Όπως γράφαμε στο προηγούμενο άρθρο μας σχετικώς με την αντιπαράθεση Δύσης- Ρωσίας, ο δεύτερος γύρος με επίκεντρο την Ουκρανία επρόκειτο να έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον και υψηλότερη στρατιωτικο-διπλωματική ένταση.
Ο δεύτερος γύρος πράγματι έχει ξεκινήσει. Για την ακρίβεια μοιάζει να ολοκληρώνεται κιόλας, διαμορφώνοντας μιαν «αίσθηση 1914», στην ατμόσφαιρα. Ξεκίνησε ως ο γύρος της ένοπλης διπλωματίας και ολοκληρώνεται με αλλαγή των συνθηκών στο έδαφος. Κρίνεται η μη πολεμική κατά βάση επίλυση του προβλήματος ασφαλείας της Ρωσίας και επομένως η διαμόρφωση του νέου ευρωπαϊκού υποσυστήματος ασφαλείας ή το ξέσπασμα ενός νέου μεγάλου ευρωπαϊκού πολέμου, με τις προοπτικές να κλίνουν προς την δεύτερη επιλογή.
Χωρίς να προβαίνουμε σε λεπτομερείς αναφορές ως προς το τι συμβαίνει στο έδαφος (εξαιτίας του γεγονότος ότι οι καταστάσεις μεταβάλλονται ανά ώρες στην πραγματικότητα) η γενική εικόνα είναι ότι υπάρχει μια διαρκής κλιμάκωση των εχθροπραξιών στην περιοχή του Ντονμπάς, μεταξύ του ουκρανικού στρατού και των ενόπλων δυνάμεων των δύο αυτοανακηρυχθεισών Λαϊκών Δημοκρατιών. Μάλιστα δεν πρέπει να υποτιμούμε την είδηση περί απόπειρας σαμποτέρ να εισβάλλουν στα εδάφη της Ρωσίας.
Επιπλέον, η αναγνώριση από την Ρωσία των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ δίνει την δυνατότητα στην Ρωσία να εισέλθει και επισήμως δια των ενόπλων δυνάμεών της, στις δύο περιοχές, όπως και να λάβει μέρος στις εχθροπραξίες, επικαλούμενη την συναίνεση των δύο αυτών πλευρών. Ήδη ο Ρώσος πρόεδρος απαίτησε άμεση διακοπή των επιθέσεων των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας, προδιαγράφοντας τις περαιτέρω δράσεις του και ανακοίνωσε την αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων. Επομένως, με βάση όσα η Δύση διεκήρυττε, η ρωσική εισβολή για την οποία μιλούσε, λαμβάνει χώρα.
Περνάμε από ένα στάδιο κατά το οποίο οι επιθέσεις περιλάμβαναν κατά βάση εκατέρωθεν βολές πυροβολικού και όχι ιδιαιτέρως φονικές συγκρούσεις στρατιωτών, σε ένα επόμενο το οποίο φαίνεται ότι θα συμπεριλαμβάνει πλήρεις πολεμικές επιχειρήσεις, σε αυξανόμενο βαθμό όσο περνούν οι μέρες. Φαίνεται ότι μεταβαίνουμε σε μια γενική στρατιωτική αντιπαράθεση Ρωσίας- Ουκρανίας, με την αντιπαράθεση Ρωσίας- Δύσης να μοιάζει ολοένα λιγότερο μακρινή.
Στο αμιγώς, τεχνικο-στρατιωτικό επίπεδο έχουμε ακόμα εκατέρωθεν δοκιμασία των αντοχών του εχθρού και προπαρασκευαστικές ενέργειες ευρυτέρων στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Στο πολιτικο-στρατιωτικό, άσκηση πίεσης και πάλι εκατέρωθεν, προς την Δύση. Η Ουκρανία από την μια, απαιτεί, ή μάλλον εκλιπαρεί για άμεση επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία και ένταξη στο ΝΑΤΟ, επικαλούμενη την όξυνση της πολεμικής αντιπαράθεσης.
Η Ρωσία από την άλλη ξεκαθαρίζει πως δεν περιμένει άλλο την ικανοποίηση των αιτημάτων της, αλλά αντιθέτως αναδιατάσσει το πεδίο, ούτως ώστε είτε να ικανοποιηθούν οι εγγυήσεις ασφαλείας τις οποίες έχει απαιτήσει, είτε να τις επιβάλλει μόνη της.
Ενώ λοιπόν οι συγκρούσεις στο πεδίο αποτελούν προφανή συνέχεια της διπλωματίας και διαβήματα πρώτα και κύρια προς την ηγεσία των ΗΠΑ (και αυτό αφορά τόσο την Ουκρανία, όσο και την Ρωσία) η Ουάσιγκτον στην πραγματικότητα αρνείται να ικανοποιήσει οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές ή και να διαπραγματευτεί μαζί τους. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ, για την Ουκρανία παραμένει προς το παρόν ανέφικτη, όπως και η «προκαταβολική» επιβολή κυρώσεων επί της Ρωσίας. Ακόμα και μετά την αναγνώριση από την Ρωσία των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών, οι σαρωτικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας πολύ απέχουν από το να εμφανίζονται σαρωτικές.
Ταυτοχρόνως όμως και προς την Ρωσία, το αίτημα δέσμευσης περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ απαντιέται αρνητικά.
Η Ουάσιγκτον κινείται σαν να χρησιμοποιεί την Ουκρανία εν είδει δολώματος. Προτεκτορατοποιώντας την και κρατώντας την στον προθάλαμο του ΝΑΤΟ είναι σαν να καλεί την Ρωσία να επιτεθεί, χωρίς οι ίδιες οι ΗΠΑ να χρειαστεί να καταβάλλουν άμεσα κόστος – τουλάχιστον με βάση τον σχεδιασμό τους. Όποτε άλλωστε διαφαινόταν η πιθανότητα κάποιας πολιτικοδιπλωματικής προσέγγισης, με πιθανή αποκλιμάκωση της κατάστασης, μια νέα ανακοίνωση από πλευράς του ίδιου του προέδρου ή του κατεστημένου των ΗΠΑ, προειδοποιούσε για άμεση ρωσική εισβολή, δυναμιτίζοντας την κατάσταση. Έχουμε γράψει και στο παρελθόν ότι αν η Ρωσία χρησιμοποιεί την ισχύ της στο πεδίο, οι ΗΠΑ αξιοποιούν την απόστασή τους από αυτό όπως και τον χρόνο. Στην πραγματικότητα και τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, από την σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, όπως και από μια τυχόν όξυνση της σύγκρουσης, η Ουάσιγκτον αποτελεί την μόνη πρωτεύουσα η οποία έχει να περιμένει κέρδη.
Επιπλέον, ίσως εκτιμά ότι και μεσομακροπρόθεσμα, η εμπλοκή της Ρωσίας σε μια κοστοβόρα και ιδιαιτέρως αιματηρή ευρωπαϊκή σύγκρουση μπορεί να αποτελέσει ένα δεύτερο Αφγανιστάν, αυτήν την φορά για την Ρωσία της περιόδου Πούτιν. Η άρνηση επί της ουσίας διαπραγμάτευσης έως και η έμμεση πλην σαφής πρόσκληση σε πόλεμο προς την Ρωσία από πλευράς των ΗΠΑ, ωθεί την Ρωσία σε ένταση των δικών της ενεργειών.
Η κατανόηση αυτής της κατάστασης, από κοινού με την αναξιοπιστία των Ευρωπαίων εταίρων, προφανώς ώθησε τον πρόεδρο Πούτιν να προβεί σε αναγνώριση των δύο δημοκρατιών, ενώ είχε διαρρεύσει η πιθανότητα συνάντησης με τον Μπάιντεν. Ήταν σαφές ότι οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι έπαιζαν παιχνίδι καθυστερήσεων, χωρίς τίποτα επί της ουσίας να προσφέρεται στην Ρωσία. Η κίνηση Πούτιν χαράσσει νέα όρια ως προς το μέχρι πότε η Ρωσία μπορεί να περιμένει.
Και όμως: η ιδεώδης και λογικότερη, με δεδομένη την πραγματικότητα, εξέλιξη θα ήταν η τροποποίηση της πολιτικής κάποιων εκ των ευρωνατοϊκών κρατών, ώστε να προστατευθεί από τον πόλεμο η ήπειρός μας. Ωστόσο, δεν διαφαίνεται από κάπου τέτοια διάθεση. Επομένως, η τάση προς τον πόλεμο επιτείνεται.
Πρόκειται για έναν πόλεμο ο οποίος θέτει ενώπιον του Ρώσου προέδρου το εξής δισεπίλυτο ζήτημα: πώς θα χρησιμοποιήσει τόση ισχύ, ώστε να καταστεί σαφής η αλλαγή του συσχετισμού στο πεδίο, χωρίς να αναγκαστεί να ενεργήσει κατοχή στην Ουκρανία; Στην Συρία αυτό επιτεύχθηκε αλλά εκεί υπήρχε η κυβέρνηση Άσαντ. Αν είχε δράσει την στιγμή κατά την οποία ο Γιανουκόβιτς ανατρεπόταν, θα μπορούσε ίσως να έχει πετύχει το ίδιο και στην Ουκρανία. Σήμερα είναι πολύ δυσκολότερο, με δεδομένη μάλιστα την ρωσική απειρία σε «πολύχρωμες επαναστάσεις», αλλά και τον συσχετισμό δύναμης μέσα στην Ουκρανία, με δεδομένη μάλιστα την παρουσία των ΗΠΑ εκεί.
Επομένως, η Ρωσία (στην πραγματικότητα μαζί με την Κίνα) καλείται να αποφασίσει πάνω στην πιθανότητα μιας πολύ ευρύτερης κίνησης στο πεδίο, ενδεχομένως σε περιοχές και πέραν της Ουκρανίας, ώστε να διασφαλίσει τις εγγυήσεις τις οποίες έχει ζητήσει. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να διακοπεί μόνο αν Ευρωπαίοι ή οι ΗΠΑ αλλάξουν πορεία και λάβουν υπόψη τις ρωσικές διεκδικήσεις – στην πραγματικότητα την Ρωσία ως μια μείζονα δύναμη. Η Ρωσία επομένως αποπειράται να πειθαναγκάσει τις ΗΠΑ να διαπραγματευτούν με μια ύστατη κίνηση επιθετικής άμυνας, προτού αναγκαστεί να προβεί σε κίνηση επίθεσης.
Η πρόσφατη απόπειρα για συνάντηση κορυφής Μπάιντεν-Πούτιν θα αποτελούσε το τελευταίο συμβάν του δευτέρου γύρου. Αντικαταστάθηκε από την αναγνώριση των δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ. Η διπλωματία δεν θα τελειώσει μετά από αυτό το συμβάν. Ωστόσο η απόφαση Πούτιν αποδεικνύει ότι μεταβαίνουμε σε διαμόρφωση νέων τετελεσμένων, ακολούθως των οποίων θα σχεδιαστούν οι επόμενες διπλωματικές κινήσεις, αναζητώντας ένα νέο σημείο ισορροπίας. Σε αυτό το πλαίσιο κινούμαστε σε διαρκώς εντεινόμενη όξυνση, όσο αυτό το σημείο ισορροπίας δεν επιτυγχάνεται. Ο αέρας αρχίζει να μυρίζει 1914 επικίνδυνα.
*Κεντρική Φωτογραφία: Aristarkh Lentulov’s Victorious Battle (1914)