Άνθρωπο να μαζεύει πεταμένη γόπα τσιγάρου για να την καπνίσει, δεν είχα δει ποτέ· την εικόνα την ήξερα μόνο από την «παράγκα» του Σαββόπουλου, τραγούδι γραμμένο το ‘75, το οποίο στο παιδικό, εφηβικό και προ-μνημονιακό μου μυαλό παρέπεμπε σε ζοφερές εποχές φτώχειας, σε εικόνα από το μυθιστορηματικό σύμπαν του Ντίκενς.
Την πρώτη φορά που είδα με τα μάτια μου άνθρωπο με σάρκα και οστά να σκύβει και να μαζεύει μισοκαπνισμένο τσιγάρο από του πεζοδρομίου τη ρυπαρή εσοχή, εκεί όπου συναντιέται το μπετό με την άσφαλτο και συνωθούνται όλα τα ανεμόφερτα σκουπίδια, σοκαρίστηκα βαθιά. Η σκηνή έπαιζε για μέρες ή μάλλον για πολλά βράδια, στο κεφάλι μου, με τη ζωντάνια κινηματογραφικής ταινίας. Σε εκείνο πάντα το απροσδιόριστο όριο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, καθώς κάτι μέσα μου αρνιόταν πεισματικά να το πιστέψει. Θυμάμαι ακόμα την τρυφερότητα με την οποία την έπιασε, την έφερε κοντά στα χείλη για να φυσήξει τη σκόνη από πάνω της, και πως, ανοίγοντας έπειτα την σφιγμένη παλάμη, την τοποθέτησε πλάι σε μια προσεκτικά φυλαγμένη παράταξη μικρών ή μεγαλύτερων αποτσίγαρων. Σαν παιδάκι που ρίχνει κλεφτές ματιές στον θησαυρό του. Ήταν το σωτήριο έτος δύο χιλιάδες οκτώ (ή εννιά).
Ανάλογο σοκ υπήρξε και το θέαμα του πρώτου άστεγου στους δρόμους της πόλης. Σήμερα αυτό ακούγεται αστείο, καθώς το γεγονός μοιάζει παντοτινό, άχρονο, σύμφυτο με την ανθρωπογεωγραφία της μεγαλούπολης, το πέρασμα όμως από το περιστασιακό ανέστιο στην μαζικότητα του φαινομένου που μας επιτρέπει πια να μιλάμε για φυλές αστέγων, η γενιά μου το πρωτογνώριζε μαζί με το πέρασμα από τη δραχμή στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα που πολλοί νομίζανε συνώνυμο μιας άνευ προηγουμένου ευημερίας. Αυτό που στη συγκεκριμένη περίπτωση θυμάμαι πολύ καθαρότερα, είναι το πόσο ξένη μου φαινόταν η εικόνα των σπαρμένων κλοσάρ στο σκοτεινό περιθώριο της πόλης του φωτός· «εμείς ευτυχώς δεν έχουμε τέτοιο πράγμα στον τόπο μας», σκεφτόμουν ως φοιτητής. Τότε που ήταν ακόμα οικονομικά εφικτή η φοίτηση στα Παρίσια· ζούσα με όσα ζούσε κι ο ξάδερφός μου που σπούδαζε Νομική στη Σαλονίκη. Σήμερα, κοντά μισό αιώνα άνθρωπος, δεν μπορώ ούτε ξώφαλτσο σαββατοκύριακο να περάσω στην πόλη όπου σπούδασα.
Δεν αναπολώ νοσταλγικά τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90· κάθε άλλο. Τα ίδια πάνω κάτω προβλήματα υπήρχαν, κυρίως όμως υπήρχε ακόμα χώρος κάτω από το χαλί όπου σαρώναμε όλα τα σκουπίδια στα οποία έχουμε έκτοτε πνιγεί. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο άνοιγμα της ψαλίδας. Μπορεί η αίσθηση να ήταν πλασματική, καθώς βασιζόταν σε ξένο, κομματικά μοιρασμένο και φαγωμένο χρήμα (όλοι μαζί τα φάγανε κι εξακολουθούν να τα ροκανίζουν) δεν αισθανόμασταν όμως την βρωμερή ανάσα της φτώχειας στο σβέρκο, όπως σήμερα. Δεν μας έκλεβε τον ύπνο ένας λογαριασμός της ΔΕΗ, ο ΦΠΑ, ο ΕΝΦΙΑ και κανένα άλλο βαρβαρόηχο αρκτικόλεξο.
Όλη η παραπάνω φλύαρη εισαγωγή έγινε για να πω, πως από την εποχή των πρώτων μνημονίων της φτωχοποίησης και της μιζέριας έχω ολοένα και εντονότερη την αίσθηση ότι η ζωή μας περιγράφεται φωτογραφικώ τω τρόπω, μέσα από τους στίχους της Παράγκας του Σαββόπουλου, με ελάχιστες, σχεδόν αμελητέες πραγματολογικές μετατοπίσεις. Ανέκαθεν αισθανόμουν πως μπορούσα να περιγράψω κάθε περίοδο και εποχή της ζωής μου με στίχους από τα τραγούδια του συνθέτη της Συγκέντρωσης της ΕΦΕΕ· και πως όσο περισσότερο απομακρυνόταν ως άνθρωπος, τόσο πιο κοντά αισθανόμουν στους στίχους του. Τα τελευταία ωστόσο χρόνια του φόβου, του ζόφου, της απελπισίας που έχει πια φωλιάσει στην ψυχή μας, νιώθω πως τη ζωή μας όλη την εξαντλούν οι πέντε στροφές της Παράγκας.
Το «όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα / παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα» ανήκει στους πολυπρόσωπους εκείνους στίχους που αποκάλυπταν νέες, κάθε τόσο, κρυμμένες σημασίες, χωρίς ποτέ να χάνουν την επικαιρότητά τους. Από τα στημένα, σε πιο ανέμελες οικονομικά εποχές, του κάθε αθλητικού παραμάγαζου, στα κακοφτιαγμένα διαμερίσματα του ’80 εντός των οποίων έχουμε μάθει να τουρτουρίζουμε εδώ και χρόνια, μέχρι τη συνολικότερη αίσθηση της προχειρότητας και της κακοτεχνίας που διέπει κάθε σύγχρονη κοινωνική και πολιτική κατασκευή σ’ αυτόν τον τόπο. Παράγκες είναι τα νοσοκομεία και τα σχολεία μας, παράγκες τα κόμματα εξουσίας, τα funds και οι επενδυτικοί όμιλοι που ρημάζουν τη χώρα. Το «κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία / αιτήσεις για τη Γερμανία» δεν χρειάζεται το παραμικρό σχόλιο, καθώς αστράφτει σαν ολοκαίνουργιο κέρμα. Μπορεί να μην φεύγουμε στη Γερμανία, αλλά όπου ο καθείς τον εαυτό του δύναται να σώσει, με την ίδια όμως αγωνία ζωής και θανάτου που γεννούσε κάποτε το άγονο και σκληρό χωράφι του χωριού, μεταπολεμικά.
«Η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί / την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί». Μικρή μετατόπιση: πάμπολλες γυναίκες εξακολουθούν να κλαίνε βουβά τα βράδια στο μαξιλάρι τους, θύματα μιας κτηνώδους αρσενικής νοοτροπίας δαρμού και βιασμού που θεριεύει μέσα σ’ ένα κλίμα διάχυτης φονικότητας, αυθαίρετης κατασταλτικής βίας και τυφλού τσαμπουκά. «Στα γήπεδα η Ελλάδα» εξακολουθεί να «αναστενάζει», με τον τζόγο ως πειστήριο βαθιάς αθεράπευτης απελπισίας και κοινωνικού αδιεξόδου, να ανθεί όσο ποτέ άλλοτε, μηχανευόμενος διαρκώς νέους τρόπους καταλήστευσης του καταληστευμένου. «Στέκει στο περίπτερο διαβάζει / φυλλάδες με μιάμιση δραχμή». Τη δραχμή την κλαίμε, πληρώνοντας 1.85 ευρώ το λίτρο την βενζίνη και 4 ευρώ τα διόδια, όντας ουσιαστικά αποκλεισμένοι στο χιλιομετρικό όριο αντοχής των ποδιών μας, όμως οι φυλλάδες που πωλούνται σε πολλαπλάσια πλέον τιμή, εξακολουθούν να είναι σε τραγικά συντριπτικό βαθμό κίτρινες και ακραία ιδεολογικά στρατευμένες, αν όχι απόλυτα εξαγορασμένες με κυβερνητικό χρήμα. Οι «φυλλάδες» της «Παράγκας» είναι πλέον ηλεκτρονικές, ενώ κιτρινίζουν και βρωμίζουν και τις οθόνες μας εν είδη ενημερωτικών δελτίων κι εκπομπών.
«Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι / Είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας / Είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας / Κι ο χαφιές μου μας ακολουθεί». Όχι, αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι ένας εφιάλτης, όπως ο αυτολογοκρινόμενος χαφιές που έχουμε καταπιεί στην προσπάθειά μας να επιβιώσουμε «στην καλύτερη χώρα του κόσμου», σύμφωνα με τα περπερόγλωσσα πρωθυπουργικά χείλη. Στην Ελλάδα του 2022, όπου το ψέμα μάς το φτύνουν κατάμουτρα, ενώ μετράμε καθημερινά τους νεκρούς κατά εκατοντάδες. Αυτό, κανένα τραγούδι του Σαββόπουλου δεν μπορούσε ποτέ να το φανταστεί.