Κάθε θάνατος «λέει» τη δική του ιστορία, που συνήθως είναι πολύ πιο σύνθετη από ό, τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Το ίδιο φυσικά και κάθε έγκλημα.
Το έγκλημα εις βάρος του νεαρού φοιτητή και ταυτοχρόνως νεαρού οπαδού του Άρη, κατοίκου της Θεσσαλονίκης, παιδιού κάποιων γονιών, αδερφού μιας αδερφής (και πολλά άλλα φυσικά) δένει με τρόπο τραγικό πολλές ιστορίες. Ιστορίες, εκ των οποίων κάποιες είναι διόλου βολικές για τις στερεοτυπικές προσεγγίσεις που κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο. Να πούμε μόνο εισαγωγικώς δύο πράγματα: κανένας από όσους το λένε, δεν καταλαβαίνει όντως τον πόνο των δικών του. Η πόρτα έκλεισε και έμειναν μόνοι να αναμετρηθούν με το πένθος και με το παράλογο της ζωής που βιώνουν. Δεύτερον, πολύ μικρή εμπιστοσύνη έχουμε (για να μην πούμε καμία) στο ότι το ελληνικό κράτος θα προβεί σε οποιαδήποτε δομική αλλαγή. Όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί δεν θέλει.
Επιτρέψτε μας να εξηγήσουμε το γιατί, ξεκινώντας από το πρόσωπο του κατηγορουμένου – όσο δεν έχει ομολογήσει ακόμα καλύπτεται από το τεκμήριο της αθωότητας.
Έχουμε και λέμε λοιπόν: 23 ετών. Νεαρός, στα όρια της μετεφηβικής ηλικίας. Παραβατικός από τα 16 του (από όταν ήταν ανήλικος ή αλλιώς παιδί) και με μπλεξίματα από χρόνια με την δικαιοσύνη. Παρόλα αυτά, χωρίς να υφίσταται καμία κρατική παρέμβαση, ούτε κατασταλτική, ούτε προστατευτική-ενισχυτική. Καμία υπηρεσία δημόσιας πρόνοιας, κανένας περιορισμός. Εγκαταλειμένος στον χώρο στον οποίο προφανώς βρήκε το συνανήκειν, την «κοινότητα», την αποδοχή και την δυνατότητα να είναι κάποιος «σημαντικός».
Αλβανός, επομένως ξένος. Παρόλα αυτά, απ’ ό, τι γνωρίζουμε, μεγαλωμένος εδώ, άρα κατ’ ουσίαν Έλληνας – ή ελληνοποιημένος, αν προτιμάτε. Ως εκ τούτου, σε μόνιμη αντίφαση: Έλληνας ή ξένος; Πότε το ένα, πότε το άλλο. Μάλλον χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, ιδίως για τις σημερινές απαιτήσεις. Υποθέτουμε λαϊκής καταγωγής, αλλά χωρίς, όπως προκύπτει, μια λαϊκότητα να τον υποστηρίζει και να τον περιορίζει. Χωρίς κώδικα τιμής λαϊκό. Ξένος ο ίδιος εκ καταγωγής, αλλά ταυτοχρόνως ρατσιστής, ακροδεξιός, ναζιστής. Σε διαρκή αντίφαση με τον εαυτό του, σε ταυτοτικό χάος ή αν προτιμάτε σε χάος εξαιτίας του τόσο δημοφιλούς στις μέρες μας ταυτοτισμού: όταν έχεις αντιθετικές ταυτότητες, χωρίς κανένα πλαίσιο το οποίο αντικειμενικά να σε καθοδηγεί ή και να επιβάλλει την ιεράρχησή τους, ποια είναι σημαντικότερη;
Μετά το έγκλημα, για τους «σοβαρούς» ακροδεξιούς έγινε Αλβανός και για ένα μυωπικό τμήμα της αριστεράς, μόνο ακροδεξιός. Και αν από τους χυδαίους ακροδεξιούς δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα καλύτερο από την εργαλειοποίηση ακόμα και των δικών τους χρησίμων ηλιθίων, από τα τμήματα αυτά της αριστεράς περιμένουμε μια απάντηση: αλήθεια δεν είναι όλοι οι μετανάστες καλοδεχούμενοι, σε κάθε στιγμή και σε οποιαδήποτε φάση της ζωής τους;
Οπαδός του ΠΑΟΚ. αλλά περισσότερο και από οπαδός του ΠΑΟΚ ακροδεξιός και χούλιγκαν του ΠΑΟΚ ή στο όνομα του ΠΑΟΚ. Εξ ου και, όπως προκύπτει, είχε επιτεθεί όχι μόνο σε οπαδούς ή χούλιγκαν άλλων ομάδων. αλλά και σε οπαδούς της δικής του ομάδας. Οι ναζί άλλωστε έχουν μία πατρίδα: το Γ’ Ράιχ. Και μία γλώσσα: την υπεροχή δια της βίας.
Αν όλα αυτή την αντίφαση την μαζεύαμε σε μια λέξη, αυτή η λέξη θα ήταν λούμπεν. Αντικοινωνικός. Το λούμπεν στοιχείο δεν είναι το περιθωριακό στοιχείο απαραιτήτως. Ο περιθωριακός μπορεί να έχει περιθωριοποιηθεί, διατηρώντας μια ανώτερη συνείδηση, ακόμα και παραμένοντας δημιουργικός ενίοτε. Εξ ου και το περιθώριο έχει δώσει ακόμα και τέχνη.
Το λούμπεν επίσης δεν είναι λαϊκό. Η λαϊκότητα, με όλες τις πτυχές της (όχι όλες θετικές) και με όλες τις αντιφάσεις της αποτελεί ό,τι εν δυνάμει δημιουργικότερο και ό,τι πιο υψηλόφρον μπορεί να παραγάγει η κάθε κοινωνία. Το λούμπεν είναι το ξεριζωμένο, εκπεσόν, παρηκμασμένο, πρώην λαϊκό στοιχείο, που έχει γίνει junkie της εξουσίας, ουρά του συστήματος εξουσίας. Είναι ο ζηλόφθων παρακμιακός, που θέλει να γίνει καταπιεστής, εξουσιαστής, συμμέτοχος στο σύστημα που τον καταδικάζει στην παρακμή του.
Λούμπεν ήταν οι δολοφόνοι, για παράδειγμα, του Λαμπράκη. Στις μέρες μας κανείς δεν περιγράφει το λούμπεν καλύτερα από αρκετούς στίχους της τραπ. Το λούμπεν λοιπόν είναι η αντανάκλαση προς τα κάτω, της κορυφής του συστήματος εξουσίας: αντικοινωνικότητα, ιδιοκτησιακές λογικές, επιβολή και κυριάρχηση, λεφτά και μόστρα, επίδειξη, βία, απατεωνιές και μηδενική ουσιαστική μόρφωση.
Όσο λιγότερο αναπτυγμένη είναι μια οικονομία και μια κοινωνία, τόσο πιο ολιγαρχική και λούμπεν καθίσταται και η άρχουσα τάξη της. Στην ημιπεριφέρεια του κοσμοσυστήματός στο οποίο ανήκει η Ελλάδα, οι ολιγάρχες αγαπούν τις λούμπεν συμπεριφορές. Τα θεμέλια της εξουσίας τους (συνήθως μη παραγωγικές επιχειρήσεις, μεταπρατισμός προς τους ξένους πάτρωνες, παρασιτισμός σε βάρος του δημοσίου χρήματος, κανάλι στην τηλεόραση, ποδοσφαιρική ομάδα, ελεγχόμενη πόλη, στρατοί από φουσκωτούς, «φίλοι δικαστές», εξαγορά βουλευτών και κομμάτων) τις προϋποθέτουν ή τουλάχιστον τις επιτρέπουν.
Το δρεπάνι των «από κάτω» λούμπεν δεν διαφέρει πολύ από τους εξαφανιζόμενους μάρτυρες των από πάνω λούμπεν, από το περίστροφο μέσα στο παντελόνι στο γήπεδο, από τους μπράβους που καθαρίζουν όταν υπάρχουν αντιδράσεις για το πού θα γίνει το γήπεδο, από τον πρόεδρο-δήμαρχο. Δεν πρόκειται μόνο για κοινωνιολογικού χαρακτήρα αντικατοπτρισμό, αλλά και για οργανική σύνδεση: σε μια παρακμάζουσα κοινωνία, στην έρημο του πραγματικού, οι «από πάνω» λούμπεν στρατολογούν τους «από κάτω» λούμπεν. Οι τελευταίοι συνήθως είναι ελεγχόμενοι. Όταν τα λεφτά περιορίζονται ή όταν ο ολιγάρχης για όποιον λόγο αποδυναμώνεται (όπως ίσως έχει εν προκειμένω για όποιους λόγους) οι «από κάτω» λούμπεν μερικώς αυτονομούνται, συνήθως για να καταδείξουν πόσο σημαντικοί είναι ή απλώς γιατί είναι αντικοινωνικοί.
Θέλει το κράτος να παρέμβει, να «φτιάξει» αυτήν την συνθήκη; Όχι φυσικά. Αφού οι ολιγάρχες ελέγχουν το κράτος. Απλώς θέλουν να μαζέψουν την κατάσταση όταν παραγίνεται. Βεβαίως και δεν ήθελαν να σκοτωθεί ο δύστυχος Άλκης. Αλλά μέχρι εκεί. Ήθελαν να γλιτώσουν το δυστύχημα, όχι να αλλάξουν το σύστημα, το δικό τους σύστημα, το οποίο προκαλεί αυτά τα δυστυχήματα. Ο έλεγχος του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου, δήμων της Αθήνας από συγκεκριμένα άτομα, με προμετωπίδα τις αντίστοιχες ομάδες αποτελούν εξ ορισμού βίαιες και αντιδημοκρατικές διαδικασίες. Ποιοι θα τις πολεμήσουν; Οι βουλευτές οι οποίοι εκλέγονται ακριβώς χάρη σε αυτόν τον συσχετισμό; Ή οι δημοσιογράφοι που πληρώνονται από την ίδια πηγή;
Δεν πρόκειται για ελληνική πρωτοτυπία εδώ που τα λέμε: στην Αγγλία για παράδειγμα, το ποδόσφαιρο δανείζεται τα χαρακτηριστικά του μητροπολιτικού καπιταλισμού. Υπάρχει μια ορισμένη διαφάνεια και ο περιορισμός της βίας. Μάλιστα η είσοδος νέων κεφαλαιακών μερίδων, παρότι μετασχηματίζει το ιδιοκτησιακό τοπίο, προϋποθέτει διατήρηση του βασικού πλαισίου διασφάλισης ενός ευπαρουσίαστου ποδοσφαίρου, ούτως ώστε να μην ακυρωθούν οι νέες επενδύσεις. Το αγγλικό ποδόσφαιρο φθείρεται καθότι μετατρέπεται σε προϊόν από παιχνίδι, αλλά δεν ευτελίζεται. Στην ημιπεριφέρεια που τοποθετούμαστε εμείς, το ποδόσφαιρο ούτε ως προϊόν έχει αξία. Έχει αξία ως εργαλείο άσκησης επιρροής, προκειμένου οι ολιγάρχες να απομυζούν τον κρατικό προϋπολογισμό. Επομένως, όσο πιο ηλίθιοι οι ακόλουθοί τους δια των ομάδων, τόσο πιο χειραγωγήσιμοι και επομένως βολικοί.
Δεν θα θέλαμε να ακουστούμε «ξύλινοι», αλλά ειλικρινά αυτό το παρασιτικό σύστημα των ολιγαρχών, μόνο την λουμπενοποίηση μπορεί να δώσει στην ελληνική κοινωνία. Αν ο οποιοσδήποτε, οπαδός ή μη, ενδιαφέρεται για την ελληνική κοινωνία και (στον βαθμό που μιλάμε για ποδόσφαιρο) για την ομάδα του, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να στραφεί εναντίον του ολιγάρχη του. Εδώ που τα λέμε, ακόμα και με ποδοσφαιρικούς όρους, μόνο μιζέρια έχουν δώσει εδώ και κοντά είκοσι χρόνια τώρα και σε αυτόν τον τομέα.