Να προσφύγει στον ΟΗΕ για τον βασανισμό του από τις αστυνομικές δυνάμεις προκειμένου να παραδεχθεί τη συμμετοχή του σε μία από τις πλέον πολύκροτες ληστείες της Ιρλανδίας προτίθεται ο Όσγκουρ Μπρίτναχ (Osgur Breatnach), ένας από τους τρεις ανθρώπους που καταδικάστηκαν άδικα σε κάθειρξη από εννέα έως δώδεκα χρόνια για ένα έγκλημα που δεν διέπραξαν, σε μια από τις χειρότερες κακοδικίες της Ιρλανδίας.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο πρώην δημοσιογράφος, εξαναγκάστηκε να παραδεχθεί τη συμμετοχή του στη 17μελή ένοπλη συμμορία, τα μέλη της οποίας το 1976 παρουσιάστηκαν ως αστυνομικοί και λήστεψαν τη νυχτερινή ταχυδρομική αμαξοστοιχία στο Σαλίνς (Sallins), στην κομητεία Κίλνταρ (Kildare), αρπάζοντας ποσό που ισοδυναμεί σήμερα με ένα εκατομμύριο λίρες σε μετρητά, μία ληστεία για την οποία ο IRA θα αναλάμβανε αργότερα την ευθύνη δύο φορές.
«Ήταν σαν να έπαιζα την τυφλόμυγα που παίζαμε μικρά, στριφογύριζα και δεν είχα καμία σχέση με ό,τι υπήρχε γύρω μου, με τη διαφορά ότι τα μάτια μου ήταν ανοιχτά. Με χτυπούσαν συνέχεια, με έσπρωχναν στα ντουλάπια. Προσπάθησα να μπω σε μια γωνία για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και δεν μπορούσα, οπότε σκέφτηκα “θα πω ότι ήμουν εκεί”. Και έτσι το ξύλο σταμάτησε» αποκαλύπτει σύμφωνα με δημοσίευμα του Guardian ο Οσ. Μπρίτναχ, αφηγούμενος όσα συνέβησαν όταν συνελήφθη για πρώτη φορά από την αστυνομική δύναμη της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (Garda Síochána).
Η καταδίκη ακυρώθηκε το 1980 και του επιδικάστηκε αποζημίωση μετά από αστική αγωγή, χωρίς ποτέ να διερευνηθεί, ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο αποσπάστηκαν οι ομολογίες ενοχής αποσπάστηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως μοναδική έρεισμα για τις καταδικαστικές αποφάσεις των δικαστηρίων.
«Μου έδωσαν ένα στυλό, αλλά το κρατούσα έτσι» αναφέρει δείχνοντας πόσο τρεμάμενο ήταν το χέρι του. «Δεν μπορούσα να κρατήσω το στυλό, οπότε με πέταξαν στην άκρη … και άρχισαν πάλι από την αρχή. Ζαλιζόμουν, είχα έναν φοβερό πονοκέφαλο, πονούσα παντού, ήμουν αποπροσανατολισμένος, τρομοκρατημένος. Ένα μέρος του μυαλού μου έλεγε «θα με σκοτώσουν». Μέχρι τη στιγμή που μου απαγγέλθηκαν κατηγορίες στο περιφερειακό δικαστήριο είχα κρατηθεί οκτώ φορές διαδοχικά σε διάστημα οκτώ ημερών, είχα πάει σε δύο φυλακές, δύο δικαστήρια και στο νοσοκομείο. Ήταν απλά σαν μια χιονοστιβάδα».
«Στην υπόθεση Σαλίνς θέλουμε οι υπεύθυνοι, οι επιζώντες αξιωματικοί να υποχρεωθούν να καταθέσουν ως μάρτυρες. Θα ζητήσουμε την αποκάλυψη όλου του υλικού που βρίσκεται στην κατοχή του κράτους. Αυτοί που υπέφεραν έχουν δικαίωμα στην αλήθεια, η πρόσβαση στην οποία μέχρι σήμερα τους έχει απαγορευτεί» σημειώνει σχετικά ο δικαστικός σύμβουλος της KRW Law, μιας υψηλού προφίλ νομική εταιρεία του Μπέλφαστ που επιδιώκει την αποκάλυψη της αλήθειας και συνεργάζεται επίσης με το Ιρλανδικό Συμβούλιο για τις Πολιτικές Ελευθερίες (Irish Council for Civil Liberties – ICCL) για μια πιθανή αναφορά προς την ιρλανδική κυβέρνηση.
Σημειώνεται ότι στο ενδεχόμενο καταγγελίας στην Επιτροπή του ΟΗΕ κατά των Βασανιστηρίων η εισαγγελία προέβαλε τους ισχυρισμούς ότι τα τραύματα του Οσ. Μπρίτναχ ήταν «αυτοτραυματισμοί», παρόλο που βρισκόταν διαρκώς υπό την επίβλεψη των δυνάμεων ασφαλείας πριν υπογράψει την «ομολογία» του.
Για «αποτυχία των διαδοχικών ιρλανδικών κυβερνήσεων να εξετάσουν τι συνέβη» έκανε λόγο από την πλευρά του το ICCL σε μια μετριοπαθή δήλωση, ζητώντας τη διεξαγωγή έρευνας για τη διερεύνηση των παραβιάσεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
«Το να αγνοεί μια δυτική δημοκρατία έναν τέτοιο ισχυρισμό και να μην τον διερευνά, αποτελεί κατηγορητήριο για την εν λόγω δημοκρατία, η οποία θα απαιτούσε μια παρόμοια έρευνα για παρόμοιες πρακτικές από άλλα κράτη. Αυτό είναι υποκρισία» σημειώνει η KRW, συμπληρώνοντας πως «η παλαιότητα του ισχυρισμού, ιδίως όταν αποκαλύπτει μια συστηματική πρακτική κακοποίησης, δεν είναι σημαντική. Το γεγονός ότι αυτό επιτράπηκε να συμβεί και δεν ακολούθησε καμία συνέπεια, όπως η δίωξη των δραστών, είναι αυτό που απαιτεί να αποκαλυφθεί, ακόμη και αν οι σημερινοί υπεύθυνοι διαμαρτύρονται ότι ήταν πριν από πολύ καιρό και ότι έχουμε προχωρήσει».
Την ίδια ώρα, ο εκπρόσωπος της Ιρλανδής υπουργού Δικαιοσύνης επιχείρησε να δικαιολογήσει τις αστυνομικές πρακτικές ζητώντας να ληφθεί υπόψιν πως ανήκουν σε μια άλλη εποχή, υπενθυμίζοντας ότι «ένα νέο σύστημα προσφυγής με βάση την κακοδικία» είχε εισαχθεί ως αποτέλεσμα του νόμου περί ποινικής δικαιοσύνης του 1984.
Ο ίδιος μάλιστα επικαλέστηκε τον κώδικα δεοντολογίας που διαθέτει η αστυνομία από το 2015, υποστηρίζοντας ότι «υπογράφεται από όλα τα μέλη και αποτελεί τον πυρήνα των δεσμεύσεών τους όσον αφορά τη συμπεριφορά και τα πρότυπα» για να καταλήξει ότι ο επίτροπος της αστυνομικής δύναμης «έχει δεσμευτεί πλήρως για την τήρηση των υψηλότερων προτύπων στην υπηρεσία αστυνόμευσης».