Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, δηλαδή η Τουρκική Δημοκρατία επισήμως, όπως μεταδίδουν τα μέσα ενημέρωσης, προέβη σε μια δήλωση, η οποία δεν αποτελεί απλώς απειλή αλλά προαναγγελία πολέμου.
Δήλωσε συγκεκριμένα: «Στείλαμε δύο επιστολές στον ΟΗΕ. Τις στείλαμε, γιατί η Ελλάδα παραβίασε το καθεστώς αυτών των αποστρατιωτικοποιημένων νησιών. Τα νησιά αυτά δόθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη της Λωζάνης και των Παρισίων με τον όρο του αφοπλισμού. Στις επιστολές μας προς τον ΟΗΕ, η Ελλάδα παραβιάζει τις εδώ συμφωνίες. Εάν η Ελλάδα δεν το σταματήσει αυτό, τότε τίθεται θέμα αμφισβήτησης της κυριαρχίας αυτών των νησιών. Επειδή παραβιάζετε τον όρο. Εάν χρειαστεί, θα κάνουμε τις τελευταίες μας προειδοποιήσεις και έπειτα θα ξεκινήσει η αμφισβήτηση».
Χωρίς να παρασυρόμαστε σε μια συζήτηση επί του διεθνούς δικαίου πρέπει παρεμπιπτόντως να τονίσουμε ότι και η συνθήκη της Λωζάνης προβλέπει την παρουσία ενός αριθμού δυνάμεων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Πολύ περισσότερο όμως, ακόμα και αν θα ήθελε κανείς να συζητήσει την νομιμότητα του αιτήματος της Τουρκίας περί αποστρατιωτικοποίησης, το διεθνές δίκαιο όχι μόνο δεν προβλέπει αλλά αντιθέτως ρητώς απαγορεύει την λήψη αντιμέτρων προς τυχόν διεθνείς αδικοπραξίες των κρατών, που περιλαμβάνουν την χρήση βίας, όπως και την αποστέρηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης οποιουδήποτε λαού. Δηλαδή έτσι και αλλιώς απαγορεύει όλα εκείνα με τα οποία απειλεί ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, μιλώντας για (αναγκαστικά δια της βίας) αμφισβήτηση της κυριαρχίας και τελικά, αλλαγή κυριότητας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Επιπροσθέτως, από πουθενά στην συνθήκη της Λωζάνης δεν προκύπτει τέτοια συσχέτιση, κυριότητας ελληνικής επί των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, υπό τον όρο της μη στρατιωτικοποίησής τους. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν παράλογο, καθώς θα διαμόρφωνε μια κατάσταση διαρκούς αμφισβήτησης συνόρων και εν τέλει κατάρρευσης της ίδιας της συνθήκης. Θα σήμαινε για παράδειγμα ότι εφόσον δεν προστατεύθηκαν οι ελληνικές μειονότητες στην Ίμβρο, στην Τένεδο και στην Κωνσταντινούπολη, τις οποίες προστατεύουν άλλα άρθρα της Συνθήκς της Λωζάνης, οι εν λόγω περιοχές θα πρέπει να αφαιρεθούν από την τουρκική κυριαρχία.
Δεν μπορούμε να σκεφτούμε κανένα άλλο κράτος στον πλανήτη αυτήν την στιγμή, το οποίο επισήμως σήμερα απειλεί άλλο κράτος με δια της βίας αρπαγή της επικράτειάς του ή τμήματος αυτής αν δεν εκπληρωθούν οι όροι κάποιας διεθνούς σύμβασης, όπως εκείνο θεωρεί ότι πρέπει να ερμηνευθούν. Θυμίζουμε για παράδειγμα, ότι στο ουκρανικό ζήτημα, η Ρωσία εναντίον της οποίας τέτοιο «ιερό μένος» επιδεικνύουν οι φίλοι μας στην Ουάσιγκτον, συστηματικώς αρνιέται (επισήμως) οποιαδήποτε σκέψη περί εισβολής και κατοχής ουκρανικού εδάφους.
Η χρήση του όρου «αμφισβήτηση μετά τις τελευταίες προειδοποιήσεις» σημαίνει κινήσεις στο πεδίο, οι οποίες τελικά δεν μπορεί παρά να συμπεριλάβουν στρατιωτικά μέσα.
Είναι δραματικό αλλά σε μόλις ¼ του αιώνα, από την ντε φάκτο αποδοχή της αμφισβήτησης της κυριότητάς μας στα Ίμια (με ευθύνη Σημίτης και Πάγκαλου) και με ενδιάμεσες στάσεις την αναγνώριση τουρκικών ζωτικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, φτάσαμε με επιδιαιτησία των ΗΠΑ, σε ευθεία δήλωση έμπρακτης αμφισβήτησης της ελληνικότητας των κατοικημένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Τι κάνει όλο αυτό το διάστημα και τι θα συνεχίσει να κάνει η ελληνική πλευρά; Θα μιλά για παραληρήματα, θα προβαίνει σε αποσπασματικούς εξοπλισμούς, θα τρέχει στην Ουάσιγκτον και θα απειλεί ότι θα απειλήσει με κυρώσεις στο πλαίσιο της Ε.Ε., οι οποίες έτσι κι αλλιώς είναι γνωστό ότι ούτε βρίσκονται, ούτε θα βρεθούν στο ευρωπαϊκό τραπέζι.
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών στις εν λόγω δηλώσεις Τσαβούσογλου, με την οποία μας ενημερώνει η κυβέρνησή μας ότι οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών ξεφεύγουν του διεθνούς δικαίου (τώρα μάλιστα, τους ισοπεδώσαμε!) και της λογικής. Φυσικά δεν ξεφεύγουν καμίας λογικής. Είναι πολύ λογικό, παρότι παράνομο και άδικο, αυτός που αισθάνεται ότι διαθέτει μεγαλύτερη ισχύ και διάθεση επιβολής να συμπεριφέρεται σαν σε κλωτσοσκούφι σε εκείνον τον οποίο θεωρεί αδύναμο.
Το ελληνικό κατεστημένο εξακολουθεί να πορεύεται με τις ευρωατλαντικές φαντασιώσεις του, την ώρα που τα μηνύματα-σφαλιάρες καταφθάνουν με καταιγιστικό ρυθμό: όσο η αξία της Τουρκίας αυξάνεται, ελέω της ρωσοφοβίας στην οποία συμμετέχουμε και εμείς, προκειμένου να εξυπηρετούμε συμφέροντα της Ουάσιγκτον αντί για ελληνικά, τόσο οι ΗΠΑ μένουν (ακόμα πιο) μακριά από οποιαδήποτε παρέμβαση, πέραν του περαιτέρω γκριζαρίσματος της ελληνικής επικράτειας, όπως είχαν κάνει και το 1996.
Πρέπει να θυμόμαστε πως το μόνο το οποίο μας έχουν «δώσει» οι ΗΠΑ, τώρα που οι διμερείς μας σχέσεις βρίσκονται στα «καλύτερά» τους είναι μια επιστολή Μπλίνκεν, μη δεσμευτική για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, περί σεβασμού του διεθνούς δικαίου, ως αντάλλαγμα στο ότι έχουμε καταστήσει την πατρίδα μας οικόπεδο των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια προαναγγελία πολέμου. Πρέπει να αλλάξει άμεσα πορεία προς μια σειρά κατευθύνσεων αν δεν θέλει να τον υποστεί, ούτε και να καταστεί όμηρος της απειλής: πρώτον, να επανασχεδιάσει τους εξοπλισμούς της, ώστε να είναι φτηνότεροι, περισσότεροι, αντικαταστήσιμοι, εγχωρίως παραγόμενοι και αποτελεσματικοί στον επιχειρησιακό άξονα Έβρου-Ανατολικού Αιγαίου-Κύπρου. Δεύτερον, να προβεί σε αμυντικές, διμερείς ή πολυμερείς συμμαχίες με τα κράτη εκείνα με τα οποία έχουμε αμοιβαία συμφέροντα σταθεροποίησης των συνόρων και απόκρουσης του τουρκικού αναθεωρητισμού. Τρίτον, να στείλει ένα μήνυμα ανεξαρτησίας προβαίνοντας σε αντίστοιχες κινήσεις, με την σύναψη συνεργασιών με εκείνες τις δυνάμεις οι οποίες δεν καλοβλέπουν την επέκταση της τουρκικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο και στον Καύκασο (Ρωσία πρωτίστως και Κίνα), καταδεικνύοντας ότι δεν θα ανεχτεί το Νατοϊκό παιχνίδι της υπονόμευσης της ελληνικής κυριαρχίας πλέον και όχι μόνο των δικαιωμάτων. Τέταρτον, να εγκαταλείψει μια οικονομικώς και δημογραφικώς καταστροφική πολιτική γενικώς για το έθνος και ειδικώς για τις συγκεκριμένες, αμφισβητούμενες από την Τουρκία περιοχές της πατρίδας μας.
Περιμένουμε οτιδήποτε από τα παραπάνω από την σημερινή κυβέρνηση και από διακομματικό κατεστημένο; Όχι. Αλλά έρχεται η ώρα κατά την οποία θα συνειδητοποιήσουμε ότι η εθνική ασφάλεια και η ασφάλεια του λαού, οικοδομούνται από μέσα προς τα έξω. Και ότι οι απειλές έχουν την αξία που ο συσχετισμός ισχύος επιτρέπει να έχουν. Όχι η εγχώρια προπαγάνδα.