Χτες, 15 Φεβρουαρίου σήμανε το καμπανάκι του πρώτου γύρου, στο πλαίσιο του αγώνα ΗΠΑ-Ρωσίας ο οποίος ξεκίνησε τον Δεκέμβριο, με τις προτάσεις της Μόσχας για τις εγγυήσεις ασφαλείας στην Ευρώπη. Ετοιμαζόμαστε για τον δεύτερο γύρο μετά από μια σύντομη ανάπαυλα, ο οποίος είναι αναμενόμενο να αποβεί πιο σκληρός καθώς οι «πυγμάχοι» αντιλαμβάνονται καλύτερα ο ένας τον άλλον. Νοκ άουτ δεν βγήκε κανείς προφανώς, ούτε και μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι έχει κερδίσει καθαρά στα σημεία.
Οι ΗΠΑ μπορούν να επαίρονται ότι δεν μετακινήθηκαν επί της ουσίας διόλου από τον πυρήνα των θέσεών τους. Η χτεσινή δημόσια τοποθέτηση Μπάιντεν (η καλύτερή του εδώ και καιρό) ήταν σαφής: η πιθανότητα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ παραμένει, οι ΗΠΑ στην παρούσα φάση δεν θα πολεμήσουν με την Ρωσία εκτός και αν χτυπηθούν από την τελευταία, ο Nord Stream 2 τελειώνει αν η Ουάσιγκτον στην πραγματικότητα κρίνει ότι λαμβάνει χώρα ρωσική εισβολή στην ουκρανική επικράτεια, οι Αμερικανοί ολίτες θα επωμιστούν το βραχυπρόθεσμο, κατά τον ίδιο, οικονομικό κόστος, ωστόσο αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της χώρας τους στον κόσμο. Παρότι μάλιστα, η δημοφιλία του Μπάιντεν έχει πάρει την κατιούσα, μια «προεδρική» του παρουσία σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης, μπορεί να τον αναζωογονήσει.
Επιπλέον είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ εδώ και χρόνια, επεδίωκαν να καταργήσουν αυτόν τον αγωγό Γερμανίας-Ρωσίας, προκειμένου να προωθήσουν σχετιζόμενα με τις ίδιες οικονομικά συμφέροντα. Ο αδύναμος Γερμανός καγκελάριος, ουσιαστικώς έχει συρθεί πιο κοντά στην θέση της Ουάσιγκτον. Οι ΗΠΑ τον πειθανάγκασαν να βάλει το περίστροφο στο κεφάλι του και να βεβαιώνει ότι θα πατήσει την σκανδάλη, εφόσον οι τελευταίες, του το απαιτήσουν. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Ουάσιγκτον έχει ένα δυνάμει καθαρό κέρδος, ενώ παραλλήλως μπορεί να διεκδικεί επικοινωνιακούς πόντους, κάθε μέρα κατά την οποία η προαναγγελθείσα από τις ίδιες τις ΗΠΑ ρωσική εισβολή καθυστερεί.
Βεβαίως, φάνηκε ότι οι εταίροι τους στην Ευρώπη, ακόμα και ο πρόεδρος Ζελένσκι μέσα στην Ουκρανία, δεν είναι ακριβώς περιχαρείς με την στάση του προέδρου Μπάιντεν και του αμερικανικού κατεστημένου. Οι ρωγμές στο «δυτικό» μπλοκ είναι εμφανείς, αν και ακόμα ελεγχόμενες. Επιπλέον, η παρούσα κατάσταση πλήττει την οικονομία των ΗΠΑ – αν και όχι όσο την ευρωπαϊκή. Ακόμα χειρότερα για τις ΗΠΑ, αυτή η διαρκής δοκιμασία των αντοχών τους, η οποία έλαβε χώρα και σε σχέση με το Αφγανιστάν, ακτινογραφεί τα όρια της ισχύος τους γενικώς.
Επομένως, οι ΗΠΑ εξέρχονται του πρώτου γύρου, έχοντας γράψει μερικούς πόντους αλλά ταυτοχρόνως σε μια προϊούσα διαδικασία εντεινόμενης διεθνοπολιτικής κόπωσης και αναγκαστικής υπερεπέκτασης, πέρα από και κόντρα στις προθέσεις τους.
Από την άλλη, η Ρωσία αποπειράται να διεξαγάγει κινήσεις στο πλαίσιο του βασικού διδάγματος του Σουν Τζου, ο οποίος όριζε ως τον ιδεώδη στρατηγό εκείνον ο οποίος νικά στην μάχη πριν ακόμα παρατάξει τα στρατεύματα στο πεδίο της μάχης. Με άλλα λόγια, η Μόσχα χρησιμοποιεί τακτικές υβριδικού πολέμου προς το παρόν και διπλωματικής πίεσης.
Για να τα πάρουμε από την αρχή, η Ρωσία πέτυχε να τοποθετήσει τις ανησυχίες της περί της ασφάλειάς της και το αίτημά της περί μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη, στο επίκεντρο του παγκοσμίου διαλόγου, συνθήκη η οποία δεν υφίστατο μέχρι κάποιους μήνες πριν. Επιπλέον, πέτυχε να φέρει πιο κοντά στις θέσεις της τις ΗΠΑ, αν και σε δευτερεύοντα για την ίδια την Ρωσία θέματα. Τρίτον, όντως βοήθησε να καταδειχθούν τα διαφορετικά συμφέροντα ΗΠΑ-ευρωπαϊκών κρατών, χωρίς όμως να μπορεί ακόμα να σύρει τα τελευταία πραγματικά μακριά από την Ουάσιγκτον. Τέταρτον, η Ρωσία πέτυχε να δείξει ποιος είναι το «αφεντικό» στο πεδίο σε ό,τι αφορά την Ουκρανία και τον μετασοβιετικό χώρο κατά ένα μέρος: χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός, η οικονομία της Ουκρανίας αιμορραγεί, βουλευτές και ολιγάρχες εγκατέλειψαν την πρωτεύουσά της το Κίεβο, το ίδιο η πρεσβεία των ΗΠΑ, ξένοι πολίτες καλούνται να φύγουν από την επικράτειά της, ο ουκρανικός εναέριος χώρος ατύπως έκλεισε ή τουλάχιστον δεν χρησιμοποιείται ευρέως από τα πολιτικά αεροπλάνα, ο πρόεδρος Ζελένσκι αποδυναμώνεται ενώ παραλλήλως βρέθηκε σε διαφωνία έως αντιπαράθεση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, κυβερνοεπιθέσεις χτύπησαν το τραπεζικό σύστημα. Εν γένει η Ουκρανία βρίσκεται σε συνθήκες κρίσης έως αποσταθεροποίησης.
Η οικονομία των κρατών-μελών της Ε.Ε. πλήττεται και ομολογείται πλέον από τον Γερμανό καγκελάριο ότι χωρίς ασφάλεια για την Ρωσία δεν υπάρχει ασφάλεια για την Ε.Ε. συνολικά. Όλα αυτά αποτελούν κέρδη, χωρίς επιπλέον να μπορεί η Ρωσία να κατηγορηθεί για επιθετικότητα.
Από την άλλη όμως, όπως είπαμε, δεν έλαβε το μείζον: τις εγγυήσεις στις πρωτεύουσες ανησυχίες της από τις ΗΠΑ. Επίσης, η Νατοποίηση της Ουκρανίας επιταχύνεται εντυπωσιακά. Η ίδια η Ρωσία έχει υποστηρίξει πως δεν θα περιμένει για πάντα, ωστόσο ακόμα υποχρεούται να κάνει υπομονή, ενώ μάλιστα δεν έχει πολλά να περιμένει ως προς την δέσμευση περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ. Και για την ίδια άλλωστε, τόσο η διαρκής στρατιωτική κινητοποίηση, όσο και οι υβριδικές μορφές πίεσης μπορούν να είναι αποτελεσματικές για ένα σχετικώς σύντομο χρονικό διάστημα. Έπειτα, θα πρέπει είτε να αναβαθμίσει την δράση της, είτε να υποχωρήσει.
Στον δεύτερο γύρο πρέπει να μπει με τρόπο που να αναγκάσει τις ΗΠΑ να μετακινηθούν. Δεν θα είναι εύκολο: απαιτούνται πολύπλευρες και μη αναμενόμενες πιέσεις προς την Ουάσιγκτον, όπως επίσης και τετελεσμένα στο πεδίο. Καμία από τις δύο επιλογές δεν είναι εύκολη, παρότι πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο Πούτιν παίζει με τον χρόνο με μεγαλύτερη άνεση από εκείνη την οποία θέλει να δείχνει ότι έχει – με αντίτιμο φυσικά τον στενότερο, ιστορικό εναγκαλισμό του με την Κίνα.
Στον ανταγωνισμό αυτό υπάρχει ένας βέβαιος χαμένος: η Ε.Ε. Η Γαλλία αλλά στην πραγματικότητα και η Γερμανία έχουν εκμηδενιστεί διεθνοπολιτικώς.
Υπάρχει επιπλέον και ο δρών στην σκιά – ακόμα: η Κίνα. Η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας αποδυναμώνει και τις δύο, προς όφελος της Κίνας και της συμμαχίας της με την τελευταία.
Ο δεύτερος γύρος ξεκινά σε λίγο και αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον και με ακόμα μεγαλύτερη στρατιωτικοπολιτική ένταση.