ΑΘΗΝΑ
08:15
|
22.11.2024
Διαβάζεις «φτηνό» και η λέξη βοά τη φτήνια, όπως όταν διαβάζεις «κέρδος» και η λέξη ζέχνει την απάνθρωπη σκοπιμότητα της «κερδοσκοπίας».
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Το γερμανικό πολυκατάστημα τροφίμων Lidl αποτυπώνει με τον ευκρινέστερο τρόπο την ταύτιση του φτηνού με τη φτήνια. Τον σχεδόν άηχο κρότο αυτής της μετάπτωσης του νοήματος μονάχα οι λέξεις μπορούν να τον συλλάβουν· κι αυτό γιατί αποτυπώνεται στο κορμάκι τους, όπως η ελάχιστη σεισμική δόνηση στον σεισμογράφο. Διαβάζεις «φτηνό» και η λέξη βοά τη φτήνια, όπως όταν διαβάζεις «κέρδος» και η λέξη ζέχνει την απάνθρωπη σκοπιμότητα της «κερδοσκοπίας». 

Κι ως γνωστόν, η φτήνια δεν είναι οικονομικό, αλλά ψυχικής τάξης μέγεθος. Με άλλα λόγια, το Lidl δεν είναι ένα φτηνό σούπερ μάρκετ· είναι φτηνιάρικο. Εκμεταλλεύεται τη φτώχεια για να πλουτίσει, πουλώντας ακριβά, χαμηλής ποιότητας προϊόντα. Πουλάει της μύγας το ξύγκι στον αναγκεμένο που δεν έχει να πάρει του πουλιού του γάλα. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι η επιλογή υπεραγοράς· οι μεν πουλούν άθλια φύκια για κορδέλες, οι δε, καλύτερα φύκια για κορδέλες μεταξωτές και οι πιο κυριλέ, τις κορδέλες σε τιμή περιδέραιου. Η φτήνια ωστόσο των προθέσεων είναι ίδια και αποτυπώνεται με τη μορφή εξευτελιστικής έκπτωσης στην ανθρωπιά και στη συμπόνια· στην προ-πολιτική, στη βάρβαρη δηλαδή διαίρεση των ανθρώπων σε έχοντες και μη έχοντες, με τους τελευταίους να απογυμνώνονται κι από την ίδια τους την ανθρώπινη υπόσταση. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα η κλοπή τιμωρείτο με εκτέλεση κι ο φόνος με φυλάκιση.

Στις απαρχές του θνήσκοντος νεωτερικού μας πολιτισμού που δεν λέει να ξεψυχήσει και να λυτρωθεί, λυτρώνοντάς μας από έναν καθημερινό αργόσυρτο θάνατο, στις απαρχές τις οποίες ο νεοφιλελεύθερος επιθετικά ληστρικός καπιταλισμός μοιάζει να αντανακλά ποικιλοτρόπως σήμερα, το να «είσαι» ήταν ταυτόσημο με το να «έχεις» και η απώλεια της περιουσίας ισοδυναμούσε με την απώλεια της ζωής. Αυτό ακριβώς απηχεί και το πρόσφατο συμβάν. Προημερών μια αγρίως χτυπημένη από την ανέχεια γυναίκα, παράχωσε τυφλωμένη από την απόγνωση στην τσάντα της λίγο κρέας και ένα κομμάτι τυρί, θέλοντας «να φτιάξει επιτέλους ένα φαγάκι» στους δικούς της. Η συμπεριφορά των υπευθύνων του καταστήματος, οι οποίοι απαίτησαν την σύλληψη και τη σιδεροδέσμια μεταφορά της πτωχευμένης ηλικιωμένης στο τμήμα για την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς, παρά την άμεση παρέμβαση πελατών και οικείων της που προθυμοποιήθηκαν να αποζημιώσουν το κατάστημα, δεν έφερε στο φως μια ακραία τιμωρητική διάθεση προς παραδειγματισμό, αλλά την ριζωμένη πια ιδέα στα μυαλά των επιχειρηματικών στελεχών που εξαντλούν την σκληρότητά τους στους χαμηλόμισθούς πελάτες τους οποίους πασχίζουν ταυτόχρονα να δελεάσουν με το φτηνό τους εμπόρευμα, ότι ο φτωχός είναι εγκληματίας.

Γεγονός που, αν το καλοσκεφτεί κανείς, μετατρέπει όλη τους την πελατεία σε δυνητικούς εγκληματίες. Σε μίζερους γκρινιάρηδες, κατά τα λεγόμενα αναλόγου πραιτοριανής νοοτροπίας πολιτικού, ο οποίος απηχεί με τη σειρά του τη μεσαιωνική φιγούρα του αγιογδύτη που θησαύριζε πουλώντας ψεύτικά μαντζούνια και γιατρικά στους αναγκεμένους του καιρού του. Ο νυν υπουργός και πρώην τηλεπωλητής νανογιλέκων τα οποία θεραπεύουν μαγνητικώ τω τρόπω πάσα νόσο (πλην της εγκεφαλικής μαλάκυνσης), ο ξεσκολισμένος στην αγυρτεία, εκτελεί τυπικά χρέη υπουργού κυβερνητικής προπαγάνδας, κάνοντας συστηματικά τη νύχτα μέρα, με έναν επιθετικό τσαμπουκά αντάξιο πολέμαρχου των βαρβαρικών φύλων που λεηλάτησαν την μεσαιωνική Ευρώπη.

Την κολασμένη καθημερινότητα των εγκαταλελειμμένων στον καπιταλιστικό Κάτω Κόσμο, κάτω από την λίγο πολύ τυχαία μαύρη μολυβιά που τράβηξε κάποιος μυωπικός λογιστάκος, ονομάζοντάς την «όριο της φτώχειας», μονάχα η λογοτεχνία αποπειράται να αποτυπώσει· χωρίς ποτέ να καταφέρνει να την εξαντλήσει. Σε ένα από τα συγκλονιστικότερα αφηγήματα των τελευταίων ετών, ( Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη, εκδόσεις Άγρα) ο Αλγερινογάλλος συγγραφέας Laurent Mauvignier αποπειράται να ανασυστήσει τη ζωή ενός ανέστιου, ο οποίος γρονθοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τους σεκιουριτάδες μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Το βιβλίο βασίζεται σε αληθινό γεγονός. Το απόγευμα της 25ης Δεκεμβρίου 2009 ο εικοσιπεντάχρονος Γάλλος Μικαέλ Μπλαίζ, με καταγωγή από τη Μαρτινίκη μπαίνει σε ένα Carrefour της Λυών κι αφού τριγυρίσει ασκόπως για αρκετή ώρα στους διαδρόμους του, κατευθύνεται στα ψυγεία με τα αναψυκτικά, απ’ όπου παίρνει και πίνει επί τόπου ένα κουτάκι μπύρας. Οι υπάλληλοι ασφαλείας, παιδιά του ίδιου κατώτερου Θεού, τα οποία η εταιρία απομυζούσε για ένα πενιχρό χαρτζιλίκι, ακολουθώντας τις αυστηρές οδηγίες των μεγαλόσχημων προϊσταμένων τους, βορά του παραμόνιμου τρόμου της ανεργίας που τους κατασπαράζει τα σπλάχνα όλη τους τη ζωή, μετουσίωσαν τον πανικό τους σε τυφλή φονική βία.

Ενθυμούμενος, με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό, το ιλιγγιώδες κείμενο του Μωβινιέ, επανήλθαν αμείλικτα τα καταληκτικά ερωτήματα του βιβλίου: Πόσο αξίζει μια ανθρώπινη ζωή; Αξίζει ένα ξέχειλο καροτσάκι προϊόντα σούπερ μάρκετ; Αξίζει μια εξάδα μπύρες ή μονάχα ένα αχαμνό κουτάκι; Πόση αξία έχει η ανθρώπινη ζωή στην Ελλάδα; Η αξία αυτή αποτιμάται άραγε σε ευρώ; Σε έναν λογαριασμό της ΔΕΗ; Ή μήπως ένα κόκκινο, αιματοβαμμένο δάνειο; Ποιος είναι ο δυνητικός φονεύς του αδερφού μου; Μήπως είναι εκείνος που έχει αναγάγει σε ύψιστο ιδανικό και κριτήριο της ζωής το αυγάτισμα των μηδενικών του τραπεζικού του λογαριασμού εκμεταλλευόμενος τις στοιχειώδεις ανάγκες της τροφής και της θερμαινόμενης στέγης; Εκείνος που έχοντας σκοπό της ζωής του την επένδυση στα μηδενικά με εκμηδενίζει καθημερινά;

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Εκδήλωση-Συζήτηση: «Γενοκτονία, Αντίσταση και Αντι-αποικιακότητα στη Μέση Ανατολή/Δυτική Ασία»

Πανελλαδικό συλλαλητήριο συνταξιούχων

Διαπολιτισμικό Σχολείο Ανατολικής Θεσσαλονίκης: Αναγκαστική μετεγκατάσταση μεσούσης της χρονιάς

Ο καιρός σήμερα: Βροχές και σποραδικές καταιγίδες σε μεγάλο τμήμα της χώρας

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα