ΑΘΗΝΑ
06:59
|
22.11.2024
Εμπόριο, αποικιοκρατία και σκάκι στην Κούβα του 19ου αιώνα.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Πώς κατάφερε ένας Κουβανός να γίνει Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο σκάκι; Ποια είναι η κουβανική σκακιστική ιστορία πριν τον Τσε και τον Φιντέλ; Το εμπόριο της ζάχαρης, ο αγώνας για την ανεξαρτησία, φλογερές προσωπικότητες και τροπικές νύχτες αποτελούν τον καμβά για έντονες σκακιστικές αναμετρήσεις.

Μόσχα 1925. Έχοντας σαλπάρει με το «Μαυριτανία» από τη Νέα Υόρκη, όπου ζούσε προσωρινά αντί της Αβάνας, και αφού μετά τον κατάπλου στο Σαουθάμπτον έχει διασχίσει σιδηροδρομικώς την Ευρώπη δίνοντας αγώνες επίδειξης, ο παγκόσμιος πρωταθλητής Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα πατάει για πρώτη φορά σε σοβιετικό έδαφος.

Η συγκυρία είναι κρίσιμη για το σοβιετικό σκάκι. Αναλαμβάνοντας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το δύσκολο έργο της μετάβασης της παλιάς, απαρχαιωμένης τσαρικής κοινωνίας προς τον κομμουνισμό, οι Μπολσεβίκοι αντιλαμβάνονται τον καίριο παιδαγωγικό ρόλο που μπορεί να επιτελέσει το σκάκι στην ιδεολογική διαπάλη. Έχοντας να διαχειριστούν έναν πληθυσμό εν πολλοίς αναλφάβητο, με υψηλά ποσοστά αλκοολισμού, θρησκοληψίας και οι Μπολσεβίκοι βλέπουν στο σκάκι ένα πολλαπλά χρήσιμο εργαλείο.

Συνδυάζοντας τη λογική με τη διασκέδαση, τον υπολογισμό με το πάθος για την επικράτηση, το σκάκι ανεβάζει το επίπεδο ορθολογικότητας στην κοινωνία. Αν και κάπως μηχανιστική και απλοϊκή ως ιδέα, η εκτέλεσή της ωστόσο ως πλάνου αθλητικής οργάνωσης απέβη εξαιρετικά αποτελεσματική. Σε μια χώρα της οποίας οι μεγάλοι μετρ του παρελθόντος είχαν αυτομολήσει στο εξωτερικό, ή βρίσκονταν εκεί από τύχη, οι Σοβιετικοί βάλθηκαν να παραγάγουν νέους. Ιδρύοντας σκακιστικά σωματεία σε συνδικάτα, εργοστάσια και άλλους τόπους εργασίας, δίνοντας έμφαση στην έκδοση περιοδικών και βιβλίων σκακιού, κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να διαδώσουν το παιχνίδι σε όλη την επικράτεια.

Με το πρώτο βήμα να έχει γίνει, έπρεπε τώρα να δοκιμαστεί η ισχύς του αποτελέσματος σε σχέση με τις κλασικές σκακιστικές δυνάμεις του εξωτερικού. Η επιστροφή το 1924 του ισχυρού μετρ Έφιμ Μπογκολιούμποβ επιτάχυνε τις διαδικασίες. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην τσαρική Ρωσία, ο Μπογκολιούμποβ προοριζόταν, όπως γράφει ο Ριχάρδος Ρέτι, να γίνει ιερέας. Το πάθος για το σκάκι ήταν ωστόσο δυνατότερο από την πίστη. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε αιχμάλωτος στη Γερμανία, όπου παρέμεινε και μετά την απελευθέρωσή του, αποκτώντας τη γερμανική υπηκοότητα. Ωστόσο, το 1924 αποφάσισε να γίνει Σοβιετικός, προσβλέποντας σε μεγαλύτερες ευκαιρίες ανέλιξης στην κορυφή του παιχνιδιού.

Κέρδισε τα σοβιετικά πρωταθλήματα του 1924 και του 1925 και έπαιξε ενεργό ρόλο στη διοργάνωση του τουρνουά της Μόσχας το 1925, του πρώτου διεθνούς σκακιστικού τουρνουά υψηλής δυναμικότητας στη σοβιετική περίοδο. Χάρη στις  προσπάθειες του Μπογκολιούμποβ στη Μόσχα κατέφθασαν οι ισχυρότεροι σκακιστές της εποχής. Πέραν του ήδη αναφερθέντος Καπαμπλάνκα, ήρθαν ο προηγούμενος Παγκόσμιος Πρωταθλητής, ο Εμμάνουελ Λάσκερ, καθώς και ο επόμενος, ο Αλεξάντρ Αλιέχιν. Επίσης Ρώσος, αριστοκρατικών φρονημάτων, διαφυγών στην Ευρώπη μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων, ο Αλιέχιν πείστηκε από τον ίδιο τον Μπογκολιούμποβ ότι ήταν ασφαλές να παίξει. Πλάι τους, μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της διεθνούς σκηνής, ο Ταρτακόβερ, ο Ρέτι, ο Tόρε, ο Μάρσαλ κ.ά, καλούνταν να δοκιμάσουν την πρόοδο των σοβιετικών σκακιστών. Προς ευχαρίστηση των αρχών, ο Μπογκολιούμποβ κέρδισε το τουρνουά – για να αυτομολήσει εκ νέου στη Γερμανία ένα χρόνο αργότερα, βυθίζοντας ξανά για αρκετά χρόνια το σοβιετικό σκάκι στην απομόνωση. Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος του τουρνουά αρκεί να σκεφτεί ότι το συνολικό κόστος της διοργάνωσης ανήλθε στα 25.000 δολάρια, ποσό που στα σημερινά δεδομένα αντιστοιχεί σε περίπου 350.000 δολάρια.

Οι δημόσιες εκδηλώσεις για τη διάδοση του σκακιού στην ΕΣΣΔ περιλάμβαναν και αγώνες «ζωντανού σκακιού». Εδώ, στο Λένινγκραντ το 1924, ο Πιοτρ Ρομανόφσκι αντιμετωπίζει τον Ίλυα Ραμπίνοβιτς. Στον ρόλο πιονιών και κομματιών στρατιώτες και άλογα του Κόκκινου Στρατού. Φωτογραφία: Alexander Bulla

Γι’ αυτό και ήταν απαραίτητο να συμμετέχει ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Η παρουσία του Καπαμπλάνκα πέρα από το αγωνιστικό σκέλος είχε και το νόημα της παρουσίας ενός σελέμπριτι ολκής. Γοητευτικός, κομψός, με τους ντελικάτους τρόπους ενός διπλωμάτη –μην ξεχνάμε ότι αυτή η αργομισθία, του διπλωματικού ακολούθου χωρίς συγκεκριμένες αρμοδιότητες, ήταν που επέτρεπε στον Χοσέ Ραούλ να εξασφαλίζει τα προς το ζην ώστε να αφοσιώνεται απερίσπαστος στο σκάκι– προκαλούσε την εντύπωση ενός σταρ. Ήδη από τα πρώτα του βήματα στο σκάκι το παιδί-θαύμα από την Αβάνα, που στα 20 του έχει ήδη εκθρονίσει τον Φρανκ Μάρσαλ από τη θέση του καλύτερου σκακιστή στη Βόρεια Αμερική, φροντίζει την προώθηση της εικόνας του.

Επιλεγμένες φωτογραφίες συνοδεύουν κομψά τομίδια με τις επιτυχίες του, συνεισφέροντας στην ανατίμηση της αναγνωρισιμότητάς του. Η πλήρης αξιοποίηση της προσωπικότητας και του παρουσιαστικού δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε να πουληθεί ακριβότερα στους χορηγούς και τους χρηματοδότες το ταλέντο. Στον Καπαμπλάνκα η επιμέλεια του εαυτού είναι ολοκληρωτική και άκρως αποτελεσματική. Ορθώς, μιλώντας για το στυλ και την κοσμοθεωρία του, ο Ριχάρδος Ρέτι θα σημειώσει:

Αναμφίβολα ο αμερικανισμός έχει αρχίσει να εισχωρεί θριαμβευτικά στους χώρους της τέχνης. Βέβαια είναι ένας τύπος γοητείας που περισσότερο θαυμάζουμε παρά νιώθουμε τη λάμψη του […] Η ομορφιά του σήμερα είναι υπέροχη και ισχυρή, αλλά σημαίνει τον θάνατο του ατομικισμού […] Ο Καπαμπλάνκα είναι ο σκακιστής μετρ που στα παιχνίδια του ενσαρκώνεται το πνεύμα των μοντέρνων καιρών. Βλέπουμε στα παιχνίδια του την ίδια λαμπρότητα, την ίδια σφοδρότητα του αποτελέσματος και την ίδια ακρίβεια όπως και στα θαυμάσια έργα της σύγχρονης τεχνικής· επομένως ο Καπαμπλάνκα είναι ο αντιπροσωπευτικός μετρ του σήμερα και δεν είναι τυχαίο ότι έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής. (Ριχάρδος Ρέτι, Μοντέρνες ιδέες στο σκάκι, μτφρ. Στράτος Κακαδέλλης, Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 115)

Ο Καπαμπλάνκα ποζάρει στον Γκλεντ Ντερουζίνσκι. Πηγή: Gallica Digital Library

Το εξαιρετικά διαυγές, απλό, τεχνικό, κρυστάλλινο στυλ παιχνιδιού του Καπαμπλάνκα ήταν το συμπλήρωμα που ισορροπούσε την ορμή της προσωπικότητας για να φτιάξει το πρότυπο του μοντέρνου ήρωα: ψυχρός εκτελεστής με θεαματικό παρουσιαστικό. Διόλου τυχαία ο Καπαμπλάνκα ήταν ο αγαπημένος σκακιστής του Φίλιπ Μάρλοου, εμφανιζόμενος συχνά ως αναφορά στα έργα του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Κι αν θα θέλαμε να αντικαταστήσουμε με κάποιον τον Χάμφρεϋ Μπόργκαρτ στην Καζαμπλάνκα, ειδικά σε ένα από τα πρώτα πλάνα του έργου όπου ο Ρικ εμφανίζεται πλάι σε μια σκακιέρα, τον Καπαμπλάνκα θα μπορούσαμε να σκεφτούμε.

Ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ μπροστά σε μια σκακιέρα στην Καζαμπλάνκα. Η δημόσια εικόνα του Καπαμπλάνκα έχει πολλά κοινά με τα χολιγουντιανά πρότυπα περί αρρενωπότητας

Είναι κάπως ειρωνικό ότι αυτό το καθαρά δυτικό πρότυπο άντρα σταρ το εκμεταλλεύτηκαν κινηματογραφικά οι Σοβιετικοί. Στο περιθώριο του τουρνουά της Μόσχας ο Πουντόβκιν και ο Σπικόβσκι γύρισαν την προπαγανδιστική κωμωδία Ο πυρετός του σκακιού. Το σενάριο είναι απλό: σε μια πόλη όπου όλοι ασχολούνται με το σκάκι ο ήρωας ξεχνά ακόμα και τον γάμο του. Η ηρωίδα, μια παρατημένη νύφη, εκτός εαυτού αναζητεί καταφύγιο μακριά από τα δαιμονικά 64 τετραγωνίδια αλλά δεν βρίσκει γιατρειά πουθενά. Μέχρι και το δηλητήριο που αγοράζει για να αυτοκτονήσει από το φαρμακείο τής το δίνουν σε μπουκαλάκι με τη μορφή του αξιωματικού. Απηυδισμένη το πετά στον χιονισμένο δρόμο αναφωνώντας: «Μισώ το σκάκι!». Και εκεί, ως από μηχανής θεός, εμφανίζεται ο Καπαμπλάνκα απαντώντας με μια από τις διασημότερες ατάκες που έχει ξεστομίσει ποτέ σκακιστής: «Στην αγκαλιά μιας όμορφης γυναίκας και εγώ μισώ το σκάκι!».

Μετά από αυτό η ηρωίδα θα ανακαλύψει κι αυτή την ομορφιά του σκακιού, και τότε, ανάμεσα στο κοινό που παρακολουθεί το τουρνουά, θα συμφιλιωθεί με τον ήρωα. Σημειωτέον ότι ο Καπαμπλάνκα ως Δον Ζουάν είχε προκαλέσει αρκετά σκανδαλάκια με φλερτ στα περιθώρια των αγώνων. Ο γοητευτικός σκακιστής με τους αβρούς τρόπους, αφού κατατρόπωνε τους αντιπάλους του, απολάμβανε τον θρίαμβο στην αγκαλιά κάποιας κόμισσας ή μαρκησίας, πρόθυμης να παίξει τον ρόλο του αιχμαλωτισμένου κομματιού.

Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από τον Πυρετό του σκακιού: ο ήρωας, έχοντας πέσει για συγχώρεση στα πόδια της αγαπημένης, δεν παραλείπει να τοποθετήσει εκεί και μια σκακιέρα. Κάθε δευτερόλεπτο μελέτης είναι πολύτιμο

Στον τρόπο που ο Καπαμπλάνκα καταλαμβάνει τον χώρο της δημοσιότητας η έμφαση δίνεται στη μοναδικότητα του ταλέντου, στο χάρισμα της φυσικής παρουσίας, στην αντιδιαστολή με τον υφιστάμενο σκακιστικό κανόνα. Ο Ηλίας Κουρκουνάκης, το έργο του οποίου στη δημιουργία μιας ελληνικής σκακιστικής βιβλιογραφίας είναι ανεκτίμητο, θα παραθέσει στο βιβλίο του Από την ιστορία του σκακιού(Βιβλιοσυνεργατική, Αθήνα 1986) μια διάσημη αγγελία από το τεύχος Φεβρουαρίου 1909 της Αμερικανικής Σκακιστικής Επιθεώρησης:

Ζητείται: Νέος με τη μεγαλοφυΐα του Μόρφι, τις μνημονικές ικανότητες του Πίλσμπερι και την αποφασιστικότητα του Στάινιτς. Πρέπει απαραίτητα να έχει γερή κράση και να υπολογίζει την υγεία του περισσότερο από τα οποιαδήποτε χρηματικά κέρδη. Να αγαπάει τη ζωή και τις καθημερινές χαρές της, αλλά να έχει και συνήθειες συνεπείς με την πραγματοποίηση λογικών στόχων. Στόχος η αντιμετώπιση του ακατανίκητου παγκόσμιου πρωταθλητή. Ο υποψήφιος θα βρει αμέριστη υποστήριξη, μυριάδες φίλων, αδιαφιλονίκητη δόξα και, ίσως, τη Νίκη!

Στην έως πρόσφατα κρατούσα ευρωπαϊκοκεντρική οπτική η αγγελία αυτή εκφράζει ένα αίτημα του Νέου Κόσμου να ενταχθεί στα κρατούντα σκακιστικά κέντρα. Και υπό αυτή την οπτική ο Καπαμπλάνκα έρχεται σαν από το πουθενά να κατακτήσει τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αν το ταλέντο του Καπαμπλάνκα άνθισε είναι γιατί συναντήθηκε με το κατάλληλο περιβάλλον σκακιστικής ανάπτυξης που του επέτρεψε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Ο Καπαμπλάνκα δεν ήταν ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη, αλλά το προϊόν μιας εξελικτικής διαδικασίας του βορειοαμερικανικού σκακιού γενικότερα και του κουβανικού ειδικότερα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο Βίλχελμ Στάινιτς, ο πρώτος παγκόσμιος πρωταθλητής και θεμελιωτής της κλασικής προσέγγισης στη σκακιστική στρατηγική, διαμένει από το 1886 μόνιμα στις ΗΠΑ. Αυστριακός στην καταγωγή, ο Στάινιτς θα αφήσει τη Βοημία για το Λονδίνο, κουρασμένος από τον έντονο ήδη αντισημιτισμό της χώρας.

Αλλά ούτε εκεί βρίσκει ησυχία: στον Παλαιό Κόσμο ο μετανάστης είναι ξένος, ενώ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο Στάινιτς θα βρει ένα κλίμα όπου το μόνο που μετράει είναι η επιτυχία, ανεξαρτήτως προέλευσης. Το πόσο αυτό το πνεύμα είναι ταιριαστό με έναν τύπο σκακιστικής προσωπικότητας φαίνεται από την εξέλιξη του ΓκάρυΚασπάροβ, που αντικατέστησε το σκάκι με τις μπίζνες στις ΗΠΑ – αλλά αυτή είναι μια άλλη, μεγάλη, ιστορία. Κι είναι στις ΗΠΑ που ο Στάινιτς θα κερδίσει το 1886 τον Γιοχάνες Τσούκερτορτ στο ματς από το οποίο προέκυψε και ο πρώτος παγκόσμιος πρωταθλητής. Αυτός θα στεφθεί στον Νέο Κόσμο, και παρόλο που το στυλ θα είναι ευρωπαϊκό, όντας εστεμμένος θα βρίσκεται υπό την αμερικανική υπηκοότητα.

Για να καταλάβουμε το υλικό και διανοητικό περιβάλλον από το οποίο προέκυψε ο Καπαμπλάνκα θα πρέπει να ακολουθήσουμε την πορεία ενός ταξιδιώτη που 36 χρόνια πριν από το ταξίδι του Καπαμπλάνκα διέγραψε την ακριβώς αντίστροφη πορεία. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Τσιγκόριν, τον Ρώσο σκακιστή που επιλέχθηκε να αντιμετωπίσει τον Στάινιτς για τον παγκόσμιο τίτλο. Το ενδιαφέρον δεν περιορίζεται απλώς στον τρόπο της επιλογής αλλά και το ποιοι την έκαναν. Για να καταλάβουμε τη διαδικασία θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πριν την ίδρυση της Παγκόσμιας Σκακιστικής Ομοσπονδίας δεν υπήρχε τυποποιημένος τρόπος για την απονομή του τίτλου. Ο τίτλος ήταν ιδιοκτησία του Πρωταθλητή και αυτός επέλεγε με ποιον, πότε και πού θα δοκίμαζε τις δυνάμεις του. Το άγραφο δίκαιο έλεγε ότι ο Πρωταθλητής θα έπρεπε να παίζει ματς σε τακτά χρονικά διαστήματα, επιλέγοντας αντιπάλους που η κοινή γνώμη θεωρούσε αρκετά ισχυρούς. Μεγάλη σημασία ωστόσο έπαιζε το κρίσιμο ζήτημα της χρηματοδότησης. Ο διεκδικητής θα έπρεπε να εξασφαλίζει τους απαραίτητους πόρους που θα κάλυπταν τα λειτουργικά έξοδα της αναμέτρησης και τα έπαθλα των αθλητών.

Έτσι λοιπόν το 1888 ο Στάινιτς, σε ένα από τα ταξίδια του στην Αβάνα, με το σκακιστικό χώρο της οποίας είχε αναπτύξει άριστες σχέσεις, αποφάσισε να αντιμετωπίσει εκεί τον επόμενο διεκδικητή. Το κλαμπ θα χρηματοδοτούσε με προθυμία την αναμέτρηση. Και τα μεγάλα ονόματα του κλαμπ, ο ΓκολμάγιοΣουπίδε και ο Διονίσιο Μαρτίνες μαζί με τον δημοσιογράφο Βάσκεθ, για τους οποίους θα μιλήσουμε και αργότερα, κατέληξαν στην επιλογή του Τσιγκόριν ως του πλέον κατάλληλου, μιας και πέραν της σκακιστικής ικανότητας είχε και την κατάλληλη υγεία που θα του επέτρεπε το μακρύ ταξίδι προς την Αβάνα, αλλά και την αντοχή στις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της. Κάπως έτσι, ο Τσιγκόριν θα αφιχθεί στην Αβάνα στις 17 Ιανουαρίου του 1889, κλείνοντας ένα μακρύ ταξίδι που ξεκίνησε από την Αγία Πετρούπολη με το τρένο για να συνεχιστεί από το Αμβούργο με πλοίο. Διασχίζοντας τη Βόρεια Θάλασσα και προσεγγίζοντας τον Ατλαντικό μέσα από τα νότια της Ισλανδίας, για να βρεθεί κατάκοπος από τις τρικυμίες στη Νέα Υόρκη. Μια περιπέτεια που αν και θα λήξει άδοξα με την ήττα στο ματς, θα αποζημιώσει τον Τσιγκόριν με τη θέρμη της υποδοχής και της διαμονής στην Αβάνα, τέτοια που θα τον προκρίνει για νέο ματς με τον Στάινιτς πέντε χρόνια αργότερα.

To υπερωκεάνιο Normania που εκτελούσε το δρομολόγιο Αμβούργο-Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1890. Πιθανότατα το χρησιμοποίησε ο Τσιγκόριν στο δεύτερο ταξίδι του προς την Αβάνα

Η Αβάνα λοιπόν στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ένα πανίσχυρο σκακιστικό κέντρο, ικανό να διοργανώνει ματς για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, καλώντας τους ισχυρότερους παίκτες του κόσμου. Αξίζει τον κόπο να δούμε στον περιορισμένο έστω χώρο ενός άρθρου πώς φτάσαμε εκεί. Ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για την περίοδο αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη βιογραφία του Καπαμπλάνκα γραμμένη το 2015 από τον Μιγκέλ Σάντσεζ. To Jose Raoul Capablanca. A Chess Biography (McFarland, Τζέφερσον, Νότια Καρολίνα 2015) αποτελεί μια συνεισφορά στην έρευνα πρωτογενών πηγών που ρίχνει νέο φως στη σκακιστική ιστορία.

Απλοποιώντας αρκετά πολύπλοκες ιστορικές διεργασίες μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία της Κούβας τον 19ο αιώνα καθορίζεται από την ανατίμηση της ζάχαρης που ακολούθησε την αϊτινή επανάσταση. Ο κομβικός ρόλος της Κούβας στο εμπόριο της ζάχαρης οδήγησε στη δημιουργία ενός πλουτοκρατικού στρώματος, μιας ολιγαρχίας του χρήματος που ο ιστορικός Φραγινάλ περιγράφει γλαφυρά ως «σακχαροκρατία».

Οι ιθαγενείς κρεολοί έμποροι και καλλιεργητές που πλούτισαν από τη ζάχαρη συγκρότησαν μια αστική τάξη που στράφηκε στο διαφωτιστικό πνευματικό οπλοστάσιο για να τονώσει την ταξική της συνείδηση και να διαμορφώσει την απαραίτητη εθνικιστική συνείδηση που θα διεκδικήσει αργότερα την απελευθέρωσή της από τον ιμπεριαλιστικό και αποικιοκρατικό δεσμό με την Ισπανία. Μαζί με την καθιέρωση των α λα Γαλλία σουαρέ, την επίσκεψη θιάσων όπερας και τον γενικό πνευματικό αναβρασμό, το σκάκι θα αποτελέσει μια επιλογή διασκέδασης για μια ανερχόμενη ορθολογική τάξη που ζητά, μέσα στο χάος και την αναταραχή, την ηρεμία και την ευταξία μιας σκέψης με σχέδιο και όραμα. Ενδεικτικό αυτού του ιστορικού χάους είναι το γεγονός ότι η κουβανέζικη πλουτοκρατία αγοράζει σωρηδόν από την Ισπανία τίτλους ευγενείας, όχι απλώς για να ενισχύσει το συμβολικό της κύρος, αλλά πρωτίστως για να εκμεταλλευτεί το ακαταδίωκτο των ευγενών από μια ασύδοτη αποικιοκρατική στρατιωτική διοίκηση.

Το σκάκι εισάγεται στην κουβανική ζωή με θεαματικό τρόπο. Ο πολυμήχανος Γιόχαν Μέλτσελ –κατασκευαστής μεταξύ άλλων του πρώτου πατενταρισμένου μετρονόμου, φίλος του Μπετόβεν, λάτρης της περιπέτειας και των αστικών σαλονιών, που κατέληξε νεκρός από αλκοολική δηλητηρίαση στη Βενεζουέλα– βλέποντας πως το χρήμα στην Αβάνα ρέει άφθονο, φέρνει στην πόλη το περίφημο Αυτόματο του Κέμπελεν, τον διαβόητο «ΤούρκοΟ «Τούρκος» ήταν μια κατασκευή που έδινε την εντύπωση ότι μια ανθρωπόμορφη μηχανή ντυμένη με τουρκική φορεσιά έπαιζε σκάκι. Το θύμα έβλεπε τη σκακιέρα να κινείται αυτόματα, δεν έβλεπε όμως τον ισχυρό σκακιστή που ήταν κρυμμένος στη βάση της κατασκευής.

Έχοντας παίξει ακόμα και με τον Ναπολέοντα, ο «Τούρκος» ήταν μια διάσημη ατραξιόν που ωστόσο γρήγορα έπεσε σε δημοτικότητα στην Ευρώπη. Όχι όμως και σε ανερχόμενες αγορές θεάματος. Ξεκινώντας από το 1837, ο Μέλτσελ εξασφάλισε περίπου μια δεκαπενταετία προσοδοφόρων σόου, που πέρα από τον «Τούρκο» περιλάμβαναν όπερα, θέατρο, μουσικά κονσέρτα και άλλα. Το σκακιστικό αποτύπωμα που άφησε αυτό το θέαμα υπήρξε σημαντικότερο της πρόσκαιρης διασκέδασης. Το σκάκι έγινε γνωστό, διαδόθηκε ευρέως και τέθηκαν οι βάσεις της ανάπτυξης των επόμενων χρόνων.

O «Τούρκος». Πηγή: Humboldt University Library, PD-Art

Όχι ότι έγιναν όλα εν μία νυκτί. Έπρεπε να περιμένουμε τη15η Μαρτίου 1854 για να δούμε τον Ραφαέλ Μαρία ντε Μεντίβε να δημοσιεύει το πρώτο σκακιστικό πρόβλημα που εμφανίζεται στον κουβανικό Τύπο. Την ίδια χρονιά ο Κάρλος Μανουέλ ντε Σεσπέδες θα δημοσιεύσει την πρώτη ισπανική μετάφραση του περίφημου βιβλίου του Ντε λα Μπουρντοναί «Νέα πραγματεία του σκακιού». Η συνδυασμένη παρουσία του σκακιού στον Τύπο και τα βιβλιοπωλεία θα δημιουργήσουν άλλη μια υλική προϋπόθεση για τη διάδοση του παιχνιδιού: την πρόσβαση στην πληροφορία, τα νέα, τις εξελίξεις. Διόλου τυχαία ο Ντε Σεσπέδες θα αναπτύξει παράλληλα αντι-ισπανική εκδοτική δραστηριότητα που θα οδηγήσει στη σύλληψη και εξορία του, στερώντας από την κουβανική σκακιστική σκηνή έναν μεγάλο πρωτοπόρο.

Ο σπόρος ωστόσο έχει ριχθεί. Από το 1854 ως το 1868 θα διαρκέσει η πρώτη σημαντική περίοδος ανάπτυξης του κουβανικού σκακιού. Είναι η περίοδος που θα εμφανιστεί ο Φελίξ Σικρέ, ο ισχυρότερος παίκτης της περιόδου και ανεπίσημος Πρωταθλητής Κούβας, καθώς και ο Μπλαντυ Μπουσέ, πλούσιος γιος ενός Καταλανού αξιωματικού, η βίλα του οποίου θα γίνει η βάση για πάμπολλες βραδινές σκακιστικές αναμετρήσεις ανάμεσα σε εκλεκτά εδέσματα και άφθονη ροή σαμπάνιας.

Tο κομβικό συμβάν της περιόδου ωστόσο θα είναι η διπλή επίσκεψη στην Αβάνα του Πολ Μόρφι, το 1862 και το 1864, κατά την αναχώρηση και άφιξή του από το ευρωπαϊκό ταξίδι που έκανε για να αποφύγει τον εμφύλιο που είχε ήδη ξεσπάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Μόρφι αποτελεί έναν θρύλο του παιχνιδιού. Νεαρός δικηγόρος από τη Νέα Ορλεάνη θα συγκλονίσει τον σκακιστικό κόσμο όταν θα ταξιδέψει στην Ευρώπη το 1856, κερδίζοντας τον ένα μετά τον άλλο τους μετρ που συναντά στο διάβα του – με την εξαίρεση του Άγγλου Στώντον, που ευφυώς θα αποφύγει να παίξει μαζί του, επικαλούμενος σύμφωνα με τον θρύλο την εργασία του στην επιμέλεια των απάντων του Σαίξπηρ. Νους πρωτότυπος, θα συνειδητοποιήσει εγκαίρως ότι το σκάκι της εποχής του, με τις άμεσες, χωρίς σκέψη και χωρίς υπολογισμό κανενός κόστους επιθέσεις προς τον αντίπαλο βασιλιά είναι ελλιπές.

Ο Μόρφι θα είναι ο πρώτος που θα παίξει μοντέρνο σκάκι, ακολουθώντας αρχές ανάπτυξης κατά το άνοιγμα και καταλαβαίνοντας την αξία του ελέγχου του κέντρου. Αλλά, ιδιόρρυθμος, όπως αργότερα και ο Φίσερ, με την επιστροφή του θα εγκαταλείψει το σκάκι, περιοριζόμενος αυστηρά στη δικηγορία, χωρίς ωστόσο μεγάλη επιτυχία, για να πεθάνει από ανακοπή στην μπανιέρα του, μια μέρα με καύσωνα στις 10 Ιουλίου του 1884, όταν η εναλλαγή της ζέστης της ατμόσφαιρας με το κρύο νερό στην μπανιέρα αποδείχθηκε δυνατότεροσοκ από αυτό που μπορούσε να αντέξει η καρδιά του.

Η επίσκεψη του Μόρφι σε γκραβούρα του τοπικού Τύπου. Πηγή: Miguel Sanchez, Jose Raoul Capablanca. A Chess Biography

Η διαμονή του Μόρφι στην Αβάνα είναι σημαντική γιατί, ενώ έπεται της εγκατάλειψης του παιχνιδιού από τον Αμερικανό, συνοδεύεται εντούτοις από πάμπολλους αγώνες επίδειξης, με ερασιτέχνες κυρίως, στους οποίους ο Μόρφι έδινε πλεονέκτημα (είτε ίππου, είτε πιονιού και κίνησης, είτε παίζοντας χωρίς οπτική επαφή με τη σκακιέρα – ανάλογα με τη δυναμικότητα του καθενός). Οι Κουβανοί, που αρχικά δεν θα πάρουν χαμπάρι την ινκόγκνιτο παρουσία του Μόρφι στη χώρα τους, μόλις τη συνειδητοποιήσουν θα τον αποθεώσουν, ειδικά τη δεύτερη φορά. Η παρουσία του Μόρφι θα δώσει κίνητρα στους τοπικούς καλούς παίκτες να βελτιώσουν την απόδοσή τους, φέρνοντας ταυτόχρονα νέους φαν στο παιχνίδι. Κι ενώ ο Σικρέ δεν θα έχει μεγάλη τύχη, ένας Ισπανός αξιωματικός που έχει έρθει στη χώρα λίγα χρόνια πριν, ο ΣέσοΓκολμάγιοΣουπίδε, θα αποδειχθεί σκληρό καρύδι.

Έχοντας κερδίσει 3 στις 5 παρτίδες με το πλεονέκτημα του παραπάνω ίππου θα αναγκάσει τον Μόρφι να περιοριστεί στο να του δώσει πλεονέκτημα μόνο πιονιού και κίνησης. Ξέρουμε ήδη ότι ο Γκολμάγιο θα εξελιχθεί σε μεγάλη προσωπικότητα του κουβανικού σκακιού, συμβάλλοντας στη διοργάνωση δύο ματς για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Hσημαντικότερη παρτίδα του Μόρφι στην Αβάνα υπήρξε όμως άλλη: σε μια περίοδο δουλείας ο Μόρφι δέχθηκε με χαρά να αντιμετωπίσει έναν σκλάβο, κάνοντας μια ηχηρή δήλωση που μεταφέρθηκε ωστόσο καθυστερημένα στην πατρίδα του, εν μέσω εμφυλίου. Αυτή πρέπει να είναι και η μόνη καταγεγραμμένη παρτίδα στη σύγχρονη εποχή που ένας σκακιστής αντιμετωπίζει έναν μη ελεύθερο άνθρωπο, όχι με σκοπό να γελάσει εις βάρος του, αλλά θεωρώντας τον μια πλήρη προσωπικότητα, ικανή να συμμετάσχει σε αυτόν τον αγώνα για επικράτηση έως (συμβολικού) θανάτου. Δεν ξέρω με πόση χαρά είδαν την αναμέτρηση οι ισπανικές αρχές, αλλά το γεγονός ότι ακόμα και οι ισπανογενείς σκακιστές αγκάλιασαν το συμβάν δείχνει ότι το κουβανικό σκάκι υπηρετούσε από τότε τον σκοπό της ελευθερίας.

Μιλώντας για ελευθερία, το 1868 ξεκινά περίοδος εξεγέρσεων με αίτημα την ανεξαρτησία από την Ισπανία. Έως το 1878 και τη συνθήκη του Σανχόν, η οποία και παραχωρεί περισσότερες ελευθερίες στους Κουβανούς, η χώρα μαστίζεται από αιματηρές συγκρούσεις. Ο αντίκτυπος στο σκάκι θα είναι μεγάλος. Με την κρίσιμη μάζα των σκακιστών να είναι κρεολοί, οι διώξεις από την κεντρική εξουσία καταστρέφουν ουσιαστικά τη σκακιστική σκηνή της χώρας. Ο Σασπέδες πεθαίνει στο πεδίο της μάχης, ο Βάσκεζ και πολλοί άλλοι εγκαταλείπουν τη χώρα αυτοεξοριζόμενοι.. Οι σκακιστικοί πυρήνες που επιζούν βασίζονται σε Ισπανούς, όπως ο Γκολμάγιο, και αρκούν μόνο για τη συντήρηση του παιχνιδιού.

Σιδηρόδρομος στην Κούβα. Το παράδοξο της εξάρτησης: η αποικιοκρατική Ισπανία είχε χειρότερο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο από την οικονομικά πιο εύρωστη αποικία

Ωστόσο, αυτή η στιγμή της ύφεσης κρύβει μέσα της μια δυναμική ανάπτυξης. Στις ΗΠΑ οι εξόριστοι Κουβανοί σκακιστές θα αποκτήσουν επαφές με τους εκεί σκακιστές και θα τεθούν οι βάσεις μιας δικτύωσης που θα προετοιμάσει την έκρηξη της δεκαετίας του 1880. Για παράδειγμα, εξόχως σημαντική είναι η περίπτωση του Διονίσιο Μαρτίνεζ. Βασικός αντίπαλος του Γκολμάγιο για τη σκακιστική πρωτοκαθεδρία στο νησί μετά τον θάνατο του Σικρέ, ο Μαρτίνεζ θα εγκαταλείψει την Κούβα το 1872. Στις Ηνωμένες Πολιτείες θα γνωριστεί και θα αναπτύξει φιλική σχέση με τον Βίλχελμ Στάινιτς, παίζοντας μάλιστα και αρκετές παρτίδες εναντίον του. Συνιδρυτής του Σκακιστικού Συλλόγου Φιλαδέλφειας, ο Μαρτίνεζ θα αναπτύξει έντονη δραστηριότητα και ως χρηματοδότης ματς. Εικάζεται ότι αυτός, πέραν της συμπάθειας, είναι ο λόγος που ο Στάινιτς του κράτησε ειδική θέση θεατή δίπλα του στο ματς για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα με τον Τσούκερτορτ.

Ο Μαρτίνεζ θα μεσολαβήσει για την πρόσκληση και το πρώτο ταξίδι του Στάινιτς στην Αβάνα τον Φλεβάρη του 1883. Αυτή η επίσκεψη αποτελεί ορόσημο στη σκακιστική ιστορία του νησιού, καθώς για πρώτη φορά ένας παίκτης τέτοιου βεληνεκούς πηγαίνει στο νησί αποκλειστικά και μόνο για να δοκιμάσει τον τοπικό ανταγωνισμό. Η επίσκεψη του Στάινιτς, που κράτησε τρεις βδομάδες και απέφερε στον μεγάλο σκακιστή ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, ανέδειξε εντούτοις και το ταξικό χάσμα που επικρατούσε ανάμεσα στα κλαμπ πολυτελείας, μόνο για μέλη της «σακχαροκρατίας», στα οποία και έπαιξε ο Στάινιτς, με τα αυτοσχέδια κλαμπ των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων, που ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον διάσημο προσκεκλημένο. Το χάσμα αυτό, καταγεγραμμένο στον αμερικανικό Τύπο που κάλυψε το ταξίδι του Στάινιτς, αποτελούσε και έγνοια του Γκολμάγιο, που ήταν προς το παρόν ανίσχυρος να το γεφυρώσει.

Θα πρέπει να περιμένουμε ακόμα δύο χρόνια, ως τις 18 Απριλίου 1885, που θα ιδρυθεί ο Σκακιστικός Σύλλογος της Αβάνα. Έχει μεσολαβήσει μια δυνατή κρίση που ακολούθησε την κατάργηση της δουλείας και τη μετατροπή των σκλάβων σε άνεργους προλετάριους. Η κρίση δοκίμασε οικονομικά τη «σακχαροκρατία», επηρεάζοντας αναλόγως και το σκάκι. Θα έπρεπε να βρεθούν μερικοί γενναιόδωροι ομογενείς, ο Αριστείδης Μαρτίνεζ, ο ΕνρίκεΚονίλ και ο Εμίλιο Χιλδάδο, ώστε το κλαμπ να βρει την απαιτούμενη χρηματοδότηση. Οι στόχοι είναι υψηλοί: όχι μόνο η ελεύθερη πρόσβαση των Κουβανών στο σκάκι αλλά και η συγκρότηση της υποδομής για τη διοργάνωση αγώνων διεθνούς εμβέλειας.

Μαζί με την ίδρυση του κλαμπ επιστρέφει στην Κούβα από την αυτοεξορία του στο Μεξικό ο Αντρέ Κλεμέντες Βάσκεζ. Τον είχαμε δει ως δημοσιογράφο, τώρα, έχοντας πάρει τη μεξικανική υπηκοότητα, επιστρέφει ως Πρόξενος, χωρίς ωστόσο να πάψει να αρθρογραφεί και να γράφει βιβλία για το σκάκι. Ο Βάσκεζ αναδεικνύεται έτσι στην κατεξοχήν πηγή για την ανασύσταση της κουβανικής σκακιστικής ιστορίας της περιόδου, έχοντας την τιμή να είναι ο πρώτος που θα επισημάνει το ταλέντο του Καπαμπλάνκα. Ορμητικός, θυελλώδης, παθιασμένος ο Βάσκεζ αποτελεί το συμπλήρωμα της ηρεμίας και της μεθοδικότητας που εκφράζει ο Γκολμάγιο. Θα γράψει μια βιογραφία του Μόρφι, πάμπολλες αναλύσεις ματς και τουρνουά και πύρινα άρθρα, όπου προσπαθεί –εις μάτην– να υπερασπιστεί τον ρομαντισμό που εκλείπει.

Οι συντονισμένες δράσεις των μελών του κλαμπ θα οδηγήσουν στη διοργάνωση τουρνουά και στην πρόσκληση στο νησί μεγάλων παικτών της εποχής, όπως π.χ. του Μακένζι, που εκείνο το διάστημα προσπαθούσε να κανονίσει ένα ματς με τον Στάινιτς. Η προσπάθειά του δεν ευοδώθηκε αλλά η κουβανική ουδετερότητα στη μάχη ματαιοδοξίας ανάμεσα στους παίκτες της πρόσθεσε τον αέρα αντικειμενικότητας που χρειαζόταν ώστε να προβληθεί ως ιδανικός τόπος αναμετρήσεων. Αυτό το αναγνώρισε και ο ίδιος ο Στάινιτς στο δεύτερο ταξίδι του στην Αβάνα το 1888. Γυρίζοντας στις ΗΠΑ θα γράψει:

Η Αβάνα είναι το Ελντοράντο του σκακιού. Βρίσκει κανείς εκεί αληθινούς ερασιτέχνες που παίζουν για την αγάπη του παιχνιδιού και την προώθηση της ευγενούς μας απασχόλησης, για το όφελος όλης της σκακιστικής κοινότητας χωρίς το παραμικρό εγωιστικό κίνητρο. Προσκαλούν τους ισχυρότερους μετρ, ανταμείβοντάς τους πλουσιοπάροχα και αντιμετωπίζοντάς τους με την πιο διακριτική και γενναιόδωρη φιλοξενία.

Αυτό ήταν το πλαίσιο που οδήγησε την κορύφωση του 1889. Στην τρίτη επίσκεψη του Στάινιτς και την πρώτη του Τσιγκόριν: στο ματς για τον παγκόσμιο τίτλο. Ενδεικτικό της σκακιστικής ευφορίας που κατέλαβε την πόλη ήταν το ότι η πρόωρη λήξη του ματς, μιας και η διαφορά υπέρ του Στάινιτς δεν ήταν πια ανατρέψιμη, ο Τσιγκόριν δέχθηκε να παραμείνει στην πόλη, δίνοντας καθημερινά αγώνες επίδειξης, χωρίς κανένα ίχνος συντριβής από την πρόσφατη ήττα. Η σχέση του Τσιγκόριν με το κουβανικό κοινό συνέβαλε τα μάλα στο να διοργανωθεί τρία χρόνια αργότερα ένα ματς-ρεβάνς. Σ’ αυτό το ματς έχουμε και την πρώτη καταγεγραμμένη φυσική κατάρρευση διεκδικητή του παγκόσμιου τίτλου. Η τροπική ζέστη κατέβαλε και τους δύο παίκτες που πάλευαν με την αϋπνία και τα κουνούπια, αλλά ο Ρώσος, φευ, ήταν αυτός που στο τέλος δεν άντεξε, διαπράττοντας μερικά από τα μεγαλύτερα λάθη επί σκακιέρας σε παγκόσμιο πρωτάθλημα.

Απεικόνιση του δεύτερου ματς Στάινιτς-Τσιγκόριν στο ρωσικό σατιρικό περιοδικό Стрекозы. Πηγή: chessgames.com

Το δεύτερο ματς του Στάινιτς με τον Τσιγκόριν το 1892 σημαδεύει το ζενίθ της δεύτερης φάσης ανάπτυξης του κουβανικού σκακιού. Είναι σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο που βρήκε χώρο να ανθίσει το τεράστιο ταλέντο του Καπαμπλάνκα. Η άνοδός του συμπίπτει με την ανεξαρτησία της χώρας το 1902. Η θύμηση των παλιών κλαμπ ασθενεί στον χρόνο και σταδιακά η Κούβα και ο Καπαμπλάνκα γίνονται συνώνυμα. Σαν τον ήλιο που κρύβει κατά τη διάρκεια της ημέρας τα υπόλοιπα ουράνια σώματα ο Καπαμπλάνκα μονοπωλεί το ενδιαφέρον, εμποδίζοντας την πρόσβαση στη χρυσή δεκαετία του 1880. Μετά τον Καπαμπλάνκα η κυριαρχία του σοβιετικού σκακιού θα επαναφέρει την Κούβα στον χάρτη δορυφορικά. Είναι η Ολυμπιάδα της Αβάνα το 1966, με την εμπλοκή του Τσε και υπό το άγρυπνο βλέμμα του Κάστρο, που θα καταλάβει πρωταρχικό χώρο στις νέες μυθοπλασίες του σκακιστικού φαντασιακού σε πλήρη αντίστροφη σχέση με τις μέρες της «σακχαροκρατίας». Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Βραζιλία: Κατηγορίες για απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Λούλα στον προκάτοχό του Ζαΐρ Μπολσονάρου

Σε αποχώρηση αναγκάστηκε ο Ματ Γκάετς-Δεν θα γίνει υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ

Παγκόσμια διάσταση στον πόλεμο της Ουκρανίας βλέπει ο Πούτιν-Παρουσίασε το υπερόπλο Oreshnik (video)

Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα