Το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα μοιάζει με κάποιο αδιανόητο μέχρι πρότινος πείραμα. Είναι σαν μια παντοδύναμη επιστημονική ομάδα να καταπιάστηκε με την ερευνητική υπόθεση «πόσες κρίσεις μπορούν να αθροιστούν προτού μια κοινωνία καταρρεύσει ολοκληρωτικά;»· και να αποφάσισε στη συνέχεια να αφήσει τον εργαστηριακό σωλήνα και να δει τα αποτελέσματα in vivo.
Εν αρχή ήταν η οικονομική κρίση που με τη σειρά της αποτελείται από δύο παράλληλες (ή πιθανώς τεμνόμενες) κρίσεις: ιδιωτικού και δημόσιου χρέους. Προστέθηκε η προσφυγική κρίση, που δεν θα ήταν κρίση, αλλά έγινε, μέσα από το δόγμα της αποτρεπτικής πολιτικής που κυριάρχησε στη διαχείρισή της. Ακολούθως, η μερική, ισχνή και μειοψηφική αποκατάσταση της οικονομικής κρίσης μέσα από τη φούσκα της βραχυχρόνιας μίσθωσης και του real estate οδήγησε σε μια μαζική οικιστική κρίση. Κατά τη διάρκειά της, εμφανίστηκε μία υγειονομική κρίση με οδυνηρά αποτελέσματα σε όλα τα επίπεδα. Σε αυτή τη στοίβα κρίσεων επικάθισε μια ενεργειακή κρίση, η οποία, τη στιγμή ακριβώς που κρίθηκε αβάσταχτη, εξελίχθηκε μέσα από το ουκρανικό ζήτημα σε γεωπολιτική κρίση, με τις συνέπειές της να απειλούνται να πολλαπλασιαστούν.
Αυτές οι κρίσεις έχουν τέσσερις βασικές ομοιότητες. Η πρώτη είναι ότι όλες υπήρξαν εισαγόμενες, ενώ ουδεμία θεσμική προστασία υπήρχε απέναντί τους. Έτσι όλες έκαναν τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά που θα μπορούσαν να κάνουν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία – και στην περίπτωση του προσφυγικού, σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων που δεν είχαν καν την τύχη να έχουν την υποτυπώδη προστασία που προσφέρει η ιδιότητα του «πολίτη».
Η δεύτερη είναι ότι σε όλες αυτές τις κρίσεις, σημειώθηκαν υπέρογκα κερδοσκοπικά επεισόδια χωρίς φραγμό. Το μνημονιακό μότο «η κρίση είναι ευκαιρία» δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να επιβεβαιώνεται, ακόμα και στις πιο απίθανες περιπτώσεις, πάντα με την εύνοια των κομμάτων εξουσίας.
Η τρίτη είναι ότι σε όλες αυτές τις κρίσεις, οι εκάστοτε κυβερνώντες ήταν επί μακρόν καθησυχαστικοί, μέχρι που έτρεχαν πανικόβλητοι να μαζέψουν τις συνέπειες, όταν αυτές πια ήταν αδύνατο να μαζευτούν.
Η τέταρτη και τελευταία είναι ότι όλες αυτές οι κρίσεις θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Και μάλιστα, σε όλες η ελληνική κοινωνία επιβράβευσε τους εκάστοτε κυβερνώντες για την απροθυμία τους να τις αποτρέψουν, προτού εξοργιστεί μαζί τους όταν πλέον ήταν πολύ αργά.
Έτσι, όταν η κλιμάκωση του Ουκρανικού φτάνει πια να επιβάλει την προετοιμασία ενός «σχεδίου έκτακτης ανάγκης», σαν αυτό που εκπόνησε νωρίτερα μέσα στο μήνα το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και που συζητήθηκε παρουσία του πρωθυπουργού στο ΚΥΣΕΑ της Δευτέρας και της Πέμπτης, η αναμενόμενη αντίδραση θα μπορούσε να είναι μόνο η συνεχής εναλλαγή άγχους και θυμηδίας.
Δεν είναι ότι το σχέδιο είναι κακό· τουναντίον, το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι το σχέδιο αποτελεί αναγκαστικό μονόδρομο. Οι μονάδες φυσικού αερίου που μπορούν να κάψουν πετρέλαιο, θα το κάνουν. Οι λιγνιτικές μονάδες που μπορούν να τεθούν σε λειτουργία, θα τεθούν. Τα καράβια που μπορούν να μεταφέρουν υγροποιημένο φυσικό αέριο θα το μεταφέρουν. Οι δυνατότητες αποθήκευσης αερίου στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας θα αξιοποιηθούν μέχρι τα έσχατα όριά τους.
Όλα καλώς καμωμένα, θα έλεγε κανείς – αν απέφευγε να ρωτήσει ποιες είναι οι αιτίες και κυρίως, ποιες θα είναι οι συνέπειες της υλοποίησης αυτού του σχεδίου. Γιατί δεν ξέρουμε υπό ποιους όρους οι ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου της Elpedison, της ΗΡΩΝ και της ΔΕΗ (που δρα σαν ιδιωτική εταιρεία) θα αλλάξουν το καύσιμό τους, ποιος θα τις προμηθεύσει με πετρέλαιο, ποιος θα τις αποζημιώσει για το αυξημένο κόστος δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από ένα τόσο ρυπογόνο καύσιμο και σε τι τιμές. Οι δε ρυπογόνες λύσεις του πετρελαίου και του λιγνίτη θα συγκρατήσουν το κόστος της ενέργειας για τους καταναλωτές σε πολύ υψηλές τιμές, ενώ το ίδιο θα κάνει και η «λύση» του υγροποιημένου φυσικού αερίου, ειδικά αν αναλογιστούμε και το ενδεχόμενο του περιορισμού της διαθεσιμότητάς του παγκοσμίως.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ακόμα και αν γίνουν όλα αυτά όπως προβλέπονται, καμία βεβαιότητα δεν υπάρχει ότι μπορεί να αποφευχθεί μια πραγματική ενεργειακή κρίση και όχι μια κρίση τιμών όπως αυτή που έχουμε ζήσει ως τώρα. Και αυτό είναι αδύνατον να μην το γνωρίζουν οι κυβερνώντες. Άλλωστε, το ερώτημα της επάρκειας ισχύος της χώρας έχει τεθεί ήδη από το 2020. Ψιθυριστά μεν, αλλά έχει τεθεί.
Και ενώ σε πολλές περιπτώσεις αποτελούσε το ύστατο απέλπιδο επιχείρημα των οπαδών του λιγνίτη, το ερώτημα αν ενόψει της απολιγνιτοποίησης, η προοπτική αύξησης της ζήτησης ταχύτερα από την αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος μπορεί να διακινδυνεύσει τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας, δεν έλαβε ποτέ τελεσίδικη απάντηση. Έχουμε ήδη ζήσει πολλές στιγμές που η απειλή καθολικού blackout έγινε πραγματική την τελευταία διετία και δεδομένου ότι η κρίση στην Ουκρανία μπορεί να επηρεάσει και τη δυνατότητα εισαγωγών στον ημερήσιο προγραμματισμό, οι λόγοι να ανησυχεί κανείς δεν ανήκουν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.
Κάθε φορά που το ενεργειακό πρόβλημα της Ελλάδας οξύνεται, αξίζει να ανατρέχουμε στον τρόπο που ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2019 την απολιγνιτοποίηση: ξαφνικά κι απροειδοποίητα από το βήμα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, ενώ μόλις δύο μήνες πριν, το κόμμα του είχε ως προεκλογική θέση την ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών μονάδων και άρα την παράταση της ζωής τους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι καλώς έπραξε. Τα τελευταία χρόνια λειτουργίας τους οι λιγνίτες είχαν αφαιμάξει τη ΔΕΗ με τα επιπρόσθετα κόστη των ρύπων, ενώ το περιβαλλοντικό αποτύπωμά τους ήταν δυσανάλογα μεγάλο.
Η συνέχεια έδειξε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είτε δεν είχε καμία συναίσθηση της δυσκολίας του έργου που καλούνταν να φέρει εις πέρας ή είχε άλλο πράγμα στο μυαλό της από αυτό που ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε στο νεοϋορκέζικο ακροατήριό του. Ενώ οποιοδήποτε σχέδιο τέτοιας δομικής αλλαγής στα θεμέλια του συνόλου της οικονομίας θα απαιτούσε ισχυρή κρατική παρέμβαση, μεγάλη ταχύτητα (παράλληλη με το κατεπείγον της κλιματικής κρίσης) και εκτεταμένες διαβουλεύσεις με όλους τους άμεσα ενδιαφερόμενους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρκέστηκε σε ένα μιντιακό πυροτέχνημα και ένα σήμα στην αγορά να κάνει τα μαγικά της κόλπα για να πετύχει η ενεργειακή μετάβαση. Στο laissez faire της εγκατεστημένης ισχύος και του ενεργειακού μίγματος, προσέθεσε ακολούθως και ένα χρηματιστήριο ενέργειας χωρίς καμία ρύθμιση, που στο συνδυασμό τους αποδείχθηκαν συνταγή καταστροφής.
Κάποιος κακεντρεχής θα έλεγε ότι το ενδιαφέρον του πρωθυπουργού εξαντλούνταν εξαρχής στη μετάβαση από το κρατικό μονοπώλιο (του λιγνίτη) στην ελεύθερη αγορά (του φυσικού αερίου), χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στην καθαρή ενέργεια. Τώρα, εν όψει της όξυνσης της κρίσης στην Ουκρανία, το μόνο που μένει, είναι να ληφθούν σπασμωδικά μέτρα που είτε θα πετύχουν με τεράστιο οικονομικό κόστος για τους λογαριασμούς του ρεύματος ή και θα αποτύχουν ολοκληρωτικά, οδηγώντας σε ένα ή και περισσότερα black out.
Η δημοσιογραφία θα γράψει για άλλη μια εισαγόμενη κρίση που μετακυλήθηκε χωρίς φραγμό στην Ελλάδα, που επέτρεψε κερδοσκοπικά επεισόδια χωρίς περιορισμούς, στην οποία οι κυβερνώντες πάλι επιχείρησαν να καθησυχάσουν τον κόσμο και η οποία θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Η Ιστορία από την άλλη, θα κοιτάξει από την οπτική του μέλλοντος τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας συσσωρευμένες και πιθανώς να απορήσει γιατί κανείς δεν έκανε κάτι για να τις αποτρέψει.