H μεγάλη εξέγερση των λαών της Κολομβίας, που ξεκίνησε τον περασμένο Απρίλιο και κράτησε μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, είχε τις βαθύτερες αιτίες της στην ιδιαίτερη ιστορική πορεία της χώρας, και κυρίως στη μακρόχρονη συντήρηση δομών εξουσίας και «ανάπτυξης» που λίγο διαφέρουν, ακόμα και σήμερα, με αυτές της αποικιοκρατικής περιόδου.
Ωστόσο και εδώ, όπως και σε άλλες περιπτώσεις του νέου γύρου κοινωνικών εξεγέρσεων της σοβούσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, μπορεί να ανιχνευθεί μια ορισμένη «κινηματική τυπολογία». Όπως έγινε στη Γαλλία των gilets jaunes (κίτρινων γιλέκων), όπως έγινε στη Χιλή, όπως έγινε πρόσφατα στο Καζακστάν, τα νέα κινήματα ξεκινούν με μια συνηθισμένη οικονομικού τύπου αφορμή: την αύξηση της τιμής των καυσίμων ή την αύξηση του εισιτηρίου στο μετρό, ή, όπως στην Κολομβία, μια φορολογική μεταρρύθμιση που προσθέτει βάρη στους φτωχούς. Στη συνέχεια, η κυρίαρχη τάξη –ευρισκόμενη σε χρόνια οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση νομιμοποίησης, και, ως εκ τούτου, υπό καθεστώς φόβου- αντιδρά απερίσκεπτα, με υπερβολική καταστολή. Η καταστολή φέρνει τη γιγάντωση του κινήματος, την περαιτέρω ανάπτυξη των αιτημάτων και την εσωτερική οργάνωσή του σε ανώτερες μορφές. Στη συνέχεια η καταστολή εντείνεται ακόμη περισσότερο εωσότου οι απώλειες να γίνουν μη-διαχειρίσιμες από το λαό, κι αν –όπως συνήθως- δεν υπάρχει οργανωμένος πολιτικός φορέας το κίνημα υποχωρεί.
Ο κολομβιανός ξεσηκωμός της «Αντίστασης», όπως ονομάστηκε από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του, δεν ξεκινάει τον Απρίλιο του 2021, αλλά ενάμιση χρόνο πριν. Πρωτεργάτης του είναι η νεολαία. Τον Νοέμβριο του 2019, χιλιάδες φοιτητές, νέοι εργαζόμενοι και άνεργοι θα βρεθούν στους δρόμους διεκδικώντας δωρεάν δημόσια υγεία και εκπαίδευση. Μετά από δεκαετίες ανασφάλειας και μηδενικών προοπτικών κοινωνικής ανέλιξης, η μάζα της νεολαίας θα βρεθεί στην «πρώτη γραμμή» για ένα διαφορετικό μέλλον. Σε αυτήν την πρώιμη αναταραχή θα εμφανιστεί και το πολιτικό υποκείμενο που θα αναλάβει ρόλο οργανωτή στην εξέγερση του 2021. Η «Εθνική Απεργιακή Επιτροπή» (CNP) σχηματίζεται τότε μέσα από το συντονισμό πάνω από 20 φοιτητικών οργανώσεων, σωματείων και εργατικών ενώσεων από όλη τη χώρα, συντονίζοντας ένα ευρύ δίκτυο αγωνιστικών δομών, συνελεύσεων, ανοιχτών για όλους δημοτικών συμβουλίων και επιτροπών γειτονιάς σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Η ανάπτυξη του κινήματος θα σταματήσει απότομα όταν τον Μάρτιο του 2020 η πανδημία θα κάνει την εμφάνισή της στην Κολομβία και η ακροδεξιά κυβέρνηση του Ιβάν Ντούκε θα επιβάλλει αυστηρότατα περιοριστικά μέτρα. Στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, και εν μέσω σκληρού λοκντάουν, η κολομβιανή αστυνομία θα χτυπήσει μέχρι θανάτου των 44χρονο πατέρα δύο παιδιών Χαβιέ Ορντόνες, μετά από αντεγκλήσεις σε έναν δρόμο της Μπογκοτά. Ο Ορντόνες, που έκανε το λάθος να βρίσκεται έξω και να τα πίνει με τους φίλους του, ήταν μισθωτός οδηγός σε εταιρεία ταξί έχοντας σπουδάσει δικηγόρος, αντιπροσωπεύοντας έτσι ο ίδιος με τη ζωή –και τον τραγικό θάνατό- του το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της χώρας.
Τον Απρίλιο του 2021, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο περιορισμών λόγω Covid, η ανεργία στις αγροτικές περιοχές είχε φτάσει στο 17%, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας έβαινε μειούμενη και το πέσο κατέρρεε, ενώ η διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση είχε ως αποτελέσματα οι ημερήσιοι αριθμοί των νεκρών να φτάνουν τους 700 ανθρώπους.
Σε αυτήν τη συγκυρία, και με τις αγωνιστικές εκρήξεις του προηγούμενου έτους ακόμη νωπές, η απόφαση του Ντούκε να επιβάλλει μια επιπλέον φοροεπιδρομή για να χρηματοδοτήσει το έκτακτο «Εισόδημα Αλληλεγγύης», μαζί με τη νομοθετική προσπάθεια περαιτέρω υποβάθμισης του συστήματος υγείας ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Στις 28 Απριλίου αποφασίστηκε η πρώτη μεγάλη διαδήλωση ενάντια στους φόρους, τη διαφθορά και την υγειονομική πολιτική της κυβέρνησης, ενώ η τελευταία αποφάσισε να απαγορεύσει οποιαδήποτε συγκέντρωση για «λόγους δημόσιας υγείας». Το αποτέλεσμα ήταν δύο νεκροί πολίτες και ολονύχτιες οδομαχίες. Μέχρι την επόμενη εβδομάδα η απάντηση της κυβέρνησης στα αιτήματα των πολιτών είναι εγκληματική: 1248 τραυματίες, 45 δολοφονημένοι, 1649 αυθαίρετες συλλήψεις, 745 διαλύσεις συγκεντρώσεων, 187 πυροβολισμοί στο ψαχνό, 25 περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης από την αστυνομία.
Ήταν αυτή ακριβώς η πολεμικού τύπου διαχείριση από πλευράς της κυβέρνησης Ντούκε που μετέτρεψε μια εθνική απεργία σε μια πανεθνική/παλλαϊκή εξέγερση, της οποίας οι δράσεις ξέφυγαν από οποιονδήποτε έλεγχο μπορούσε πλέον να ασκήσει η CNP. Η εικόνα των μεγάλων πόλεων στα μέσα του Μαΐου ήταν αυτή μιας αρχόμενης «δυαδικής εξουσίας» με τα δεκάδες μπλόκα σε διαφορετικές γειτονιές να ελέγχουν την είσοδο και την έξοδο και να αναλαμβάνουν καθήκοντα ασφαλείας και επισιτισμού. Σε κάθε ένα από αυτά τα οδοφράγματα, μέλη των ομάδων «πρώτης γραμμής» (primera linea), στην πλειοψηφία τους νεολαίοι, με πολεμικό εξοπλισμό, αναλάμβαναν να κρατήσουν μακριά τις δυνάμεις καταστολής, ενώ οι «κοινοτικοί αντιπρόσωποι» (voceros) οργάνωναν τις βάρδιες για τις κουζίνες, διαχειρίζονταν το κοινοτικό ταμείο και αναλάμβαναν την πολιτική εκπροσώπηση προς τα εξωτερικά ΜΜΕ.
Επρόκειτο ουσιαστικά για μια ιστορική τομή στην κολομβιανή κοινωνία. Για πρώτη φορά μετά από πέντε δεκαετίες ένοπλου εμφυλίου ανάμεσα στους αντάρτες του FARC και τις κυβερνήσεις της Δεξιάς, η πολιτική αντιπαράθεση εκφραζόταν με τους όρους της σύγχρονης μαζικής δημοκρατίας. Κατά τη διάρκεια του μακρού εμφυλίου, το σύνολο σχεδόν των «άοπλων» πολιτικών δυνάμεων είχαν βάλει στην άκρη τα προβλήματα της οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς κυριαρχούσε το ζήτημα της ασφάλειας. Όμως, από το 2016 και εξής, όταν επιτεύχθηκε η συμφωνία ειρήνης ανάμεσα στο FARC και την κυβέρνηση, οι δυνάμεις της κοινωνικής αριστεράς απαλλάχθηκαν από το «στίγμα» της συνεργασίας με τους αντάρτες, καταφέρνοντας έτσι να αναπτύξουν πολιτική δράση και ισχυρούς δεσμούς με τα καταπιεζόμενα κομμάτια του πληθυσμού. Η είσοδος της εργατικής και φοιτητικής νεολαίας στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της χώρας για πρώτη φορά μαρτυρά για αυτήν τη σημαντική εξέλιξη. Είναι η πρώτη γενιά νέων κολομβιανών που έχει ενηλικιωθεί «εκτός εμφυλίου» και αναζητά πολιτικές λύσεις για το μέλλον της.
Παρόλο που, από τα μέσα του καλοκαιριού και έπειτα, τα χτυπήματα από την αστυνομία πολλαπλασιάζονται και οι κακουργηματικές διώξεις απέναντι στους νέους αγωνιστές της «primera linea» είναι χιλιάδες, δεν είναι λίγα τα μπλόκα στις μεγάλες πόλεις που, έχοντας οσμωθεί γόνιμα με τον αστικό πληθυσμό, διατηρούνται και συνεχίζουν τον πολιτικό αγώνα. Η ανάπτυξη της στρατιωτικής αστυνομίας ως κατοχικής δύναμης στις πέντε μεγαλύτερες πόλεις της χώρας τον Σεπτέμβριο, με το πρόσχημα του λοκντάουν, ενώ οι νεκροί από τη νόσο Covid-19 συνεχίζουν να αυξάνονται, δεν αποτελεί ένδειξη δύναμης για τον πρόεδρο Ντούκε. Η πολιτική του καριέρα μοιάζει όλο και περισσότερο να φτάνει στο τέλος της στις εκλογές του επόμενου Μαρτίου, όπου είναι πιθανό να εκφραστεί και πολιτικά το μεγάλο συμβάν της περυσινής χρονιάς.
Το σίγουρο είναι ότι η χώρα της Λατινικής Αμερικής που υπήρξε τα προηγούμενα χρόνια η πρωταθλήτρια της ηπείρου στην κοινωνική ανισότητα έχει εισέλθει σε έναν δρόμο μετάβασης που, παρά τις ενδεχόμενες δυσκολίες και απώλειες από την πλευρά των καταπιεσμένων, μοιάζει να είναι χωρίς επιστροφή.