Όταν οι άνθρωποι κάνουν την ερώτηση γιατί γίνεται ένας πόλεμος, σε μια υποτιθέμενη προσπάθεια να αναζητήσουν τα αίτια, συνήθως εννοούν ποιος έχει την ευθύνη για το ξέσπασμά του, προκειμένου μέσω αυτής της απόδοσης ή επίρριψης ευθύνης να υπάρξει καταλογισμός ενοχής. Η ιστορία σε ό,τι αφορά το παρελθόν, και η δημοσιογραφία στη σύντομη χρονική κλίμακα του παρόντος, συνήθως δίνουν μια απλή, καθαρή και συνεχώς επαναλαμβανόμενη απάντηση: ο επιτιθέμενος. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις, στην πλευρά του επιτιθέμενου κυριαρχεί ένας κακός άνθρωπος, αν όχι κάποια διαταραγμένη προσωπικότητα, ή και κάποιο είδος συλλογικής παράνοιας. Μάλιστα, στο ατομικό επίπεδο, ο ιστοριογραφικός μας πρωταγωνιστής, σκόπιμα και συνειδητά, δηλαδή έχοντας κίνητρο, φταίει για το ξέσπασμα του πολέμου.
Όμως δεν αρκεί μόνον αυτό. Επιπροσθέτως, ο σίγουρα κακός αν όχι διαταραγμένος αυτός άνθρωπος, μαζί με το επιτελείο του, έχει προνοήσει και σχεδιάσει τον πόλεμο εκ των προτέρων, δηλαδή έχει πλάνο ή σχέδιο, με την απόδειξη αυτού του προσχεδιασμού να αποτελεί καθήκον των ιστορικών ex post facto, δηλαδή κατόπιν εορτής (ήτοι ήττας), και μετά το πέρας των γεγονότων. Τέλος, όταν έρχεται στην επιφάνεια το ερώτημα του χρονισμού, δηλαδή γιατί ο πόλεμος συνέβη τώρα και όχι νωρίτερα, μια συνηθισμένη απάντηση είναι ότι ναι μεν ο πρωταγωνιστής μας και το επιτελείο του είχαν προσχεδιάσει τον πόλεμο αλλά μέχρι τώρα τον ανέβαλαν προκειμένου να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία, δηλαδή αποδίδεται δύναμη ελέγχου όχι απλώς των γεγονότων αλλά και της ροής ή εξέλιξής τους.
Έτσι, μια πολύ συνηθισμένη και κυρίαρχη απάντηση, που αποτελεί δείγμα και της εποχής μας, στο ερώτημα γιατί γίνεται ένας πόλεμος είναι η εξής: «ο επιτιθέμενος κακός ή ψυχοπαθής (τάδε) ευθύνεται για τον πόλεμο. Όχι απλώς τον ξεκίνησε αλλά τον είχε προσχεδιάσει κιόλας, και μόλις οι συνθήκες ήταν κατάλληλες εξαπέλυσε τον πόλεμο».
Ασφαλώς, αυτή δεν είναι μια ιστορική μέθοδος ή μια θεωρία ιστορίας παρά μια προσέγγιση δικαίου και ένας τρόπος επίρριψης ευθυνών ή ενοχής και καταδίκης.
Δεν θα εμβαθύνουμε εδώ στο γεγονός ότι όλα όσα προηγήθηκαν προϋποθέτουν τη θεωρία του ενός ―προσώπου, επιτελείου, κράτους― που έχει την ευθύνη για τον πόλεμο. Ωστόσο οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις για το κομβικό στοιχείο της όλης συλλογιστικής, δηλαδή για τον επιτιθέμενο:
Πρώτον, μια επίθεση σε τακτικό επίπεδο κάλλιστα μπορεί να αποτελεί πράξη άμυνας σε επίπεδο στρατηγικής. Υπό καμία έννοια μια επιθετική ενέργεια δεν έρχεται σε αντίθεση ή δεν αναιρεί μια στρατηγική άμυνας. Με απλά λόγια, και ο αμυνόμενος επιτίθεται. Και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν μπορεί παρά να επιτεθεί πρώτος.
Δεύτερον, στην εποχή μας κανένα κράτος δεν χαρακτηρίζει τον εαυτό του επιτιθέμενο και τις ενέργειές του επιθετικές. Ακόμα και το κράτος που έχει διεξάγει τους περισσότερους πολέμους τις τελευταίες δύο με τρεις γενιές, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αναφέρονται στο στρατιωτικό τμήμα του κράτους ως «Υπουργείο Άμυνας» αντί για «Υπουργείο Πολέμου», όπως ονομαζόταν στο παρελθόν, δηλαδή προπολεμικά. Η εισβολή στο Αφγανιστάν ήταν μια «άμυνα» απέναντι σε τρομοκρατικές επιθέσεις. Η εισβολή στο Ιράκ το ίδιο, με την προσθήκη στην εξίσωση υποτιθέμενων όπλων μαζικής καταστροφής. Η εισβολή στο Βιετνάμ ήταν επίσης μια «άμυνα» ενάντια στην πιθανότητα ενός υποτιθέμενου ντόμινο, ενώ η επέμβαση στον πόλεμο της Κορέας ήταν μια συνεισφορά σε «άμυνα», κατόπιν αιτήματος του καθεστώτος Syngman Rhee, έχοντας ουσιαστικά το βλέμμα στραμμένο στην Ιαπωνία. Το ΝΑΤΟ είναι ένας «αμυντικός» οργανισμός. Η τριμερής «αμυντική» συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας (AUKUS), και η τετραμερής συμφωνία ασφάλειας μεταξύ Η.Π.Α, Ινδίας, Ιαπωνίας και Αυστραλίας (QSD/QUAD), είναι και οι δύο συλλογικές «αμυντικές» δομές. Τι ακριβώς είναι η άμυνα;
Τρίτον, ποιο ακριβώς είναι το όριο που αν ξεπεράσουμε βρισκόμαστε από μια κατάσταση ειρήνης σε συνθήκες πολέμου; Οι οικονομικές κυρώσεις που έχουν ως αποτέλεσμα εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες νεκρούς δεν είναι πολεμική ενέργεια αλλά μια στρατιωτική επιχείρηση που δεν έχει νεκρούς είναι; Ποιος είναι αμυνόμενος και ποιος επιτιθέμενος; Και κυρίως: Τι ακριβώς είναι ο πόλεμος; Άραγε είναι μια συνθήκη που βρίσκεται σε ένα άκρο, ξεκάθαρα διαχωρισμένη και δίχως να έχει την παραμικρή σχέση με μια κατάσταση ειρήνης που βρίσκεται σε κάποιο αντίθετο άκρο; Ή μήπως οι διαφορές τους βρίσκονται κυρίως σε ζητήματα έντασης, οργάνωσης, συμμετοχής, συγκέντρωσης: εάν η ειρήνη αποτελεί μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση χρόνιων, διάχυτων, σποραδικών μη οργανωμένων συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, εξαιρετικά χαμηλής έντασης και πολύ μικρής έκτασης και διάρκειας, που επιλύονται στο πλαίσιο ενός εσωτερικού δικαίου και με την απειλή χρήσης νόμιμης βίας, από μια ανώτερη αρχή που επιβάλλει τάξη κ.λπ, τότε μπορεί κανείς όχι μόνο να αντιληφθεί αλλά και να προσδιορίσει διαφορετικά τον πόλεμο, και όχι ως εκ διαμέτρου αντίθετο πόλο από την ειρήνη.
Επειδή τα πράγματα αυτά είναι εξεζητημένα, και δεν έχουν υπάρξει οριστικές απαντήσεις ούτε σε επίπεδο επιστήμης ούτε σε επίπεδο φιλοσοφίας, γι’ αυτό αναλαμβάνουν οι νομικοί και οι ιστορικοί, προκειμένου οι πολιτικοί να παίρνουν τις αποφάσεις τούς και οι πολίτες να διαμορφώνουν μια «κοινή γνώμη» που να τις νομιμοποιεί, με την «βοήθεια» των δημοσιογράφων. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει και ο ιστοριογραφικός μας πρωταγωνιστής, ο οποίος θα καταστεί ένοχος για τους δικαστές, διαταραγμένη προσωπικότητα για τους ψυχανθρώπους, κακός για τους δημοσιογράφους και την κοινή τους γνώμη και, τέλος, ανάξιος εμπιστοσύνης, διεφθαρμένος και ψεύτης, επιζήμιος για το συλλογικό συμφέρον του λαού του και αμείλικτος, ανάλγητος και απάνθρωπος απέναντί του, τύραννος ικανός να διαπράξει κάθε έγκλημα και αδίστακτος προκειμένου να ικανοποιήσει το προσωπικό του συμφέρον, για τους πολιτικούς.
Και σε περίπτωση που δεν αρκεί μόνο αυτός, καθώς κάτι τέτοιο φαντάζει εντελώς γελοίο σε αρκετές περιπτώσεις, υπάρχει και το επιτελείο του, και αν ακόμη αυτό δεν αρκεί, υπάρχει και το κράτος του (και η θεωρία του ενός ―προσώπου, επιτελείου, κράτους― που φέρει την ευθύνη). Η Γιουγκοσλαβία του τάδε, το Ιράκ του δείνα, η Λιβύη του τρίτου και η Συρία του άλλου, η Ρωσία του τάδε, οι ΗΠΑ του δείνα και η Κίνα του άλλου. Όλοι αυτοί οι τάδε και οι δείνα, οι τρίτοι και οι άλλοι, αποτελούν δυνητικούς υποψήφιους μελλοντικής δίκης στα πρότυπα της Γερμανίας του γνωστού και μη εξαιρετέου και συνεχώς κατονομαζόμενου. Βέβαια, όπως προείπαμε, αυτές είναι αντιλήψεις που έχουν μεγαλύτερη συνάφεια με το δίκαιο παρά με την ιστορία, και υπό αυτή την έννοια τα περισσότερα ιστορικά έργα, όπως και οι περισσότερες ιστοριογραφίες, εξυπηρετούν νομικούς και πολιτικούς στόχους.
Όμως ενώ αυτές οι «ιστορικές» αντιλήψεις, όπως διατυπώθηκαν στην εισαγωγική παράγραφο, μπορεί να εξυπηρετούν σκοπούς από την περιοχή του δικαίου, παραδείγματος χάριν τα κατηγορητήρια, τις παραβιάσεις συμβάσεων, την ανάληψη ευθύνης ή και την αποδοχή ενοχής (με το περίφημο άρθρο 231 της Συνθήκης των Βερσαλλιών, War Guilt Clause, να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα), εφαρμοζόμενες στα ιστορικά γεγονότα δεν εξηγούν τίποτα.
Κεντρική φωτογραφία: Πίνακας του Emile Bestellère με τίτλο: L’oublié : épisode de la guerre