Για τον υπόλοιπο πλανήτη, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε το 1945, αλλά, για έναν πεζικάριο στον Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Στρατό, συνεχίστηκε για άλλα 28 χρόνια.
Ήταν νωρίς το απόγευμα της 24ης Ιανουαρίου του 1972, όταν δύο κυνηγοί Τσαμόρου που έλεγχαν τις παγίδες τους στον ποταμό Talo’fo’fo που διασχίζει τη ζούγκλα στο νησί Γκουάμ του Ειρηνικού τρόμαξαν αντικρίζοντας έναν ξυπόλυτο άνδρα με άγρια όψη που έσκασε από τα χαμόκλαδα μπροστά τους. Σαφώς το ίδιο έκπληκτος όσο κι αυτοί, ο άγνωστος πέταξε στην άκρη τη χειροποίητη παγίδα ψαριών που κουβαλούσε και προσπάθησε να αρπάξει ένα από τα τουφέκια των κυνηγών. Αλλά κατατροπώθηκε εύκολα, υποτάχθηκε και αναγκάστηκε να συνοδεύσει το ζευγάρι των κυνηγών πίσω στο χωριό τους, όπου άρχισε σιγά σιγά να ξετυλίγεται μια από τις πιο ασυνήθιστες ιστορίες του 20ού αιώνα.
Ο άνθρωπος που εμφανίστηκε από το πουθενά στην απογευματινή καταχνιά πριν από 50 χρόνια ήταν ο λοχίας Shoichi Yokoi της 38ης Μεραρχίας του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Στρατού. Η τελευταία του επαφή με τον έξω κόσμο ήταν πριν από 28 χρόνια, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν ανακτήσει τον έλεγχο του νησιού από την Ιαπωνία. Στα οκτώ χρόνια πριν από τη συνάντησή του με τους άνδρες Τσαμόρου, δεν είχε ανταλλάξει ούτε μια λέξη με άλλο ανθρώπινο ον. Ήταν ένας από τους τρεις Ιάπωνες «αντιστασιακούς» που είχαν αποφύγει τη σύλληψη και ο τελευταίος που επέζησε, βρίσκοντας καταφύγιο σε μια σπηλιά και κυνηγώντας τη νύχτα.
Αυτή την εβδομάδα, παραμονή της 50ής επετείου της επιστροφής του λοχία Yokoi από τους νεκρούς, ο ανιψιός του, Omi Hatashin, στον οποίο ο ηλικιωμένος άνδρας είχε φερθεί σα να ήταν ο γιος που δεν είχε αποκτήσει ποτέ, μίλησε αποκλειστικά στο RT.com. Μιλώντας από την Οσάκα, όπου είναι πανεπιστημιακός λέκτορας Σύγχρονης Ιστορίας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο καθηγητής Hatashin κατέρριψε τη μυθολογία του στρατιώτη που δεν θα παραδινόταν ποτέ, που δημιουργήθηκε από τότε γύρω από τον θείο του και αντ’ αυτού, ζωγράφισε μια οδυνηρή εικόνα ενός ανθρώπου που ήθελε απελπισμένα να ανήκει σε μια οικογένεια και ενσταλαγμένου με μια βαθιά αίσθηση ανθρωπιάς προς τους συντρόφους του.
Η αξιοσημείωτη ιστορία του λοχία ξεκίνησε στις 31 Μαρτίου του 1915, όταν γεννήθηκε στην πόλη Ναγκόγια, όπου μεγάλωσε δίπλα στη μητέρα και τον πατριό του. Το 1941, σε ηλικία 26 ετών, ενώ εργαζόταν ως μαθητευόμενος ράφτης, στρατολογήθηκε στον Αυτοκρατορικό Στρατό και στάλθηκε να υπηρετήσει στην 29η Μεραρχία στη Μαντζουρία, στη βορειοανατολική Κίνα. Πέρασε τρία χρόνια δουλεύοντας στην επιμελητεία, όπου τον μισούσαν οι συνάδελφοί του πεζικάριοι, οι οποίοι θεωρούσαν το προσωπικό της επιμελητείας «μαλθακό» και βάρος για τους «πραγματικούς» στρατιώτες.
Ο καθηγητής Hatashin θυμάται: «Ο Αυτοκρατορικός Ιαπωνικός Στρατός αντιμετώπιζε πραγματικά πολύ άσχημα την επιμελητεία. Υπήρχε ένα ρητό ότι οι άνδρες της επιμελητείας ήταν κατώτεροι από τα άλογα και τους ταύρους σε σωματική δύναμη, και έτσι το κύρος τους ήταν κατώτερο των ζώων». Τον Φεβρουάριο του 1944, καθώς η Ιαπωνία προσπαθούσε να στηρίξει την άμυνά της στο Γκουάμ, το πρώην έδαφος των ΗΠΑ που είχε καταλάβει για τρία χρόνια, ο λοχίας Yokoi έλαβε εντολή να είναι έτοιμος για αποστολή. Του είπαν ότι επρόκειτο να αναπτυχθεί σε έναν μυστικό προορισμό και τον έβαλαν βιαστικά σε ένα στρατιωτικό όχημα χωρίς να έχει ιδέα τι θα ακολουθούσε.
Παρά τον σχετικά μικρό πληθυσμό των 20.000 κατοίκων, το νησί Γκουάμ είχε τεράστια στρατηγική σημασία. Η Ιαπωνία το κατέλαβε τον Δεκέμβριο του 1941, εξαπολύοντας μια αεροπορική επίθεση στην πρωτεύουσα, Hagåtña, μόλις λίγες ώρες μετά την επίθεσή της στον αμερικανικό στόλο στο Περλ Χάρμπορ στη Χαβάη, περίπου 3.800 μίλια μακριά. Σε μόλις τρεις ημέρες, ο Αυτοκρατορικός Στρατός κατέλαβε την κατοχή της Γκουάμ από τις ΗΠΑ, διπαράττοντας μια σφαγή με 600 νεκρούς, η οποία εξασφάλισε ότι οι ντόπιοι θα μισούσαν τους Ιάπωνες για το υπόλοιπο της κατοχής τους. Αυτό ήταν το περιβάλλον στο οποίο ο λοχίας Yokoi αποβιβάστηκε στο Γκουάμ τον Φεβρουάριο του 1944. Διορίστηκε αμέσως στο σώμα ανεφοδιασμού της ιαπωνικής ναυτικής φρουράς. Οι Αμερικανοί, εξοργισμένοι από τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ και σοκαρισμένοι από την καταδίωξή τους στα ανοιχτά του Γκουάμ, ανασυντάχθηκαν. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, σε μια προσπάθεια να ανακαταλάβουν το Γκουάμ, εξαπέλυσαν έναν από τους πιο καταστροφικούς ναυτικούς βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μπροστά σε 55.000 Αμερικανούς στρατιώτες, οι Ιάπωνες ηττήθηκαν γρήγορα.
Καθώς οι μάχες μαίνονταν γύρω του, ο λοχίας Yokoi, χωρίστηκε από τη διμοιρία του – υπέφερε τρομερά από διάρροια και βρισκόταν στο αποχωρητήριο – και όταν πήγε να ξανασυναντήσει τους άντρες του, ήταν άφαντοι. Αλλά δεν ήταν μόνος. Οι ιαπωνικές τάξεις ήταν σε αταξία, κι έτσι ο Yokoi συνδέθηκε με μια ετερόκλητη ομάδα εννέα στρατιωτών υπό τη διοίκηση ενός αξιωματικού που κάποτε ήταν βουδιστής μοναχός. «Ο αξιωματικός δεν ενδιαφερόταν πραγματικά να πολεμήσει», είπε ο καθηγητής Hatashin, «Έτσι, αναζήτησαν έναν τρόπο να φτιάξουν μια σχεδία και να δραπετεύσουν από το Γκουάμ, όπου ήλπιζαν να σωθούν από το Ιαπωνικό Ναυτικό ή ακόμα και από τους Αμερικανούς».
Αν και η μικρή μοίρα συνέχισε να επιτίθεται σε αμερικανικές θέσεις υπό την κάλυψη του σκότους, η έλλειψη φαγητού και οι διαφωνίες σχετικά με τις τακτικές οδήγησαν σε ρήξη και η ομάδα διαλύθηκε, αφήνοντας τον Yokoi και δύο συντρόφους του, τον Shichi Mikio και τον Nakahata Satoshi, να συνεχίσουν ως τριάδα. Ο καθηγητής Hatashin είπε στο δίκτυο RT ότι, κάποια στιγμή, οι τρεις άνδρες είχαν προσπαθήσει να παραδοθούν, αλλά αντιμετώπισαν τέτοια εχθρότητα από τον λαό του Γκουάμ, ο οποίος θυμόταν την αγριότητα των εισβολέων, ω΄στε τράπηκαν σε φυγή, δίνοντας όρκο να μην πλησιάσουν ποτέ ξανά τους ντόπιους όσο ζουν. Τόσο μεγάλος ήταν ο φόβος τους για αντίποινα ώστε έμειναν πιστοί σε αυτή την απόφαση ακόμη και το 1952, όταν βρήκαν κάτι φυλλάδια που έγραφαν πως ο πόλεμος είχε τελειώσει.
Καθώς περνούσε ο καιρός, η απόφασή τους να μείνουν μαζί βρέθηκε υπό πίεση και ο Yokoi αποφάσισε να ζήσει χωριστά στο δικό του υπόγειο καταφύγιο, αλλά αρκετά κοντά στους δύο συντρόφους του ώστε να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους αν είχαν τη διάθεση.
Το νέο του σπίτι αποτελούταν από μια τρύπα σε σχήμα L επτά πόδια κάτω από το έδαφος, περίπου τρία πόδια ύψος και εννέα πόδια μήκος, στηριζόμενη σε καλάμια από μπαμπού και πρόσβαση μέσω ενός στενού, κρυφού ανοίγματος μέσω μιας σκάλας. Τα πατώματα και οι τοίχοι ήταν καλυμμένα με μπαμπού, ενώ είχε φτιάξει ακόμη και μια εσωτερική τουαλέτα. Ζούσε με γαρίδες, ψάρια, χέλια, φρύνους, αρουραίους και άγρια γουρούνια, αναζητώντας καρύδες και παπάγια από τη γύρω ζούγκλα και μετακινούμενος από το καταφύγιό του μόνο τη νύχτα για να μην τον εντοπίσουν.
Αν και ζούσε χωριστά από τον Mikio και τον Satoshi, δεν ήταν αποξενωμένος, και όταν, κάπου το 1964, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε δει τους γείτονές του για αρκετό καιρό, πήγε να τους βρει. Ο καθηγητής Hitashin είπε ότι ο θείος του του είχε πει ότι, όταν μπήκε στη σπηλιά τους, δυσκολεύτηκε να βρει τον δρόμο του μέσα στο σκοτάδι, και κάποια στιγμή το πόδι του χτύπησε πάνω σ’ ένα αντικείμενο που στη συνέχεια κύλησε στο έδαφος. Όταν κατάφερε να ανάψει μια φλόγα για να το ερευνήσει, διαπίστωσε ότι ήταν ένα ανθρώπινο κρανίο. Οι σύντροφοί του ήταν νεκροί. Αυτή η συνταρακτική συνειδητοποίηση ήταν άλλο ένα πικρό πλήγμα για τον Yokoi. Το γεγονός ότι τα λείψανά τους είχαν βρεθεί στη σπηλιά οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η συσσώρευση μονοξειδίου του άνθρακα στο στενό υπόγειο σπίτι τους θα μπορούσε να ήταν ο ένοχος.
Για τον Yokoi, η απώλεια των συντρόφων του ήταν επίπονη. Ο καθηγητής Hatahsin ανέφερε, «σε όλη του τη ζωή ήταν τρομερά μοναχικός, αλλά έγινε σαφές ότι αυτοί οι δύο τύποι που ζούσαν σε μια τρύπα στο έδαφος στο Γκουάμ είχαν γίνει η οικογένειά του. Ήταν συναισθηματικά συντετριμμένος, αλλά με κάποιο τρόπο έπεισε τον εαυτό του ότι είχε καθήκον να αναφέρει τον θάνατο αυτών των δύο ανδρών πίσω στην Ιαπωνία. Σκέφτηκε ότι κάποιος πρέπει να πει στην κυβέρνηση για αυτήν την τραγωδία. Με αυτόν τον τρόπο, έπεισε τον εαυτό του να επιβιώσει».
Η αποστολή του Yokoi ήταν η σωτηρία του. Τον οδήγησε στα τελευταία οκτώ χρόνια της απομόνωσής του. Αργότερα παραδέχτηκε στον ανιψιό του ότι ο μοναδικός του σκοπός να μείνει στη ζωή ήταν να αναφέρει την απώλεια των δύο συντρόφων του στους στρατιωτικούς ανωτέρους του, προκειμένου να το μάθουν οι οικογένειές τους και να τους θρηνήσουν. Εκπλήρωσε αυτή την υπόσχεση στον εαυτό του κατά την επιστροφή του στην Ιαπωνία, πηγαίνοντας στα σπίτια και των δύο στρατιωτών για να επιβεβαιώσει στους οικείους του ότι οι συγγενείς τους είχαν πεθάνει στο Γκουάμ.
Αν και η αίσθηση του καθήκοντος του Yokoi, τόσο ως στρατιώτης όσο κι ως άνθρωπος, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, το έθνος που υπηρέτησε δεν κατάφερε να τον ανταμείψει για τη θυσία του. Ο καθηγητής Hitashin λέει ότι ο θείος του είχε επισήμως κηρυχτεί νεκρός το 1947 και, ως αποτέλεσμα, ο μισθός και η σύνταξή του κόπηκαν τότε.
Εν αγνοία του, στη ζούγκλα του Γκουάμ, ο λοχίας Yokoi πολεμούσε τους εχθρούς της Ιαπωνίας για λογαριασμό της πατρίδας του εντελώς μόνος του. Πολλά έχουν ειπωθεί για τον στρατιωτικό κώδικα συμπεριφοράς του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Στρατού και το αίσθημα τιμής του που απαιτούσε θάνατο πριν από την παράδοση. Πολλοί λανθασμένα υποστηρίζουν ότι αυτός ο κώδικας συμπεριφοράς ήταν ο λόγος για την αποφασιστικότητα του λοχία Yokoi να μείνει ζωντανός και πιστός στο καθήκον του. Ο καθηγητής Hatashin υποστηρίζει ότι το δήθεν αίσθημα τιμής των Ιαπώνων στρατιωτών δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα του πολέμου. Είπε ότι οι Ιάπωνες αξιωματικοί στο Γκουάμ που αιχμαλωτίστηκαν από τους Αμερικανούς παραδόθηκαν πρόθυμα για να σώσουν το τομάρι τους – κάτι που είχε εκνευρίσει τον θείο του όταν τελικά επέστρεψε στο σπίτι και έμαθε ότι ορισμένοι από τους ανώτερους αξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει μαζί στο Γκουάμ είχαν παραδοθεί στον εχθρό.
«Ο ίδιος ο Yokoi είπε ότι οι συνταγματάρχες που παραδόθηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι πίσω στην Ιαπωνία δεν ήθελαν ποτέ να τον δουν να επιστρέφει ζωντανός». Το θάρρος του μπροστά στις αντιξοότητες ήταν σε πλήρη αντίθεση με τη δική τους συμπεριφορά και αυτό που πολλοί πίστευαν ότι περίμενε από αυτούς η αδιάλλακτη στρατιωτική ηγεσία.
Εξάλλου, υπό τη σιδερένια κυριαρχία του αυτοκράτορα Χιροχίτο, η παράδοση δεν ήταν επιλογή. Ο καθηγητής Hatashin εξήγησε ότι η επίσημη γραμμή ήταν ότι εάν η Ιαπωνία ήταν να ηττηθεί στο Γκουάμ, θα πρέπει να ήταν επειδή κάθε Ιάπωνας στρατιώτης που πολεμούσε εκεί θα είχε σκοτωθεί στη μάχη. Ένας στρατιώτης του Αυτοκρατορικού Στρατού δεν θα παραδιδόταν ποτέ στον εχθρό του. Αλλά δεν είναι αυτό που συνέβη. «Στην πραγματικότητα, ορισμένοι άνθρωποι παραδόθηκαν και επέστρεψαν στην Ιαπωνία κανονικά». Για να ταιριάζει με την επίσημη αφήγηση και για να αποφευχθούν τυχόν άβολες ερωτήσεις σχετικά με το αν άφησαν πίσω τους άνδρες, όποιος στρατιώτης αγνοούνταν μετά την καταστροφική μάχη στο νησί απλώς κηρύχθηκε νεκρός, οπότε είπαν στη μητέρα του Yokoi ότι ο γιος της είχε χαθεί. «Αποφασίστηκε ότι κάθε στρατιώτης είχε πεθάνει στη μάχη, ακόμα κι αν δεν είχαν αποδείξεις για αυτό», είπε ο καθηγητής.
Ενώ η απροσδόκητη επανεμφάνιση του λοχία Yokoi το 1972, μετά από 10.000 ημέρες στο Γκουάμ, θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία τη στρατιωτική ιεραρχία, κατά την επιστροφή του στο Τόκιο έγινε δεκτός ως ήρωας από ένα λατρευτό κοινό που θαύμαζε την ταπεινότητα των πρώτων δημόσιων λόγων του: «Είναι με πολλή ντροπή που επιστρέφω», είχε δηλώσει ο λοχίας Yokoi. Ήταν αυτή η παραδοχή, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του αυστηρού στρατιωτικού κώδικα συμπεριφοράς της Ιαπωνίας, που κάποιοι πίστευαν ότι αποκάλυπτε ότι ο λοχίας Yokoi κατά κάποιον τρόπο ένιωσε ότι είχε απογοητεύσει το έθνος του με το να αιχμαλωτιστεί τελικά. Όμως η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Τον κατέτρωγε η ενοχή του επιζώντος. Τον στοίχειωναν εφιάλτες. Είπε στον ανιψιό του ότι στον ύπνο του έβλεπε τους νεκρούς που είχε αφήσει πίσω του, οι οποίοι τον κυνηγούσαν στη ζούγκλα του νησιού, παρακαλώντας τον να τους φέρει πίσω μαζί του.
Με τον καιρό προέκυψαν ζήλιες. Οι απώλειες των Ιαπώνων στο Γκουάμ ανήλθαν σε περίπου 18.000 και οι συγγενείς ορισμένων εκ των θυμάτων αντιμετώπισαν εχθρικά τον λοχία Yokoi. Δεχόταν ανώνυμες κλήσεις από συγγενείς, οι οποίοι απαιτούσαν να μάθουν πώς αυτός είχε επιβιώσει τόσο καιρό όταν τα αγαπημένα τους πρόσωπα είχαν χαθεί. Κάποια στιγμή μάλιστα, έλαβε ένα ξυράφι με το ταχυδρομείο, με την υπονοούμενη πρόταση να κάνει με αυτό ό,τι δεν κατάφεραν να πετύχουν οι Αμερικανοί και τα χρόνια απομόνωσής του στη ζούγκλα του Γκουάμ.
Ενώ έζησε τα χρόνια του ειρηνικά στην Ιαπωνία δίνοντας διαλέξεις και συνεντεύξεις για την αξιοσημείωτη ζωή του, ο πρώην στρατιώτης επισκέφτηκε αργότερα το Γκουάμ με τη νέα του σύζυγο, μετά από δική της επιμονή της. Ήταν περίεργη να δει τις συνθήκες στις οποίες είχε επιβιώσει ο σύζυγός της για 28 χρόνια. Η Mihoko Yokoi είναι σήμερα, 94 ετών, και ζει στο Κιότο.
Πριν πεθάνει από καρδιακή προσβολή το 1997, σε ηλικία 82 ετών, τα τελευταία λόγια του λοχία Yokoi προς τον ανιψιό του ήταν η επιτομή ενός άνδρα για τον οποίο η οικογένεια και η πίστη ήταν ζωτικής σημασίας. Μιλώντας για τους δύο συντρόφους του θείου του, είπε: «Θα ήθελα να είχαμε επιστρέψει και οι τρεις μαζί».