αποτελέσματα στο τουρνουά της Μόσχας του 1925, για να κατακτήσει πλήρως τον κόσμο με τον Μποτβίνικ το 1948, δεχόταν την πρώτη, και πλέον σοβαρή αμφισβήτησή του. Αν και ο κομμουνισμός δεν είχε ξεφύγει από τα τοπικά του πλαίσια, το σκάκι αντιπροσώπευε την πλέον αποτελεσματική εφαρμογή του, έστω και στον περιορισμένο χώρο μιας σκακιέρας. Οι Ρώσοι γκραν μετρ γινόντουσαν, εκόντες άκοντες, ιεραπόστολοι της ιδεολογίας.
Οι εξελίξεις απαιτούσαν δράση. Ήταν προφανές ότι οι παλιοί μετρ είχαν μείνει πίσω στις απαιτήσεις του ιστορικού μομέντουμ. Απολαμβάνοντας τα προνόμια της θέσης τους, ικανότατοι κατά τα άλλα σκακιστές, είχαν χάσει τη φλόγα της μάχης μέχρις εσχάτων. Από τους λίγους προνομιούχους με δυνατότητα ταξιδιών στο εξωτερικό, οι Σοβιετικοί σκακιστές είχαν εκμαυλιστεί από τη χλιδή των ξενοδοχείων και τον εξωτικό αέρα των τροπικών, έχοντας επαναπαυθεί σε ένα κυκεώνα ισοπαλιών που θα τους διατηρούσε, μεταξύ τους τουλάχιστον, σε ένα πάνω-κάτω ίσο επίπεδο. Ο Φίσερ όμως απαιτούσε ένα διαφορετικό πνεύμα για να αναχαιτισθεί.
Ο νεαρός Ανατόλι Κάρποβ ήταν λογικό να τραβήξει το ενδιαφέρον. Μην έχοντας απολαύσει τα προνόμια των παλαιών μετρ, κουβαλώντας ακόμα και την αδιανόητη σήμερα αμφισβήτηση της ικανότητας του από τον πάπα Μιχαήλ Μποτβίνικ, είχε ωστόσο ως εφόδιο την ιδανική ισορροπία φιλοδοξίας, ηδυπάθειας και σοβαρότητας, εκπεφρασμένης μάλιστα μέσα από μια βαθιά προσήλωση στο Κόμμα, που θα του επέτρεπε να ανέλθει σταθερά και, κυρίως, γρήγορα. Η επαναθεμελίωση ενός κλασικού τρόπου προσέγγισης του παιχνιδιού, μέσα από μια κυνική επιμονή στην αποτελεσματικότητα, χωρίς φανφάρες, ήπια και μεθοδικά, με ακρίβεια υπολογισμένα, του έδωσαν αργότερα το προσωνύμιο του «πύθωνα». Πράγματι, με μια φυσιογνωμία που ανακαλεί ελεγκτή του ΣΔΟΕ, τελωνειακό ή ασφαλίτη, ο Κάρποβ τρομάζει με το υπνωτιστικό του βλέμμα: αν έχεις έστω κι ένα λειψανάκι σκελετού στη ντουλάπα σου, θα πληρώσεις.
Και ενώ το ιστορικό προτσέσο είχε δείξει ποιος είναι ο δρόμος του, ο 40άρης πια Βίκτωρας Κορτσνόι είχε την «ατυχία» να βλέπει τη φόρμα του να βρίσκεται σε ρέντα. Παίκτης πάντα καλός, αλλά και πάντα σε μια σχετική υστέρηση με τον κορυφαίο ανταγωνισμό, ο Κορτσνόι αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο αργής εξέλιξης με εξαιρετικά μακρά διάρκεια. Μόνο στα 40 του, ηλικία που για τους περισσότερους σκακιστές σημαίνει την απομείωση της ρώμης, ο Κορτσνόι μπόρεσε να υπερβεί τους φραγμούς του έως τότε αμυντικού στιλ του και να αρθεί στο επίπεδο ενός διεκδικητή ολκής του ύψιστου θρόνου. Βρισκόμαστε στο 1972, ο Κορτσνόι εξελίσσεται και οδεύει ολοταχώς προς τη θέση του διεκδικητή του τίτλου από τον Φίσερ, για να διαπιστώσει ότι οι «δικοί του» έχουν ήδη μια σαφή προτίμηση προς άλλον. Ο Κάρποβ απολαμβάνει τη σταθερή προτίμηση των Σοβιετικών ιθυνόντων και ο Κορτσνόι βλέπει όλο και περισσότερο καθαρά την αλήθεια: ο δρόμος του είναι στρωμένος με αγκάθια.
Ο Φίσερ θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον επόμενο διεκδικητή το 1975. Ο Κορτσνόι έχει καταφέρει δια πυρός και σιδήρου να φτάσει στα τελικά των διεκδικητών, όπου αντιμετωπίζει για πρώτη φορά τον Κάρποβ σε ένα ματς που προοικονομεί το μέλλον. Πανίσχυρος οργανωσιακά ο Κάρποβ καταφέρνει να κερδίσει οριακά τον αντίπαλό του, ήδη ταλαιπωρημένο από τον ημιτελικό με τον Πετροσιάν, που κατέδειξε ευκρινώς την δυσμένεια του καθεστώτος.
Η ήττα του Κορτσονόι ήταν η ταφόπλακά του ως Σοβιετικού σκακιστή. Παράλληλα, ο Κάρποβ είχε την ατυχία να μην αντιμετωπίσει τον Φίσερ. Οι όλο και περισσότερο ποζερίστικες, εξωφρενικές σχεδόν, απαιτήσεις του από την παγκόσμια ομοσπονδία τον έφεραν στη θέση της ολοσχερούς ρήξης. Ο Φίσερ απλώς αποσύρθηκε και ο Κάρποβ έγινε ο Πρωταθλητής στα χαρτιά.
Το καθεστώς, ωστόσο, έστερξε να του επιδαψιλέψει όλες τις ανέσεις που θα του επέτρεπαν να ισχυρίζεται με θέρμη ότι είναι όντως ο άξιος κάτοχος του τίτλου. Ο Κορτσνόι τέθηκε σε δυσμένεια: κανείς δεν θα έπρεπε να θέσει σε κίνδυνο το νέο (δηλαδή παλαιό) σταθερό στάτους κβο. Για τον μανιακο με το σκάκι Κορτσνόι η συνέχεια ήταν μονόδρομος.
Το 1976 ο Κορτσνόι καταφέρνει να παίξει στο παραδοσιακό τουρνουά του Βάικ αν Ζέε, στην Ολλανδία. Μετά το πέρας του τουρνουά διαβαίνει τον Ρουβικώνα: αντί για το αεροδρόμιο καταφεύγει στις ολλανδικές αρχές και ζητάει πολιτικό άσυλο. Ο κύβος έχει ριφθεί: έχει γίνει ένας προδότης, ένας σκακιστικός αποστάτης που προγραμματίζει την συνέχιση του σκακιστικού του βίου στη Δύση. Με τη σύζυγό του και το παιδί τους να παραμένουν πίσω, αποφασίζει να παίξει τα ρέστα του ως (ελλείψει πλέον του Φίσερ) το αντίπαλο δέος στους Σοβιετικούς. Μαύρο πρόβατο, persona non grata, ο Κορτσνόι θα αντλήσει από το σοβιετικό μίσος το ελιξίριο μιας πρωτοφανούς αναζωογόνησης. Ελεύθερος από τους συμβατικούς περιορισμούς της σοβιετικής νομεκλατούρας, θα γνωριστεί με την μποεμιά των νέων Ευρωπαίων μετρ και θα αναπτύξει νέες ποιότητες στο στυλ του. Και έτσι, παρτίδα την παρτίδα και ματς το ματς θα ξεπεράσει κάθε αντίπαλο (και συνήθως κάθε Σοβιετικό) για να φτάσει στη νίκη των Διεκδικητών που θα του δώσει το εισιτήριο για το εξωτικό Μπαγκούιο των Φιλιππίνων και ένα καινούριο ματς με τον (Πρωταθλητή πλέον) Κάρποβ.
Πριν όμως προσγειωθούμε στο γραφικό θέρετρο όπου θα λάβει χώρα η μάχη, ας ρίξουμε μια επιπλέον μάτια στην αυτομόληση του Κορτσνόι για να γίνει σαφές το κίνητρό της. Μετά την νίκη του επί του Πετροσιάν στον τελικό του ματς Διεκδικητών ο Κορτσνόι αισθάνεται ότι η στιγμή είναι μοναδική. Στα 47 του και σε πλήρη ανάπτυξη των διανοητικών ικανοτήτων του, με σφρίγος νέου άντρα, έχει μια μοναδική ευκαιρία να γίνει ο μόλις 13ος Παγκόσμιος Πρωταθλητής της σκακιστικής ιστορίας. Θεωρεί έτσι ιδανική τη στιγμή για να γράψει την πρώτη αυτοβιογραφία του. Ο πρώτος κύκλος της ζωής του τελειώνει και πρέπει να αποτυπωθεί με σαφήνεια, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το ποιοτικό άλμα της μετατροπής του σε Πρωταθλητή. Η αυτοβιογραφία ξεκινά από το προπολεμικό Λένινγκραντ και μέσα στις μόλις 150 σελίδες της κατορθώνει και αναπαράγει όλο το εύρος των περίφημων σοβιετικών ανεκδότων που διακωμωδούν το σοσιαλιστικό θαύμα. «Τα πενταετή προγράμματα του Στάλιν είχαν σκοπό να αντιμετωπίσουν την ανισότητα του πλούτου. Και πράγματι, μας έκανε όλους φτωχούς». Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αναδεικνύεται σαφώς ότι ο αντικομμουνισμός του Κορτσνόι, τα δηλητηριώδη του βέλη σε ένα καθεστώς που θεωρούσε προνόμιο ένα διαμέρισμα 20 τετραγωνικών με δικό του μπάνιο, δεν είναι ιδεολογικός, αλλά σκακιστικός. Για αυτό και μόλις αισθανθεί ότι αυτό θα λύσει τα χέρια του, γίνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέλος του κόμματος. Για να παίζει απρόσκοπτα σκάκι! Και όταν αυτό πια δεν είναι εφικτό, ο Βίκτορ θα την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Η πολιτική σημασία της αυτομόλησης θα κατασκευαστεί μάλλον εκ των υστέρων, όταν και πάλι η αναγκαιότητα είναι η κατασκευή ενός ευνοϊκού κλίματος, ώστε ο Κορτσνόι να μπορεί να αποδίδει καλύτερα στο σκάκι.
Κι εδώ είναι που μπαίνει στη σκηνή η Πέτρα Λόουβερικ, την οποία ο Κορτσνόι γνωρίζει στην Ελβετία και γίνεται το δεξί του χέρι. Η Πέτρα σπούδαζε στη Λειψία, όταν, μετά τον Πόλεμο, θα εισέλθει στη σοβιετική ζώνη και θα συλληφθεί ως κατάσκοπος. Οκτώ χρόνια στη Σιβηρία θα γεμίσουν την καρδιά της με το αναγκαίο εκείνο μίσος που χρειάζεται κάποιος για να ηγηθεί μιας σκακιστικής αποστολής με σκοπό την εκμηδένιση του αντιπάλου.
Ο αντικομμουνισμός της Λόουβερικ θα δώσει την γραμμή στις αντιπαραθέσεις με το στρατόπεδο του Κάρποβ, πολιτικοποιώντας ακόμα και τη μικρότερη σκακιστική διαφωνία. Η σχέση της με τον Κορτσνόι δεν υπήρξε απλώς επαγγελματική: λίγα χρόνια αργότερα, όταν πια ο Κορτσνόι θα έχει καταφέρει να φέρει στη Δύση την σύζυγο και το παιδί τους, θα χωρίσει και θα παντρευτεί την Πέτρα. Θα ζήσουν μαζί ως τα βαθιά τους γεράματα: ο Βίκτορας πέθανε το 2016, σε ηλικία 85 ετών, ενώ η Πέτρα πέρυσι, στα 93 της.
Κι έτσι φτάνουμε στο Μπαγκούιο, το αποκαλούμενο και «θερινή πρωτεύουσα των Φιλιππίνων». Η επιλογή αυτού του εξεζητημένου θέρετρου, του έκθετου στις τροπικές καταιγίδες, στην υγρασία και την ομίχλη, δεν έμοιαζε και η πλέον ιδανική για μια σκακιστική αναμέτρηση. Η πολιτική έπαιξε και εδώ τον ρόλο της, μιας και ο οργανωτής του ματς, Φλορέντσιο Καμπομάνες, ήταν Φιλιππινέζος και φιλοσοβιετικός: ο ρόλος του ως προέδρου πλέον της ΦΙΝΤΕ στο πρώτο ματς Κάρποβ-Κασπάροβ υπήρξε μνημειώδης. Το απόκοσμο του θέρετρου, με τους αντιπάλους να διαμένουν σε ξεχωριστά ξενοδοχεία, στην κορυφή δύο αντικρινών λόφων, το καθιστούν σκηνικό εγκληματικής δραστηριότητας σε μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι. Ασχέτως σκοπιμοτήτων, αυτό το ματς, το πλέον οξύ σε εχθρότητα από όλα, θα έχανε κάτι από την ιστορική του αίγλη αν είχε διεξαχθεί σε πιο ήπιο περιβάλλον. Εδώ, με το ρεύμα να κόβεται συχνά από τους τροπικούς ανέμους, με σεισμούς να σχολιάζουν τις κινήσεις επί της σκακιέρας και με περιφερόμενους γιόγκι και παραψυχολόγους, η ανοικειότητα πολλαπλασιάζεται και το εφέ της έκπληξης καθηλώνει τον παρατηρητή. Ας μην βιαζόμαστε όμως.
Στη σκηνή της σκακιστικής αναμέτρησης το σκηνικό είναι λιτό μεν, αλλά ουσιώδες. Ένα τραπέζι, καταρχάς. Πάνω του μία σκακιέρα. Δίπλα της ένα σκακιστικό χρονόμετρο, δύο παρτιδόφυλλα, όπου οι αντίπαλοι καταγράφουν τις κινήσεις, ένα τασάκι. Συνήθως δύο σημαίες, φυσικά δύο καρέκλες. Στο βάθος μια μεγάλη σκακιέρα ανάλυσης για το κοινό. Όσο στοιχειώδη και αν μοιάζουν αυτά, δεν είναι καθόλου αυτονόητος ο τρόπος που θα βρεθούν σε πραγματικό χρόνο όλα μαζί επί σκηνής. Ο Φίσερ π.χ. είχε ενδοιασμούς για το σετ πιονιών που επέλεγαν οι διοργανωτές. Εδώ τέτοια έγνοια δεν υπήρχε αλλά…
Καταρχάς οι σημαίες. Ο Κορτσνόι ζούσε στην Ελβετία, είχε άδεια να χρησιμοποιήσει την ελβετική σημαία αλλά δεν είχε πάρει ακόμα την υπηκοότητα. Οι Σοβιετικοί επέμεναν να παίξει με λευκή σημαία, ως άπατρις. Εντέλει, καμία σημαία δεν εμφανίστηκε επί σκηνής, ενώ για όλες τις άλλες ανάγκες ο Κορτσνόι θα χρησιμοποιούσε την σημαία της ΦΙΝΤΕ. Με τη σημαία συνδέεται και ο ύμνος. Στην τελετή έναρξης ο Κορτσνόι με την Πέτρα επέλεξαν να ακουστεί η Ωδή στη Χαρά από την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, μια υπόμνηση ελευθερίας.
Πάμε τώρα στις καρέκλες. Ο Κορτσνόι ήθελε τη δική του. Οι Σοβιετικοί δέχθηκαν, αλλά με τον όρο να εξεταστεί από ακτίνες Χ. Σε όλη τη διάρκεια του ματς ο Κάρποβ παραπονιόταν για το ύψος της δικής του καρέκλας, την ώρα που ο Κορτσνόι επέμενε ότι ο αντίπαλος του την κουνάει επίτηδες για να τον αποσπά. Καταλαβαίνει κανείς τη σημασία αυτών των εξεζητημένων καβγάδων όταν συνειδητοποιήσει ότι η σκακιστική αναμέτρηση συνίσταται σε μια εγγύς και σιωπηλή εχθρότητα. Η ένταση που συσσωρεύει η ακρόαση της αναπνοής του μισητού αντιπάλου εκτονώνεται από τη βαλβίδα ασφαλείας που αποτελούν αυτές οι διαδικαστικές γκρίνιες.
Είμαστε έτοιμοι για το ματς πλέον. Ένα ματς που θα διεξαχθεί για πρώτη φορά μετά από χρόνια με το σύστημα που είχε προτείνει ο Φίσερ: όχι ένα κλειστό ματς συγκεκριμένου αριθμού παρτίδων, αλλά ένα στις έξι νίκες, με τις ισοπαλίες φυσικά να μην υπολογίζονται. Αυτό σημαίνει ότι το χρονικό διάστημα της αναμέτρησης είναι άδηλο. Οι αντίπαλοι ετοιμάζονται ψυχολογικά για μια μακρά διαδρομή, εξετάζουν τις αντοχές τους, κατευθύνουν την στρατηγική πίεσης και ισοπαλιών, προετοιμάζουν τις ψυχολογικές παγίδες.
Η πρώτη επιθετική κίνηση του Κορτσνόι ήταν τα περιβόητα πια γυαλιά-καθρέπτες. Ο Κάρποβ ήταν γνωστός για το καθηλωτικό του βλέμμα και ο Βίκτορας ήθελε να του το επιστρέψει. Κάθε φορά που ο Ανατόλι θα κοίταζε τον αντίπαλο θα έβλεπε τον ίδιο του τον εαυτό, σε έναν αναδιπλασιασμό που θα μπορούσε να αποτέλεσει υλικό για μυθιστόρημα του Ναμπόκοβ ή έστω για έναν καλό εφιάλτη. Τα γυαλια του Κορτσνόι, ευρέως διαδεδομένα στην φωτογραφία από το επόμενο ματς τους, στο Μεράνο το 1981, αποτελούν κατά τη γνώμη μου το Νο1 σκακιστικό φετίχ όλων των εποχών. Τα σκέφτομαι συχνά σε συνδυασμό με τον Μπόρχες. Τα γυαλιά ως σημείο τυφλότητας και η σκακιέρα ως το ισοδύναμο μιας βιβλιοθήκης (όχι τυχαία όταν ακολουθούμε τη θεωρία στο άνοιγμα λέμε ότι «είμαστε στο βιβλίο»), δηλαδή ως λαβύρινθος.
Στη δεύτερη παρτίδα είναι η σειρά του Κάρποβ να απαντήσει. Σε κάποιο σημείο της αναμέτρησης ένας σερβιτόρος φέρνει στον Πρωταθλητή ένα γιαουρτάκι. Ο Κορτσνόι αποσυντονίζεται και κάνει μια γρήγορη ισοπαλία. Η αντίδραση είναι οξεία. Η Λόουβερικ στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στους οργανωτές, καθώς θεωρεί ότι το γιαουρτάκι μπορεί να συνδέεται με κάποιο κωδικοποιημένο μήνυμα προς τον Κάρποβ. Η ενδιάμεση λύση που θα βρεθεί είναι ο Πρωταθλητής να παραλαμβάνει το γιαουρτάκι του την ίδια πάντα ώρα και με το ίδιο περιεχόμενο, καθώς μια επιπρόσθετη γεύση θα μπορούσε και πάλι να συνιστά μήνυμα.
Μέχρι την ογδόη παρτίδα τα πράγματα κύλησαν σχετικά ήσυχα. Ξεχωρίζει η σαδιστική ισοπαλία στην πέμπτη παρτίδα, όπου ο Κορτσνόι βασάνισε τον αντίπαλό του για 124 κινήσεις σε μια θέση θεωρητικής ισοπαλίας. Στο τέλος, ο Κορτσνόι ανάγκασε τον Κάρποβ σε πατ, μια θέση ισοπαλίας όπου δεν έχεις καμία νόμιμη κίνηση στη διάθεσή σου. «Να γλιτώνεις με πατ είναι ΟΚ», δήλωσε μετά ο Κορτσνόι, «αλλά να σε κάνει πατ ο αντίπαλος είναι μάλλον ταπεινωτικό». Μέχρι το φετινό ματς του Κάρλσεν με τον Νιπόμνιατσι αυτή ήταν η πιο μεγάλη σε αριθμό κινήσεων παρτίδα παγκόσμιου πρωταθλήματος.
Στην όγδοη παρτίδα ο Κάρποβ ανταπέδωσε το βασανιστήριο: άφησε το τεντωμένο χέρι του Κορτσνόι να προσμένει εις μάτην την παραδοσιακή χειραψία πριν την έναρξη της παρτίδας, που αποτελεί και τη μοναδική σωματική επαφή των δύο αντιπάλων πριν την αντίστοιχη χειραψία του τέλους. Το σοκ για τον Κορτσνόι ήταν τεράστιο. Μετά τη φυγή του από την ΕΣΣΔ κανείς Σοβιετικός δεν του έκανε χειραψία, ωστόσο στο Μπαγκούιο είχε συμφωνηθεί οι αντίπαλοι να δείχνουν την καθιερωμένη τυπική ευγένεια. Έτσι αυτό το ηθικό unfair του Κάρποβ έπεσε σαν βόμβα, τεντώνοντας τα νεύρα του αντιπάλου, καθιστώντας τον τελικά επιρρεπή στο λάθος. Και έτσι, ένα τετραγωνίδιο έξω από τη σκακιέρα έκρινε την πρώτη αποφασιστική παρτίδα του ματς. Περιττό να πούμε ότι δεν ακολούθησε καμία άλλη χειραψία, όπως και καμία άλλη επικοινωνία των δύο αντιπάλων πάνω στην σκακιέρα.
Ακόμα και οι ισοπαλίες πλέον προτείνονταν μέσα από τη μεσολάβηση του διαιτητή. O επίσημος «δεύτερος» του Κορτσνόι, ο γκραν μετρ Ρέυμοντ Κην, συγγραφέας και ενός απολαυστικού βιβλίου για το ματς, διηγείται ότι έντονη ήταν και η δική του αντίδραση: «Είναι θετικό που ο Κάρποβ δεν δίνει πλέον το χέρι του», σχολίασε στον Τύπο, «έτσι δεν θα χρειάζεται και ο Κορτσνόι να πλένει τα δικά του μετά από τις χειραψίες». Η αντίδραση των Σοβιετικών ήταν αντάξια του αγγλικού χιούμορ: ένα σαπούνι με τα αρχικά του Πρωταθλητή στάλθηκε ως δώρο στον Βρετανό σκακιστή.
Στην ένατη παρτίδα κάνει την εμφάνισή του στην πρώτη σειρά των θεατών ο διαβόητος Δρ. Ζούκοβ, κάτι ανάμεσα σε ψυχολόγο και υπνωτιστή, μέλος της ομάδας του Κάρποβ, που τον βοηθούσε με τα προβλήματα στον ύπνο του. Ο Κορτσνόι ισχυρίστηκε ότι ο Ζούκοβ καθόταν ακίνητος καθ’ όλη τη διάρκεια της παρτίδας (που συχνά έφτανε ή και ξερνούσε τις πέντε ώρες) χωρίς καν να πάει τουαλέτα, έχοντας το βλέμμα εστιασμένο πάνω του. Υποστήριζε έτσι ότι ο Ζούκοβ χρησιμοποιούσε κάποια μυστική τεχνική για τον υπνωτίσει. Τέτοια σενάρια υπνωτισμού είναι ευρέα στην σκακιστική παραφιλολογία και ουκ ολίγοι γκραν μετρ ζητούν κατά καιρούς την τοποθέτηση ειδικών τζαμαριών ή κουρτινών ανάμεσα σε αυτούς και το κοινό, για να αποφύγουν παρόμοιες απόπειρες.
Μοιάζει εξωφρενικά περίεργο ειδικευμένοι παίκτες σε ένα παιχνίδι απόλυτης τεχνικής ορθολογικότητας να υιοθετούν κάτι που μοιάζει, για να χρησιμοποιήσω την τρέχουσα ορολογία, εξαιρετικά ψεκασμένο. Δεν είναι παράλογο όμως. Όταν αφοσιώνεσαι σε ένα παιχνίδι όπου η τύχη δεν παίζει κανένα ρόλο και όπου κάθε απόφαση σε βαραίνει είναι ψυχολογικά αναγκαίο να μπορείς κατά διαστήματα να ελαττώνεις το βάρος από τους ώμους σου. «Η στιγμή της απόφασης είναι μια τρέλα», γράφει κάπου ο Βιττγκενστάιν, και αν κανείς αποφασίσει να αναλάβει εξολοκλήρου την τρέλα του θα καταρρεύσει από το βάρος του ορθολογισμού του. Σύμφωνα με τον Κασπάροβ, στον πέμπτο τόμο του μνημειώδους έργου του Οι μεγάλοι προκάτοχοί μου, η ομάδα του Κάρποβ ήξερε ότι ο Κορτσνόι ήταν πέρα από τρομερά προληπτικός και οπαδός παραψυχολογικών θεωριών, συμμετέχοντας συχνά σε σεάνς κλήσης πνευμάτων. Σε μια από αυτές μάλιστα ισχυριζόταν ότι είχε παίξει μια παρτίδα εναντίον του παλαιού μετρ Μαρότσι. Έτσι έπεσε η ιδέα να χρησιμοποιηθεί ο Ζούκοβ για να τρομάξει ο Κορτσνόι. Χωρίς να τρώει ούτε να πίνει κάτι πριν τις παρτίδες, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι η ακινησία του είναι προϊόν πνευματικής συγκέντρωσης, ο Ζούκοβ εκτελούσε πιστά τον ρόλο του. Και πράγματι, μέχρι τα παράπονα να πιάσουν τόπο και να συμφωνηθεί η απομάκρυνση του Ζούκοβ με αντάλλαγμα την απομάκρυνση των περίφημων γυαλιών του Κορτσνόι, ο Πρωταθλητής σημείωσε αξιόλογη πρόοδο στην εξέλιξη του ματς.
Έμοιαζε όλα να έχουν δρομολογηθεί. Οι εκπλήξεις ωστόσο δεν θα σταματούσαν εδώ. Ο σεισμός 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, μετά την 15η παρτίδα δεν θορύβησε όσο θα έπρεπε τον Κάρποβ, που μετά την 17η παρτίδα, και ενώ βρέθηκε να προηγείται με 4-1, το γιόρτασε με μια μεγάλη τούρτα-σκακιέρα, καταβροχθίζοντας μάλιστα τον βασιλιά.
Φευ! Η απομάκρυνση του Ζούκοβ συνοδεύτηκε με την έλευση μιας ομάδας γιόγκι της σέχτας Ananda Marga, που οικειοθελώς τέθηκαν στην υπηρεσία του Διεκδικητή. Αμέσως μετά τις παρτίδες ο Κορτσνόι επέστρεφε στο ξενοδοχείο του και εκτελούσε χαλαρωτικές ασκήσεις γιόγκα, ηρεμώντας πνεύμα και σώμα. Οι δυνάμεις του 47χρονου Βίκτορα έμοιαζαν να είναι ισχυρότερες από αυτές του μόλις 27χρονου Ανατόλι και το ματς έδειχνε ακόμα αμφίρροπο. Παρά τις εκατέρωθεν χαμένες ευκαιρίες, το αποτέλεσμα έμοιαζε να κρέμεται εντέλει από μια κλωστή. Μετά την 31η πρώτη παρτίδα το σκορ ήταν απόλυτα ίσο: 5-5. Με παρόμοιο τρόπο είχε σχεδόν καταρρεύσει ο Κάρποβ και στον τελικό του Διεκδικητών του 1974, για να σωθεί από τον περιορισμένο αριθμό παρτίδων του ματς. Με τον ίδιο τρόπο θα κατέρρεε δέκα χρόνια αργότερα στο ματς με τον Κασπάροβ, για να σωθεί από την αμφιλεγόμενη διακοπή του για λόγους υγείας, διαταγμένη από τον γνωστό μας ήδη Καμπομάρες, Πρόεδρο πια της ΦΙΝΤΕ. Εδώ ωστόσο το δράμα δεν είχε κορυφωθεί ακόμα.
Οι Σοβιετικοί είχαν θορυβηθεί με την παρουσία των γιόγκι. Με τον ίδιο τρόπο που ο Ζούκοβ έκανε κακό στην συγκέντρωση του Κορτσνόι, αυτοί του έδιναν έναν τρόπο αποφόρτισης. Έπρεπε να φύγουν. Οι Σοβιετικοί εκμεταλλεύτηκαν την εμπλοκή μελών της σέχτας σε εκδηλώσεις πολιτικού εξτρεμισμού για να ζητήσουν την απομάκρυνσή τους από τον χώρο των αγώνων. Και πράγματι οι γιόγκι περιορίστηκαν στο ξενοδοχείο του Διεκδικητή. Και από εκεί ωστόσο η επίδρασή τους ήταν παραπάνω από αρκετή. Οι πιέσεις των Σοβιετικών άρχισαν τώρα να στρέφονται προς τους Φιλιππινέζους, ώστε οι γιόγκι να απελαθούν. Η εμπλοκή της οργάνωσης στην δολοφονία ενός Ινδού διπλωμάτη ήταν αρκετή για να πιάσει η πίεση τόπο. Όλα έγιναν πριν την τελική παρτίδα. O Κάρποβ έκανε χρήση του δικαιώματός του για αναβολή της παρτίδας ώστε να ξεκουραστεί και να αναδιπλωθεί – είχε μόλις χάσει τις τρεις από τις τέσσερις προηγούμενες. Ο Κορτσνόι σίγουρος για το παιχνίδι του, έχοντας μάλιστα ετοιμάσει και μια καινοτομία στην Άμυνα Πιρτς, είχε αφήσει το ορεινό Μπαγκούιο, για μια χαλαρωτική βόλτα στην παραλία. Γυρνώντας, όχι μόνο βρήκε τους γιόγκι να λείπουν αλλά και τον Ζούκοβ στην αίθουσα. Ο Κάρποβ ανταπεξήλθε στην καινοτομία, αντιτάσσοντας μια νέα, και σύντομα έριξε τον Διεκδικητή στο καναβάτσο. Το ματς είχε τελειώσει.
Ο Κορτσνόι, φυσικά αλαφιασμένος, δεν παραδέχθηκε την ήττα. Έφυγε χωρίς καν να υπογράψει. Ήξερε ότι έφτασε τόσο κοντά στην πηγή που θα ήταν αδιανόητο να ξαναγίνει. Και όμως, αντί η ήττα να τον συντρίψει του έδωσε νέα δημιουργική πνοή. Τα επόμενα χρόνια βελτίωσε και άλλο τις επιδόσεις του και ξαναβρέθηκε απέναντι στον Κάρποβ, αυτή τη φορά στο Μεράνο. Η ηλικία όμως μετρούσε πλέον. Στα 51 οι δυνάμεις έχουν υποχωρήσει αισθητά. Ο Κορτσνόι είναι ίσως ο πιο σισύφειος ήρωας στο σύγχρονο σκάκι. Κουβαλάει την πέτρα του σταθερά όλη τη δεκαετία του ’70 κι έως τα μέσα αυτής του ’80 την φτάνει ως την κορυφή – απλώς για να την δει να πέφτει. Δεν σταματά ωστόσο να παράγει ιδέες και καινοτομίες. Διόλου τυχαία υπήρξε ο γηραιότερος σκακιστής στο τοπ 100.
Για τον Κάρποβ το ματς ήταν η ύψιστη απόδειξη ότι ο Πρωταθλητής δεν είναι χάρτινος. Η υπέρβαση του Φίσερ στα χαρτιά είχε αφήσει μια κηλίδα ανυποληψίας που πλέον καθαρίστηκε. Για τα επόμενα χρόνια ο σοβιετικός μηχανισμός θα κοιμόταν ήσυχος. Ο Πρωταθλητής όχι μόνο ήταν Σοβιετικός αλλά πληρούσε και όλες τις προδιαγραφές: καθαρόαιμος Ρώσος, χωρίς εβραϊκά στοιχεία όπως ο Μποτβίνικ, πιστό μέλος του Κόμματος και με την σπάνια ικανότητα να κάνει τις σωστές δηλώσεις, αισθανόμενος το ακροατήριο και την πολιτική ανάγκη. Όπως θυμάται ο γκραν μετρ Γκούλκο, σε μια συνέντευξή του ο Κάρποβ απάντησε στο κλισέ ερώτημα «Ποια είναι η πιο αγαπημένη στιγμή στη ζωή σου» με το κομματικά ορθά «Η μέρα που γνώρισα τον Μπρέζνιεφ».
To ίδιο το ματς παραμένει ένα ιστορικό ορόσημο της διαπλοκής του ιστορικοπολιτικού άξονα με αυτόν της ατομικής ιδιορρυθμίας πάνω στο καταλληλότερο έδαφος για την άνθιση μυθολογίας: το βασιλικό παιχνίδι. Οι πρωταγωνιστές ουδέποτε εκπίπτουν σε καρικατούρες, γιατί ουδέποτε εκπροσωπούν ένα και μόνο πράγμα. Το παιδί του κομματικού σωλήνα, Κάρποβ, είναι ταυτόχρονα και ο αγαπημένος των θεών στο ζήτημα του σκακιστικού ταλέντου, «ένας αδερφός της Κάισσας», όπως θα τιτλοφορήσει ένα από τα βιβλία του. Και ο αιρετικός, αντιφρονών Κορτσνόι γίνεται πολιτικός μόνο μέσα από τον καταλύτη της ματαιωμένης νεαρής φοιτήτριας που θα σπαταλήσει τα νιάτα της στη Σιβηρία – τον υπόλοιπο καιρό απλώς κάνει κυριολεκτικά κωλοτούμπες. Είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης να αναζητεί την μεγαλοφυία στην εκζήτηση. Στο Μπαγκούιο είχαμε την τύχη να δούμε αυτήν την εκζήτηση και ως τραγωδία και ως κωμωδία.