Η ψηφοφορία για την ανάδειξη των οργάνων του νέου κοινοβουλίου της Ονδούρας ήταν η πρώτη ευκαιρία που άδραξε η δεξιά αντιπολίτευση για να προκαλέσει κρίση στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Η συμμαχία του αριστερού Libre με το κεντροδεξιό PSH προέβλεπε την τοποθέτηση του ηγέτη του τελευταίου, Σαλβαδόρ Νασράλα, στη θέση του προέδρου του κοινοβουλίου. Όμως είκοσι βουλευτές του Libre ψήφισαν ως πρόεδρο, σε συνεργασία με το πρώην κυβερνών Εθνικό Κόμμα, τον Χόρχε Κάλιξ, βουλευτή που εξελέγη με το Libre, παραβιάζοντας έτσι την αρχική συμφωνία του κυβερνητικού στρατοπέδου. Η «προδοσία των 20», όπως γρήγορα έσπευσε να την ονομάσει η Κάστρο, προκάλεσε την έκρηξη των υπόλοιπων τριάντα βουλευτών του Libre που επιτέθηκαν φραστικά και σωματικά στους συναδέλφους τους οδηγώντας την συνεδρίαση σε διακοπή.
Παρά την ένταση εντός κοινοβουλίου, το θεσμικό πραξικόπημα ενάντια στην Σιομάρα Κάστρο φαινόταν μη αναστρέψιμο. Οι αποστάτες βουλευτές του Libre συμπλήρωναν την απαιτούμενη πλειοψηφία για την τοποθέτηση ενός αντικυβερνητικού προεδρείου επικεφαλής του κοινοβουλίου. Για την επερχόμενη θητεία της νέας προέδρου, ένας τέτοιος συσχετισμός θα ήταν καταστροφικός, καθώς το κοινοβούλιο πρέπει να εγκρίνει και να υπερψηφίσει σχεδόν κάθε νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης.
Η έκρηξη της οργής
Στη νέα πολιτική φάση που εισήλθε η Ονδούρα οι εξελίξεις δεν κρίνονται μόνο στις αίθουσες του κοινοβουλίου και του Προεδρικού Μεγάρου, πόσο μάλλον στις βίλες της πολιτικής και οικονομικής ελίτ που κυβερνούσε επί δεκαετίες την χώρα, με μόνο διάλειμμα την περίοδο του Μανουέλ Σελάγια το 2006-2009. Τα νέα της προδοσίας γρήγορα κυκλοφόρησαν στις γειτονιές και τα περίχωρα της πρωτεύουσας Τεγουσιγάλπα, ωθώντας χιλιάδες υποστηρικτές της κυβέρνησης να συγκεντρωθούν έξω από το κοινοβούλιο και να περικυκλώσουν τα σπίτια των βουλευτών που έσπασαν την κυβερνητική γραμμή. Τα κοινωνικά κινήματα που έδωσαν για 12 χρόνια μία σκληρή μάχη με την δικτατορία του Εθνικού Κόμματος δεν είχαν καμία διάθεση να κοιτούν αμέτοχα την ακύρωση του εκλογικού θριάμβου της αριστεράς, ιδιαίτερα όταν αυτή προέρχεται από βουλευτές που εκλέχθηκαν να υπηρετήσουν την γραμμή της σύγκρουσης με το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Λίγο μετά την εκλογική νίκη της Κάστρο, τα πιο αριστερά στελέχη του κόμματος της δήλωναν σε κάθε ευκαιρία ότι η διαρκής επαγρύπνηση και κινητοποίηση του οργανωμένου λαού είναι η σπουδαιότερη εγγύηση για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος. Οι αποστάτες βουλευτές είναι σίγουρα οι πρώτοι που θα καταλάβουν την ουσία των λεγόμενων τους, καθώς πολλοί εξ αυτών αποκλείστηκαν στα σπίτια τους με δεκάδες θορυβώδεις διαδηλωτές απ’ έξω να βάζουν φωτιές σε λάστιχα και να γράφουν συνθήματα στους τοίχους των ιδιοκτησιών τους. Άλλωστε, η συνειδητοποίηση της δύναμης και της επιρροής αυτών ακριβώς των κινημάτων ήταν πιθανότατα η κινητήριος δύναμη πίσω από την μεταστροφή τους.
Το μοντέλο της προηγούμενης διακυβέρνησης, με το βαθιά νεοφιλελεύθερο και αυταρχικό χαρακτήρα του, είχε χάσει και τα τελευταία του στηρίγματα στην λαϊκή πλειοψηφία. Όμως η επόμενη μέρα της χώρας είναι ακόμα αχαρτογράφητη, το μοντέλο διακυβέρνησης που θα ακολουθήσει η Κάστρο είναι θολό ως προς το βάθος και τον χαρακτήρα των κοινωνικών αλλαγών που θέλει να επιφέρει. Σε αυτήν την διαδικασία διαμόρφωσης της επόμενης μέρας εντάσσεται και η κίνηση των αποστατών βουλευτών. Η διαρκώς αυξανόμενη επιρροή των κοινωνικών κινημάτων στο Libre τρόμαξε μερίδα των πιο συντηρητικών και κεντρώων βουλευτών του κόμματος, οι οποίοι και επιχείρησαν την ανακατάταξη του συσχετισμού δύναμης εντός του κοινοβουλίου για να μπλοκάρουν τις πιο ριζοσπαστικές πλευρές του προγράμματος της νέας κυβέρνησης. Σε αυτό συνηγορεί και το απολογητικό ύφος των δημόσιων τοποθετήσεων τους, όπου ισχυρίζονται ότι παραμένουν υποστηρικτές της Προέδρου και θα εφαρμόσουν την πολιτική την οποία εκλέχτηκαν για να υπηρετήσουν.
Διαρχία στο κοινοβούλιο
Η ηγεσία του Libre, αφού συνήλθε από το αρχικό σοκ ανέπτυξε εργώδη προσπάθεια ανάσχεσης του κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος αντηχώντας σε αποφασιστικότητα τα ήδη κινητοποιημένα κοινωνικά κινήματα. Διέγραψε άμεσα τους βουλευτές που έσπασαν την κομματική γραμμή και οργάνωσε μία επικοινωνιακή εκστρατεία υπεράσπισης της λαϊκής βούλησης όπως αυτή εκφράστηκε στις εκλογές. Η πιο ουσιαστική κίνηση όμως ήρθε με την εκλογή νέου προέδρου του κοινοβουλίου που εύγλωττα χαρακτηρίσθηκε ως «αναγνωρισμένο από τον λαό της Ονδούρας».
Για να συμβεί αυτό, αξιοποιήθηκαν δεκάδες αναπληρωτές βουλευτές που ψήφισαν αντί των αποστατών αλλά και των μελών του Εθνικού Κόμματος που δεν προσήλθαν στην διαδικασία. Σε όλη την διάρκεια της ψηφοφορίας, ενεργητική συμμετοχή είχαν και εκατοντάδες εκπρόσωποι των κοινωνικών κινημάτων – αγρότες, ιθαγενείς, εργαζόμενοι, γυναίκες κ.α. Την ίδια ώρα που εξελισσόταν αυτή η πανηγυρική συνεδρίαση, σε ένα πολιτιστικό κέντρο στα περίχωρα της Τεγουσιγάλπα λάμβανε χώρα η συνεδρίαση με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης (τα μέλη του Libre συμμετείχαν μέσω Zoom, καθώς οι συγκεντρώσεις έξω από τα σπίτια τους δεν είχαν υποχωρήσει). Τα δύο κοινοβούλια εξέλεξαν διαφορετικά προεδρεία και την επόμενη μέρα αναμενόταν η έκδοση της εφημερίδας της κυβέρνησης που θα έθετε επισήμως σε ισχύ την νέα σύνθεση των εκτελεστικών σωμάτων του Κοινοβουλίου. Το σωματείο εργαζομένων στον Τύπο, θορυβημένο από τις φήμες ότι το όνομα που επρόκειτο να τυπωθεί ήταν του αποστάτη Χόρχε Κάλιξ, κατέλαβε το εθνικό τυπογραφείο και διασφάλισε ότι το όνομα θα είναι του Λουίς Ρεδόνδο, του βουλευτή δηλαδή που εξέλεξε ως πρόεδρο του το κοινοβούλιο του λαού. Η Ονδούρα είχε πλέον δύο κοινοβούλια, κανένα εκ των οποίων δεν φαινόταν να συγκεντρώνει όλα τα θεσμικά χαρακτηριστικά που να το καθιστούν συνταγματικά νόμιμο.
Η δημοκρατία επιστρέφει
Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το αδιέξοδο παραμένει με τις προσπάθειες της πρεσβείας των ΗΠΑ να μεσολαβήσουν να παραμένουν άκαρπες. Η Κάστρο πρότεινε στον Χόρχε Κάλιξ να αναλάβει θέση στο Υπουργικό Συμβούλιο, λίγες ώρες αφού αυτός είχε τείνει χείρα φιλίας στο κυβερνητικό στρατόπεδο δηλώνοντας την πρόθεση του να στηρίξει το κοινοβουλευτικό έργο της κυβέρνησης. Ο Κάλιξ δεσμέυτηκε να απαντήσει το συντομότερο, μέχρι τώρα όμως δεν έχει γίνει γνωστή η απόφαση του.
Η ορκωμοσία της Σιομάρα Κάστρο στις 27 Ιουνίου σηματοδότησε μία ολιγοήμερη ανακωχή. Μετά τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις του στρατού ότι στηρίζει την νόμιμη πρόεδρο, η ηγεσία του Libre έδωσε στην ορκωμοσία χαρακτήρα τελετής αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Χιλιάδες μέλη του κόμματος ξεκίνησαν από τα ξημερώματα να συγκεντρώνονται στο Εθνικό Στάδιο, περιφρουρώντας για παν ενδεχόμενο τη ομαλή διεξαγωγή της τελετής. Όλοι οι εξωτερικοί τοίχοι του σταδίου είχαν στολιστεί με γιγαντοαφίσες γυναικών που είχαν αφήσει το στίγμα τους στην κοινωνική ζωή της χώρας, κάποιες εκ των οποίων είχαν δολοφονηθεί, μεταξύ άλλων και για την φεμινιστική τους δράση. Στο εσωτερικό του σταδίου, κάθε κενός χώρος είχε καλυφθεί από εμβληματικές μορφές της ατινοαμερικάνικης αριστεράς, ενώ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι ανέμεναν τις πρώτες δηλώσεις της Κάστρο ως προέδρου. Ο τελευταίος δημοκρατικός πρόεδρος και σύζυγος της Σιομάρα, Μανουέλ Σελάγια, παρέδωσε το έμβλημα της Δημοκρατίας της Ονδούρας στην νέα πρόεδρο, σηματοδοτώντας έτσι και την επίσημη καταγραφή της περιόδου 2009-2021 ως αντιδημοκρατικής εκτροπής.
Στην ομιλία της η Κάστρο υποσχέθηκε να σπάσει τις αλυσίδες και τις παραδόσεις που κρατούν την Ονδούρα στην φτώχεια και την διαφθορά. Δεσμεύτηκε ότι θα αναμορφώσει το κράτος με τις αρχές του δημοκρατικού σοσιαλισμού και ανακοίνωσε σειρά μέτρων στήριξης σε υγεία, παιδεία, ασφάλεια και εργασία. Αξίζει να αναφερθεί ότι άμεσα, περίπου ένα εκατομμύριο φτωχών Ονδουριανών θα απολαμβάνουν εντελώς δωρεάν ηλεκτροδότησης – και αυτό, σε απάντηση στα υστερικά ερωτήματα των απανταχού νεοφιλελεύθερων για το δημοσιονομικό κόστος μίας τέτοιας πολιτικής, θα καλυφθεί από την αύξηση των τιμών χρέωσης στους πλουσιότερους κατοίκους της χώρας και των μεγάλων επιχειρήσεων.
Η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Ονδούρας άφησε για το τέλος την υπόσχεση που ίσως θεωρεί πιο ιερή από όλες: «Γυναίκες της Ονδούρας, θα δώσω όλες μου τις δυνάμεις ώστε κάθε νέα αυτής της χώρας να έχει την ελευθερία να αναπτύξει ολοκληρωμένα την προσωπικότητα της, χωρίς βία, χωρίς το χάσμα της ανισότητας των φύλων. Θα υπερασπιστώ όλα σας τα δικαιώματα [….] μέχρι την νίκη, για πάντα!».
Η νέα κυβέρνηση επέδειξε ακλόνητη αποφασιστικότητα στην πρώτη προσπάθεια αποσταθεροποίησης από μέρους της δεξιάς αντιπολίτευσης. Μπορεί η κοινοβουλευτική της ομάδα να μειώθηκε κατά 18 βουλευτές, καθώς 2 από τους αποστάτες επέστρεψαν στο κόμμα ζητώντας συγνώμη, όμως η δυνατότητα της να κινητοποιεί τμήματα της κοινωνίας φαντάζει προς το παρόν αρκετή για να διασφαλίσει την μακροημέρευση της. Αποδείχθηκε όμως άμεσα ότι κάθε βήμα της νέας κυβέρνησης θα συναντάει την λυσσώδη αντιπολίτευση όλου του πολιτικοοικονομικού συστήματος που τρέμει την εισβολή του οργανωμένου λαού στο προσκήνιο.