ΑΘΗΝΑ
23:57
|
18.04.2024
Κατόρθωσε το ακατόρθωτο για να εφαρμόσει τον κατά Βρυξέλλες προϋπολογισμό του.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο Αντόνιου Κόστα τελικά κατόρθωσε το ακατόρθωτο και διέψευσε τους πάντες στις χθεσινές βουλευτικές εκλογές στην Πορτογαλία. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) του οποίου ηγείται ανέτρεψε όλες τις δημοσκοπήσεις που προέβλεπαν μια «τεχνική ισοπαλία» με το  δεξιό κόμμα (PSD) του Ρούι Ρίου κι έγινε ο δεύτερος ηγέτης των Σοσιαλιστών στην ιστορία του κόμματος που κέρδισε με απόλυτη πλειοψηφία τις εκλογές. Η πρώτη φορά που το PS συγκέντρωσε πάνω από 115 βουλευτές ήταν με τον Ζουζέ Σόκρατες το 2005.

Ο Αντόνιου Κόστα με τους τουλάχιστον 117 βουλευτές και πιθανώς 119, εάν υπολογίσουμε τους επιπλέον δύο που παραδοσιακά εκλέγουν οι Σοσιαλιστές από την ψήφο των μεταναστών, αναδεικνύεται ο μεγάλος νικητής αυτής της αναμέτρησης που κανείς δεν ήθελε, αλλά η απόρριψη του προϋπολογισμού και η «εκλογομανία» του προέδρου Μαρσέλου Ρεμπέλου ντε Σόουζα, επέβαλαν. Και πλέον δεν έχει ανάγκη από κανενός είδους κοινοβουλευτική στήριξη, είτε εκ δεξιών, είτε εξ ευωνύμων, όπως συνέβη στις προηγούμενες δύο θητείες του από το 2019, με τον «απίθανο» συνασπισμό της geringonça.

Το συντριπτικό αποτέλεσμα υπέρ του PS ήταν ένας συνδυασμός παραγόντων. Πρώτον, ο Κόστα κατόρθωσε να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του, παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα η επέλαση της μετάλλαξης «Ο» κρατά αποκλεισμένο έναν στους 10 Πορτογάλους, δημιουργώντας προεκλογικά φόβους για υψηλή αποχή (που τελικά ήταν μόλις 42%). Επιπλέον, όχι μόνον το κόμμα του Κόστα κατόρθωσε να συγκρατήσει την προβλεπόμενη «αιμορραγία» ψηφοφόρων (οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως από το 38% πριν την προκήρυξη εκλογών είχε πέσει στο 33-31%), αλλά ταυτόχρονα η διαφαινόμενη «τεχνητή ισοπαλία» προκάλεσε τη συντριβή της Αριστεράς (Κομμουνιστές και Αριστερό Μπλοκ) και των φιλελεύθερων του CDU.

Η «χρήσιμη ψήφος» προς τα αριστερά λειτούργησε μόνον υπέρ του Κόστα. Ο ίδιος ο Κόστα, θέλοντας να καθησυχάσει τους πρώην συμμάχους του και να επιτύχει όσο μεγαλύτερη συναίνεση μπορούσε για την έγκριση του προϋπολογισμού, τόνισε πως η απόλυτη πλειοψηφία δεν συνεπάγεται και απόλυτη εξουσία και αναφέρθηκε στην «πρόκληση» ότι οι Πορτογάλοι «θα πρέπει να συμφιλιωθούν με την ιδέα της απόλυτης πλειοψηφίας». Όπως τόνισε ο Κόστα θα συναντηθεί μετά την ανάληψη της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης με όλες τις πολιτικές δυνάμεις (πλην του ακροδεξιού Chega «γιατί δεν έχει νόημα») για να αποκτήσει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση στη Βουλή, αλλά και με τους κοινωνικούς εταίρους.
 
Ενώ ο Αντόνιου Κόστα πανηγύριζε υπό τους ήχους του εμβληματικού τραγουδιού Grandola -Vila Morena της επανάστασης των Γαρυφάλλων στο ξενοδοχείο Άλτις της Λισαβόνας, όπου το PS διοργανώνει τα επινίκια του, στα άλλα κόμματα της Αριστεράς η κατάσταση ήταν βλοσυρή. Οι εκλογές αποδείχθηκαν καταστροφικές τόσο για το Μπλοκ, όσο και για τους Κομμουνιστές. Οι ηγέτες τους, Καταρίνα Μάρτινς και Ζερόνιμου ντε Σόουζα, καυτηρίασαν την «τεχνητή» και «ψεύτικη» πόλωση που δημιουργήθηκε στην προεκλογική περίοδο, με αποτέλεσμα να συμπιεσθούν οι ψηφοφόροι (κυρίως οι πιο κεντρώοι) μεταξύ του διλήμματος «αυτοδυναμία του PS ή επάνοδος της δεξιάς». Το PCP κι η συμμαχία του CDU εκλέγει μόλις έξι βουλευτές (από 12 το 2019) και το Μπλοκ πέντε (19 το 2019). Οι Πορτογάλοι μετά τον «εξαναγκασμό» τους να προσέλθουν στις κάλπες, στο τέλος επέλεξαν να ψηφίσουν «εκείνον που ήξεραν (εμπειρικά) καλύτερα».

Η γκρίνια γιγαντώνεται μέσα στο CDU, ιδίως για τους δύο βουλευτές της PEV που έχασαν τις έδρες τους: το ιστορικό στέλεχος Αντόνιου Φελίπε (απέτυχε να εκλεγεί στο προπύργιο της Σανταρέμ), αλλά κυρίως ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Ζοάου Ολιβέιρα, ο οποίος προαλειφόταν για αντικαταστάτης του Ντε Σόουζα. Το μόνο ρεκόρ που πέτυχε στις εκλογές το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ότι ο ηγέτης του, αφού «κάηκε» το χαρτί του Ολιβέιρα, θα παραμείνει στην ηγεσία τους. Το ίδιο συνέβη και με το κεντροαριστερό ΡΑΝ, που στήριζε έως τώρα τον Κόστα, που εκλέγει μόλις έναν βουλευτή, ενώ μόνο το «Ελεύθερος» (Livre) μπορεί να χαίρεται με την έδρα που εξασφάλισε στη Βουλή.

Την ίδια στιγμή που στο αριστερό στρατόπεδο οι ψήφοι έγειραν μόνον προς την πλευρά των Σοσιαλιστών, στη δεξιά παράταξη καταγράφονται μαγματικές ανακατατάξεις και άλλου είδους «διπολισμοί» από τα προκύψαντα αποτελέσματα, μετά τη στασιμότητα του PSD, την εξαφάνιση των υπεραισιόδοξων προεκλογικά φιλελεύθερων (cds) και την εκτόξευση του ακροδεξιού Chega (Αρκετά!) Από την πλευρά του, το PSD εξασφάλισε ένα ποσοστό σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το 2019. Ο Ρούι Ρίο παραδέχθηκε την ήττα του και ότι το κόμμα του «δεν πέτυχε το αποτέλεσμα που ήθελε, ούτε στο ελάχιστο» και ανακοινώνοντας πως το PS έχει την απόλυτη πλειοψηφία, δήλωσε πως «δεν βλέπει πώς θα μπορούσε να συνεχίσει να είναι χρήσιμος στο PSD», ανοίγοντας τις διαδικασίες για τη διαδοχή του.

Βέβαια, ο έτερος μεγάλος νικητής είναι ο ακροδεξιός Αντρέ Βεντούρα του Chega (Αρκετά!), που με 12 βουλευτές δηλώνει πως «θα κυνηγήσει τον Κόστα». Ο Βεντούρα, που είχε εκφράσει ανησυχίες για το γεγονός ότι οι συνθήκες της πανδημίας δεν θα ευνοούσαν την προσέλευση των ψηφοφόρων, τελικά κατόρθωσε να δώσει κίνητρα στους οπαδούς του να προσέλθουν στις κάλπες. Το μεγάλο θύμα της εκλογικής ανόδου των Φιλελευθέρων του IL  (από 1 σε 8 βουλευτές ανακάμπτοντας ως τέταρτη δύναμη στο Κοινοβούλιο ) και του Chega,  ήταν αδιαμφισβήτητα το έτερο δεξιό κόμμα CDS-PP. Το κόμμα που προεκλογικά ήλπιζε ότι μαζί με το PDS και την προβλεπόμενη από τις δημοσκοπήσεις πτώση των Σοσιαλιστών, θα βρισκόταν στην κυβέρνηση, για πρώτη φορά από την ίδρυση της δημοκρατίας, στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση το 1975, δεν θα εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο. Ο αρχηγός του κόμματος Φρανσίσκου Ροντρίγκες ντος Σάντους ανέλαβε τις συνέπειες ανακοινώνοντας την παραίτησή του.

Τώρα το μόνο που απομένει για τον Κόστα είναι να επιταχυνθούν οι χρόνοι για την ανάληψη της κυβέρνησης, προκειμένου να ξεκινήσει πάλι η διαδικασία για την έγκριση του προϋπολογισμού: ο σχηματισμός κι η έγκριση του νέου σχήματος μπορεί να διεκπεραιωθεί κι εντός 25 ημερών, αν και υπάρχει και το προηγούμενο του 2015 που πήρε 60 ημέρες.

Οι βουλευτές στη νέα Βουλή πλέον θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα δύσκολο έργο. Πέρα από την έγκριση του προϋπολογισμού, η σύσταση του οποίου προκάλεσε την αντίδραση της αντιπολίτευσης (δεξιάς κι αριστεράς) με αποτέλεσμα να προκληθούν οι εκλογές, η Πορτογαλία, βοηθούντος και του κύματος της Covid-19, αντιμετωπίζει προβλήματα στην οικονομία της.

Βέβαια το αγκάθι του προϋπολογισμού μοιάζει να αποφεύγεται μετά το αποτέλεσμα της Κυριακής. Πλέον η νέα κυβέρνηση θα είναι υπεύθυνη για το πού θα διατεθούν οι επενδύσεις των 45 δισεκατομμυρίων ευρώ, που της προορίζει το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την Ανάκαμψη κι Ανθεκτικότητα για να βοηθήσει στην τόνωση της οικονομίας μετά την πανδημία της νόσου Covid-19. Τα δύο τρίτα αυτού του ποσού προβλέπεται να διατεθούν σε δημόσιες αναθέσεις έργων, κυρίως υποδομής, που υποτίθεται θα φέρουν χρήμα στα κρατικά ταμεία, ενώ το άλλο ένα τρίτο θα παραχωρηθεί σε ιδιωτικές εταιρείες.

Βέβαια, μέσα στις επενδύσεις δεν περιλαμβάνονται τομείς, όπως η υγεία, όπου τα προβλήματα είναι πιεστικά κι είχαν προκαλέσει στο παρελθόν πολλές αντιδράσεις και δυσφορία, ακόμη και μεταξύ των Σοσιαλιστών βουλευτών. Η πανδημία κατέδειξε τις δομικές αδυναμίες του τομέα της δημόσιας υγείας στη χώρα, με έλλειψη προσωπικού και πενιχρούς μισθούς, που οδηγούν σε έξοδο γιατρούς κι άλλο προσωπικό. Η αδιαφορία της κυβέρνησης για τη δημόσια υγεία ήταν άλλωστε και η άλλη πηγή διαφωνίας με τους αριστερούς εταίρους, οι οποίοι δεν ψήφιζαν τον προϋπολογισμό με τους ανεπαρκείς πόρους για τα δημόσια νοσοκομεία.

Ένα άλλο σημείο τριβής παραμένει η εργασιακή μεταρρύθμιση, που περιλαμβάνεται ως όρος για την εξασφάλιση των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης κι απαιτεί από την πορτογαλική κυβέρνηση να άρει τους περιορισμούς στις απολύσεις, να μειώσει τις υπερωρίες και να καταργήσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, δίνοντας υπερεξουσίες και νομιμοποιώντας την αυθαιρεσία του εργοδότη. Η μείωση στο 5,9% για τον Δεκέμβριο της ανεργίας (αλλά με αυξημένο παράλληλα τον αριθμό του μη ενεργού πληθυσμού) δεν μπορεί να διασκεδάσει την πενιχρή πρόβλεψη για αύξηση  του κατώτατου μισθού για το 2022 στα 705 ευρώ. Ενώ και η επιπλέον δημοσιονομική συγκράτηση ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για δημοσιονομικό έλλειμμα 3,2%, (το χαμηλότερο στην ΕΕ, μόνο πίσω από την Αυστρία), δείχνουν μία εντελώς τυπική βελτίωση των οικονομικών δεικτών κι όχι μία ουσιώδη άνοδο του πραγματικού βιοτικού επιπέδου.

Παρά τις θριαμβολογίες του Κόστα για την επιτυχία των εμβολιασμών και τα οικονομικά επιτεύγματά του («έξοδος από το πρόγραμμα της Τρόικα»), οι αριθμοί δείχνουν μία διαφορετική πραγματικότητα: τα κρούσματα της «Ο» έχουν εκτοξευθεί, ενώ η οικονομία της υστερεί εμφανώς σε σχέση με τις υπόλοιπες 27 χώρες της ΕΕ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας το 2000 ήταν 16.230 ευρώ , με μέσο όρο στην ΕΕ 22.460 €, ενώ το 2020 μόλις που έφθανε τα 17.070 ευρώ (26.380 ευρώ μ.ο. στην ΕΕ). Με βάση αυτή την πενιχρή αύξηση η Πορτογαλία συνεχίζει να συγκαταλέγεται στα φτωχότερα κράτη στη  Δυτική Ευρώπη.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Το WFP έστειλε στη Γάζα κονσέρβες με…σκουλήκια

Βρέθηκε η 16χρονη Χριστίνα που είχε χαθεί στη Θεσσαλονίκη

Νεκρός σε δυστύχημα ο επιτελάρχης του στρατού της Κένυας

Σύλληψη Πολωνού για σχέδιο δολοφονίας του Ζελένσκι

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα