ΑΘΗΝΑ
14:35
|
05.11.2024
Το έργο του Αλεξέι Σίροβ κομίζει μια αυθόρμητη φιλοσοφία που χωρίς να υποχωρεί από το πάθος για την αλήθεια αναδεικνύει τη χαρά του παιχνιδιού.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στη σκακιστική βιβλιογραφία το έργο του Αλεξέι Σίροβ, καίτοι δεν συναγωνίζεται τα επικών διαστάσεων εγχειρήματα των μεγάλων του κανόνα, όπως π.χ. του Κασπάροβ ή του Μποτβίνικ, κομίζει ωστόσο μια αυθόρμητη φιλοσοφία που χωρίς να υποχωρεί από το πάθος για την αλήθεια αναδεικνύει τη χαρά του παιχνιδιού, αποσυνδεδεμένη από τις ιδεολογικές της χρήσεις και καταχρήσεις.

«Έχω ένα όνειρο», έγραφε ο Λένιν στο Τι να κάνουμε. Ποιο ήταν το όνειρο του Λένιν; Να καταφέρει το προλεταριάτο στη Ρωσία να αποκτήσει μια μυστική εφημερίδα που θα καλύπτει όλη την επικράτεια και που θα καθιστά δυνατή, μέσω ενός μυστικού δικτύου δημοσιότητας, τη διάχυση της προπαγάνδας έως το μικρότερο χωριουδάκι. Η σύνδεση της επαναστατικής επιτυχίας με την κίνηση των ιδεών είναι ένα κλασικό διαφωτιστικό μοτίβο, το οποίο ανάλογα με την εκάστοτε έκφανση ανθρώπινης δραστηριότητας λαμβάνει και ιδιαίτερη μορφή.

Στο σκακιστικό σύμπαν ο πρώτος που διακήρυξε ρητά την ανάγκη δημιουργίας μιας δημοσιότητας που θα επιτρέπει την επικοινωνία των σκακιστών, με σκοπό την εμβάθυνση της ανάλυσης και την όλο και ακριβέστερη προσέγγιση της αλήθειας, ήταν ο Πατριάρχης της Σοβιετικής Σχολής, Μιχαήλ Μποτβίνικ. Ο Μποτβίνικ επιδίωξε τη συστηματική δημοσίευση των αναλυμένων παρτίδων του, χωρίς να φοβάται ότι έτσι θα καταστεί περισσότερο ευάλωτος στους πιθανούς αντιπάλους, αποκαλύπτοντας τα μυστικά του. Ίσα ίσα που επιδίωξε την έκθεση στην κριτική, για να αναδειχθούν πτυχές της ανάλυσης που ο μοναχικός ανθρώπινος νους δεν μπορεί πάντα να φτάσει. Ο συνεχής έλεγχος και επανέλεγχος, μια νέα, δεύτερου επιπέδου, άμιλλα, αυτή τη φορά όχι στον αγώνα αλλά στην ανάλυσή του, αποτελούσε για τον Μποτβίνικ τον μοναδικό τρόπο για να φτάσουμε σε μια πιο επιστημονική προσέγγιση του παιχνιδιού: το πάθος για την αλήθεια. Σήμερα, που οι βάσεις δεδομένων προσφέρουν στον σκακιστή οποιασδήποτε δυναμικότητας εύκολη πρόσβαση σε έναν γιγαντιαίο όγκο πληροφορίας, αυτά ακούγονται κάπως γραφικά. Πόσο μάλλον όταν τα υπολογιστικά προγράμματα καθιστούν ακόμα και την κοινή ανάλυση με τον αντίπαλο μια περιττή εθιμοτυπία. Είναι ωστόσο ο ίδιος πυρήνας που καθοδηγεί τις δύο πρακτικές: το πάθος για την αλήθεια οφείλει να εδράζεται στο σκληρό, υλικό δεδομένο της πληροφορίας.

Η σημασία του post mortem. Ο Βελιμίροβιτς και ο Άντερσον αναλύουν την παρτίδα τους του 4ου γύρου του Ιντερζόναλ της Μόσχας το 1982. Στην ανάλυση συμμετέχουν οι Γκέλερ και Κασπάροβ (όρθιοι) και οι Ίβκοβ και Ταλ (καθιστοί). Φωτο B. Dolmatovsky, via http://chesspro.ru

Στην εξέλιξη της σκακιστικής ιστορίας δεσπόζουν δύο δρόμοι διοχέτευσης του πάθους για την αλήθεια. Ο πρώτος, που αφορά την εξέλιξη της διάδοσης της πρωτογενούς πληροφορίας με την άμεση ανάλυση, και στον οποίο ιστορικό ορόσημο αποτελεί το γιουγκοσλαβικό περιοδικό Informator, δεν θα μας απασχολήσει σήμερα. Αρκεί εδώ να πούμε, με την υπόσχεση ότι θα επανέλθουμε, πως στα μέσα της δεκαετίας του 1960 μερικοί Γιουγκοσλάβοι γκραν μετρ στο Βελιγράδι, με επικεφαλής τον Αλεξάντερ Ματάνοβιτς, αποφασίζουν να κάνουν κάτι για το μείζον πρόβλημα του κάθε σκακιστή: την έλλειψη πληροφορίας. Εκείνη την εποχή, χωρίς βάσεις δεδομένων και ταχύτητα μετάδοσης της πληροφορίας, έπρεπε κάποιος να καταβάλει την κοπιώδη προσπάθεια για να μάθει τι παίζει ο ανταγωνισμός. Μια καινοτομία στο άνοιγμα που σήμερα θα μαθευτεί αμέσως, τότε μπορούσε να «πληρώνει» σε πόντους αρκετό διάστημα. Οι Γιουγκοσλάβοι λοιπόν αποφασίζουν να εκδώσουν ένα περιοδικό, το Šahovski Informator (Σκακιστική ενημέρωση) το οποίο να καλύπτει όλα τα σημαντικά τουρνουά σε διάστημα εξαμήνου και να δημοσιεύει σχολιασμένες τις παρτίδες τους. Αυτό απαιτούσε τη λύση σε δύο σοβαρά προβλήματα: τη γλώσσα, ώστε το περιοδικό να μπορεί να είναι παγκόσμιας εμβέλειας, και την κατηγοριοποίηση των παρτίδων ώστε να βρίσκει ο καθένας εύκολα αυτό που ψάχνει. Οι λύσεις που δόθηκαν αποτελέσαν την κυριότερη ίσως σκακιστική εξέλιξη από την εποχή της χρησιμοποίησης του σκακιστικού χρονομέτρου. Για να λυθεί το πρόβλημα της περιγραφής των παρτίδων αναπτύχθηκε ένα σύστημα συμβόλων που περιγράφουν τα πάντα: από την αξιολόγηση της θέσης ως την υπόδειξη επίθεσης, αντιπαιχνιδιού, μοναδικής κίνησης κ.λπ. Ένα υπόμνημα στην αρχή κάθε τεύχους εξηγούσε σε δέκα γλώσσες τα σύμβολα και αυτό ήταν. Για το πρόβλημα της κατηγοριοποίησης των παρτίδων αναπτύχθηκε ένα σχέδιο ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε σχέση με τα δομικά τους χαρακτηριστικά. Σε πέντε μεγάλες κατηγορίες από το Α έως το Ε και εκατό υποκατηγορίες από το 00 ως το 99 τοποθέτησαν όλα τα υπαρκτά ανοίγματα σε ένα συνεχές. Ο σκακιστής που έψαχνε τις εξελίξεις σε ένα τυχαίο άνοιγμα ανέτρεχε απλώς στη σελίδα με τον κωδικό του.

Ο Μπόμπι Φίσερ μελετά με το Informator ανά χείρας. Φωτο: Harry Benson, Reykjavik, 1972

Η δεύτερη οδός προς την αναζήτηση της σκακιστικής αλήθειας είναι οι συλλογές παρτίδων κορυφαίων σκακιστών. Αυτές αποκτούν γενικότερο, φιλοσοφικό θα τολμούσαμε να πούμε, ενδιαφέρον όταν προέρχονται από τους ίδιους τους σκακιστές. Η πιο συχνή μορφή τέτοιας έκδοσης μιας συλλογής επιλεγμένων παρτίδων είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σκακιστική αυτοβιογραφία. Ο γκραν μετρ παραδίδει στο κοινό την ιστορία του, αναλύοντας τις διασημότερες παρτίδες του, σχολιάζοντας τους αντιπάλους του. Ο γκραν μετρ καταθέτει την αλήθεια του. Αυτή η κατάθεση είναι σημαντική γιατί πλέον της αναλυτικής δεινότητας του παίκτη αποκαλύπτει την φιλοσοφία του: ο αναστοχασμός της σκακιστικής δράσης απολήγει στην ασύνειδη πολλές φορές ανασυγκρότηση του πλαισίου της σκακιστικής δημιουργίας. Ο σκακιστής αυτοβιογραφούμενος αποκαλύπτει όχι τόσο τα μυστικά της τέχνης του αλλά τις προϋποθέσεις της. Γιατί σε αντίθεση με τη διαδεδομένη αντίληψη ότι το σκάκι ομοιάζει με τα μαθηματικά και τη μουσική, στο βαθμό που είναι ένα κλειστό σύστημα κανόνων που μπορούν να αποκαλυφθούν στον κοινωνό από μικρή ηλικία, επιτρέποντας την εμφάνιση μιας ανιστορικής μεγαλοφυΐας, το σκάκι δεν χαρακτηρίζεται από την ανιστορική ποιότητα των άλλων δραστηριοτήτων: στο σκάκι υπάρχει εξέλιξη στην αποκάλυψη των μυστικών κανόνων-οδηγών της δράσης, που επικαθορίζεται άμεσα από την εποχή.

Και αν αυτά φαίνονται αρκετά αφηρημένα, ας δούμε μερικά παραδείγματα όπου η σκακιστική αυτοβιογραφία αναδεικνύει το φιλοσοφικό υπόβαθρο του συντάκτη της. Κορυφαίο παράδειγμα είναι η περίπτωση Κασπάροβ. Ο Κασπάροβ συμπλέκει τη σκακιστική του αυτοβιογραφία με τη σκακιστική ιστορία στις δύο περιβόητες σειρές βιβλίων Οι μεγάλοι προκάτοχοί μου και Ο Κασπάροβ για το σύγχρονο σκάκι. Στην πρώτη σειρά, μέσα σε πέντε ογκώδεις τόμους, ο Κασπάροβ αναλύει το στυλ παιχνιδιού των 12 προηγούμενων παγκόσμιων πρωταθλητών, εντάσσοντάς τους στην εποχή τους και επισημαίνοντας τη μοναδικότητά τους. Η ιδέα που διατρέχει τους πέντε τόμους είναι απλή: κάθε παγκόσμιος πρωταθλητής εκφράζει την αιχμή της σκακιστικής αλήθειας ανά εποχή. Η δε μετάβαση σε νέο πρωταθλητή συμβαίνει γιατί πια ο παλιός δεν μπορεί να ακολουθήσει την εξέλιξη της σκακιστικής αλήθειας. Το παλιό στυλ δεν πεθαίνει αλλά αναιρείται ως στιγμή στο επόμενο. Έχουμε μια κλασικά εγελιανή αντίληψη της σκακιστικής ιστορίας ως προόδου στη συνείδηση της σκακιστικής αλήθειας. Κάθε Πρωταθλητής ταυτίζεται με την αλήθεια της εποχής του. Στο τέλος αυτής της εξελικτικής πορείας βρίσκεται ο ίδιος ο Κασπάροβ: οι τέσσερις τόμοι της δεύτερης σειράς ασχολούνται με την εξιστόρηση των αναμετρήσεων του Κασπάροβ με τον Κάρποβ. Με την εξιστόρηση ουσιαστικά, αν δεχθούμε ότι ο προηγούμενος Πρωταθλητής κουβαλά την αλήθεια όλου του παρελθόντος, της αναμέτρησης του Κασπάροβ με την ίδια την Ιστορία.

Το βάρος που δίνει ο Κασπάροβ στην εξιστόρηση της πορείας του φαίνεται τόσο στην περιγραφή του ιστορικού πλαισίου όσο και στην αναλυτική οξύτητα της παράθεσης των παρτίδων. Φερ’ ειπείν δεν θα παραλείψει να δώσει τη γλαφυρή περιγραφή της απογοήτευσης των σοβιετικών αρχών όταν κέρδισε στο Λένινγκραντ τον Κάρποβ («Στο δελτίο ειδήσεων η αναγγελία της νίκης μου -ενός Σοβιετικού πολίτη!- θύμιζε αναγγελία κηδείας»). Το προσωπικό στοιχείο καλύπτεται κάτω από το βάρος της ιστορικής σημασίας της προσωπικότητας. Εδώ δεν χωρούν περιττολογίες. Έτσι και στην ανάλυση, ο Κασπάροβ δεν θα προσπεράσει καμία παρτίδα χωρίς αναλυτικά σχόλια. Το πάθος για την αλήθεια δεν σταματά ούτε και στις απλούστερες θέσεις. Τα πάντα αναλύονται έως εσχάτων, σε μια παραφορά εξαντλητικής λεπτομέρειας που θυμίζει επιστήμονα πάνω από μικροσκόπιο ή κατά συρροή δολοφόνο που τεμαχίζει το θύμα του.

Αυτή η ιδεαλιστική προσέγγιση του σκακιστικού βίου ως τελεολογίας ακολουθεί πολλές ανάλογες σκακιστικές αυτοβιογραφίες. Θα μπορούσαμε να εντάξουμε εδώ το Επιτυγχάνοντας τον σκοπό του Μιχαήλ Μποτβίνικ, μια παράθεση των περιπετειών του προς την κατάκτηση του παγκόσμιου θρόνου, η οποία ωστόσο αποσιωπά μερικά όχι και τόσο ευχάριστα γεγονότα, όπως τη βρώμικη επιρροή του Πατριάρχη στο Κόμμα, που του επέτρεπε να έχει προνομιακή θέση σε σχέση με άλλους Σοβιετικούς μετρ. Ή, σε μικρότερη κλίμακα, την πρώτη αυτοβιογραφία του Κορτσνόι, μια εξιστόρηση της υπέρβασης των εξωτερικών εμποδίων που οδηγούν την ελεύθερη προσωπικότητα ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική επικράτηση, μια νίκη του πνεύματος επί της ύλης.

Ο Μιχαήλ Μποτβίνικ. Φωτο: Harry Pot, Dutch National Archives, The Hague, Fotocollectie Algemeen Nederlands Persbureau (ANEFO), 1945-1989

Υπάρχει ωστόσο και ένα άλλο ρεύμα στη σκακιστική βιβλιογραφία, που θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε υλιστικό. Απλουστεύοντας αρκετά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε αυτό το ρεύμα ως συνάντηση του πάθους για την αλήθεια με την δημιουργική απόλαυση της στιγμής. Ως μια προσέγγιση που δεν επιθυμεί τόσο να εντάξει το ατομικό γεγονός της παρτίδας στην ιστορική προοπτική μιας τελεολογίας αλλά να αναδείξει τη στιγμιαία μοναδικότητά της, τη θαυμαστή, κατά κάποιο τρόπο, τυχαιότητά της. Και να αντλήσει από αυτή πέρα από γνώση και απόλαυση. Στον πρόλογο στις 60 αξιομνημόνευτες παρτίδες μου ο Μπόμπι Φίσερ παρουσιάζει γλαφυρά αυτή την προσέγγιση:

Και οι 60 παρτίδες που παρουσιάζονται εδώ -συμπεριλαμβάνονται και τρεις ήττες- περιέχουν για μένα κάτι το αξιομνημόνευτο και το συναρπαστικό. Προσπάθησα να είμαι και αμερόληπτος και ακριβής στα σχόλιά μου, με την ελπίδα ότι θα προσφέρω μια βαθύτερη σκακιστική αντίληψη, η οποία θα οδηγήσει σε πληρέστερη κατανόηση και υψηλότερο επίπεδο παιγνιδιού.

Ο Φίσερ στον σχολιασμό του θα συνδυάσει το πάθος για την αλήθεια με το πάθος της απόλαυσης. Θα επισημάνει σε πολλές περιπτώσεις τη σύζευξη αντικειμενικών και υποκειμενικών σκοπών («Ο Κέρες πίστευε πως 14. Ιε4 Αζ8 15. Βδ4, ήταν ισχυρότερο. Όμως εγώ ήθελα το πιόνι. Μετά από δύο μόνο ισοπαλίες σε έξι αγώνες ενάντια στον Ταλ δεν είχα όρεξη για λεπτολογίες» ή «Αμέσως μόλις έπαιξα ο Πετροσιάν μού πρότεινε νούλα. Ήμουν έτοιμος να δεχτώ, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή είδα τον Ταλ, όρθιο μπροστά στη σκακιέρα μας, να βηματίζει ανυπόμονα πέρα-δώθε καθώς η δική μας ισοπαλία θα του εξασφάλιζε αυτόματα την πρώτη θέση. Έτσι, απέρριψα την πρόταση του Πετροσιάν, όχι επειδή νόμιζα πως ο λευκός μπορούσε να βγάλει τίποτα απ’ τη θέση αλλά για να μη δώσω στον Ταλ αυτή την ικανοποίηση»). Παρόμοιες θυμικές εκμυστηρεύσεις αντίκεινται προγραμματικά στην ιδεαλιστική αφήγηση του σκακιστικού βίου. Ενώ ο υλιστής σκακιστής έχει συνείδηση ότι πέρα από μηχανή είναι και ένα παιδί που παθιάζεται με το απρόβλεπτο που αναδύεται όχι μόνο από το κλειστό, ψυχωσικό, σύστημα της σκακιέρας αλλά από εκείνα τα τετραγωνίδια που βρίσκονται εκτός της.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα -και από τα αγαπημένα μου- αυτής της υλιστικής αυθόρμητης φιλοσοφίας είναι το έργο του Αλεξέι Σίροβ. Υπό τον τίτλο Φωτιά στη σκακιέρα! ο Σίροβ θα καταγράψει σε δύο τόμους (ο πρώτος εκδίδεται το 1997 και ο δεύτερος το 2005) τις σημαντικότερες παρτίδες του, διανθίζοντάς τες με ένα σύντομο ιστορικό της ζωής του και με την ανάδειξη εκείνων των οπτικών του παιχνιδιού που τον ικανοποιούν περισσότερο. Ο Σίροβ γεννιέται στη Ρίγα της Λετονίας το 1972 και πολύ γρήγορα δείχνει το σκακιστικό του ταλέντο. Μέχρι την πτώση της ΕΣΣΔ έχει κερδίσει το Παγκόσμιο πρωτάθλημα κάτω των 16 ετών, ενώ έχει βγει δεύτερος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων. Είναι ήδη ένας νέος φέρελπις γκραν μετρ. Η πόλη της καταγωγής δεν είναι τυχαία. Με το όνομα του Μίσα Ταλ να είναι συνδεδεμένο με αυτήν, η κατεύθυνση του στυλ παιχνιδιού του νεαρού Αλεξέι δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει τις ατραπούς αυτής της τυχαίας συνάντησης: επιθετικό, δημιουργικό, αυτό που ανάβει φωτιά στη σκακιέρα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η εξαιρετική ικανότητα του Σίροβ να υπολογίζει βαριάντες, να «μετράει», τον αναδεικνύει σε έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό παίκτη φινάλε. Στον Σίροβ το φινάλε θα αναχθεί σε πρωτότυπη δημιουργική τέχνη: αυτό που στον μέσο σκακιστή φαίνεται μια κολασμένα βαρετή έρημος στον Σίροβ γίνεται ένα τροπικό δάσος περιπλοκών που κόβουν την ανάσα. Ήδη έχουμε ένα δυναμικό δίπολο στυλιστικών χαρακτηριστικών που ανατρέπουν στερεότυπα πρόσληψης της σκακιστικής ικανότητας.

Ο Σίροβ, 8 χρονών, στη Ρίγα. Το πονηρό βλέμμα προοικονομεί τη μελλοντική φωτιά στη σκακιέρα. Photo credit, M. Rabkin, via http://chesspro.ru

Ο Σίροβ θα εστιάσει σ’ αυτό το δυναμικό χαρακτηριστικό, δομώντας τον πρώτο τόμο του έργου του με έναν περίεργο τρόπο. Ύστερα από δύο κεφάλαια γραμμικής σειράς (ένα πριν γίνει γκραν μετρ, ένα για την πορεία του ως επαγγελματία), θα ακολουθήσουν δύο ειδικού προσανατολισμού. Στο πρώτο αναλύονται οι παρτίδες που ακολουθούν το αγαπημένο του εκείνη την περίοδο άνοιγμα, τη βαριάντα Μποτβίνικ στην Ημι-σλαβική άμυνα του Γκαμπί της Βασίλισσας. Η συγκεκριμένη βαριάντα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα οξείας επιθετικής συνέχειας, με τον κίνδυνο να ελλοχεύει σε κάθε κίνηση, που η εξονυχιστική ανάλυση όλων των πιθανοτήτων οδηγεί σε φορσέ κινήσεις σε μεγάλο βάθος. Κοινώς, ένας απροετοίμαστος παίκτης θα βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Την εποχή που γράφει ο Σίροβ ήδη ήταν μια επισφαλής επιλογή – ωστόσο η πρώιμη ανάπτυξη των υπολογιστών επέτρεπε ακόμα κάποια ρανίδα πρωτοτυπίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η στυλιστική προτίμηση διατήρησε μια επιμονή που δεν δικαιολογείται από το πάθος για την αλήθεια και μόνο, αλλά πιο πολύ από μια αισθητική εμμονή στην κομψότητα. Μακριά από τη στυγνή αναζήτηση της αποτελεσματικότητας που, φευ, μοιραία κυριαρχεί στο επαγγελματικό επίπεδο σε τελευταία ανάλυση, θα μείνει εδώ ως μια ρωγμή, μια χαραμάδα, έντυπη και αποτυπωμένη του πώς θα μπορούσαμε να παίζουμε με αθωότητα.

Θυμάμαι μια αντίστοιχη τοποθέτηση από τον Βλαντιμίρ Κράμνικ, στο περιθώριο «ζωντανού» σχολιασμού τουρνουά. Συνομιλώντας με την Τζούντιθ Πόλγκαρ, και απαντώντας στο ερώτημά της τι θα έπαιζε αν ήταν ερασιτέχνης παίκτης, ο Κράμνικ είπε ότι αν δεν ήταν αναγκασμένος να κυνηγά την αλήθεια, αλλά περιοριζόταν στη χαρά του παιχνιδιού θα έπαιζε μόνο την Ινδική του Βασιλιά και τη βαριάντα του Δράκου στη Σικελική, δύο ανοίγματα πλούσια σε ιδέες και ομορφιά, αλλά υπεραναλυμένα σε τέτοιο βαθμό που καθίστανται πρακτικώς άχρηστα για ένα παίκτη της ελίτ.

Το επόμενο ξεχωριστό κεφάλαιο στη σκακιστική αυτοβιογραφία του Σίροβ επισημαίνει την ικανότητά του στα φινάλε. Πέρα από το τεχνικό ενδιαφέρον, το ζητούμενο εδώ είναι η αυτοσκηνοθεσία του σκακιστή: η επισήμανση δύο ικανοτήτων που στη δημόσια πρόσληψή της δείχνει αντινομική: το πάντρεμα της αγάπης για περιπλοκές με την ψυχρή υπολογιστική ικανότητα δρα απομυθοποιητικά για τις απλές φαντασιώσεις των φαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο η αυθόρμητη φιλοσοφία του Αλεξέι Σίροβ αίρεται πάνω από τις απλές, ιδεολογικές αντιθέσεις για να αναδείξει τη σύμπτωση των αντιθέτων όχι με τρόπο ψευδοδιαλεκτικό αλλά πρωτότυπα δημιουργικό.

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Ο πρώτος τόμος της σκακιστικής αυτοβιογραφίας του Σίροβ φτάνει μέχρι το 1996. Καλύπτει δηλαδή και τις τρεις χώρες που θα σημαδεύσουν τη ζωή του γκραν μετρ: την ΕΣΣΔ των πρώτων βημάτων, την ανεξάρτητη πλέον Λετονία και την ποπ αισιοδοξία της μετακομμουνιστικής κοινωνίας, τον πρώτο γάμο και τη μετανάστευση στην Ισπανία, όπου η νέα αρχή του έγγαμου βίου θα συμπέσει με την καθιέρωση στην σκακιστική ελίτ. Οι παρτίδες που περιγράφονται σκιαγραφούν όχι μόνο το στυλ αλλά και κατοπτεύουν τους βασικούς αντιπάλους. Το άγχος απέναντι στην αδυναμία κατίσχυσης επί του Κασπάροβ. Τον ανταγωνισμό με τον Κράμνικ ως το αντίπαλο δέος από τη νέα γενιά. Τη στυλιστική ασυμβατότητα με τον Γκέλφαντ και τη διαφορετική αντιμετώπιση των ίδιων βαριαντών. Τα σχόλια στις παρτίδες αντανακλούν το κλίμα της δημιουργίας.

Θα αναφέρω εδώ τη χαρακτηριστική περιγραφή του Σίροβ στην επινόηση μιας καινοτομίας. Πρόκειται για αυτό που αργότερα ονομάστηκε επίθεση Σαμπάλοβ στην Ημι-σλαβική άμυνα. Ο Σαμπάλοβ, ελαφρά γηραιότερος από τον Σίροβ, υπήρξε από τους τοπ παίκτες της Ρίγας, φίλος του Σίροβ με τον οποίο ανέλυαν μαζί. Η φαινομενικά αστήρικτη επιθετική κίνηση που ανακάλυψαν προήλθε «από τη νωχελική μετακίνηση των κομματιών στη σκακιέρα ακούγοντας ποπ μουσική». Κάποιο απόγευμα στη Ρίγα, ανάμεσα σε ένα καθεστώς που πέφτει και ένα που δεν θα δικαιώσει τις προσδοκίες, δυο νεαροί που θα καταλήξουν σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου (ο Σαμπάλοβ μετανάστευσε στις ΗΠΑ), θα συναντηθούν και θα αποδώσουν σκακιστικά αυτή την αβέβαιη πλην αισιόδοξη ρωγμή του μεγάλου ιστορικού χρόνου στο μικροεπίπεδο της σκακιέρας.

Ο Αλεξάντερ Σαμπάλοβ © James F. Perry CC BY-SA 3.0)

O δεύτερος τόμος της σκακιστικής αυτοβιογραφίας του Σίροβ είναι γραμμένος στο ίδιο αγωνιστικό στυλ αλλά περιλαμβάνει την ενσωμάτωση της ματαίωσης. Η ματαίωση είναι τόσο προσωπική όσο και σκακιστική. Σε προσωπικό επίπεδο συμπίπτει με τον χωρισμό από την τότε σύζυγό του, Βερόνικα Αλβάρεθ. Σε αγωνιστικό με το φιάσκο των τελικών του πρωταθλήματος της PCA.

Μια παρένθεση είναι εδώ αναγκαία. Το 1993 ο Άγγλος Νάιτζελ Σορτ βγήκε νικητής από τον κύκλο των ματς Διεκδικητών και βρέθηκε απέναντι στον Κασπάροβ. Απογοητευμένοι όμως και οι δύο από τον τρόπο που η FIDE, η Παγκόσμια Σκακιστική Ομοσπονδία, σκόπευε να διοργανώσει το ματς πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Έφυγαν από την Ομοσπονδία και ίδρυσαν την PCA (Professional Chess Association), μια αυτόνομη ομοσπονδία που διοργάνωσε η ίδια το ματς. Αντιδρώντας η FIDE απέκλεισε τους σχισματικούς από τους κόλπους της και έτσι βρεθήκαμε, για πρώτη φορά στα χρονικά της σκακιστικής ιστορίας, να έχουμε δύο παγκόσμια πρωταθλήματα, το ένα με τη σφραγίδα εγκυρότητας της FIDE, το άλλο με τη νομιμοποίηση της συμμετοχής του αντικειμενικά κορυφαίου παίκτη, του Κασπάροβ. Ο Κασπάροβ κέρδισε τον Σορτ και δύο χρόνια αργότερα, στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, κέρδισε και τον ανερχόμενο Ινδό Βισβανάθαν Ανάντ. Σε αντίθεση με τη FIDE, όπου οι κανόνες της ανάδειξης του διεκδικητή είναι κωδικοποιημένοι, στην PCA το ζήτημα αντιμετωπιζόταν περισσότερο ad hoc, με μόνη έγνοια να είναι ο διεκδικητής κάπως αντικειμενικά δυνατός και, το βασικότερο, να μπορεί να προσελκύσει ισχυρή χρηματοδότηση. Έτσι, παρόλο που ο Σίροβ κέρδισε σε ένα ματς διεκδικητών τον Κράμνικ, ώστε να αναδειχθεί ο επόμενος αντίπαλος του Κασπάροβ, αυτό το ματς δεν συνέβη ποτέ. Η δυσκολία στην ανεύρεση χρηματοδότησης οδήγησε σε καθυστερήσεις, στο διάστημα των οποίων η απόδοση του Σίροβ παρουσίασε ύφεση, επιτρέποντας στον Κασπάροβ να ξεφύγει διά του αρραβώνος. Η χαμηλή απόδοση του Σίροβ χρησίμευσε ως δικαιολογία ώστε να επιλέξει τελικά ο Κασπάροβ, τρία χρόνια αργότερα, τον ηττημένο Κράμνικ ως αντικειμενικά δυνατότερο αντίπαλο. Είναι προφανές ότι η απογοήτευση και ο θυμός κατέλαβαν τον Λετονο-ισπανό διεκδικητή. Πώς εξηγείται η μοιραία πτώση στην αγωνιστική επίδοση; Στο διαζύγιο. Ξένος σε μια μεσογειακή χώρα με τεράστια γραφειοκρατικά ζητήματα ο Αλεξέι είχε τόσα να διευθετήσει στην καθημερινότητα που το άχθος μεταφέρθηκε στη σκακιέρα.

Αυτή η κρίση προσωπικής και επαγγελματικής ζωής δεν εμπόδισε τον Σίροβ από το να ανακάμψει, θυμίζει ωστόσο την κάπως παρόμοια από την κοσμική ζωή απογοήτευση του αυτόχειρα της Πρεβέζης, απογοήτευση που μόνο η τέχνη θεραπεύει:

Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες

άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.

Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες

τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.

Στη σκακιστική του τέχνη θα καταφύγει και ο Σίροβ για να ανασυνταχθεί. Διόλου τυχαία η επόμενη σύζυγός του θα είναι σκακίστρια, η Λιθουανή Βικτόρια Τσμιλίτε. (Όπως και η μεθεπόμενη, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Η προσωπική αναζωογόνηση θα οδηγήσει σε αναζωογόνηση των σκακιστικών ιδεών. Ο Σίροβ δεν θα παραλείψει ούτε τώρα να σημειώσει αυτήν την ακολουθία των δύο επιπέδων, συνεχίζοντας να περιφρονεί τις ιστορικές μακρο-αφηγήσεις. Θα παραμείνει ένας τεχνίτης που δεν διεκδικεί να εκφράσει την αφηρημένη εποχή, αλλά κατεργάζεται το υλικό του ως όχημα που θα του επιτρέψει να ζήσει ελεύθερος από τις βιοτικές μέριμνες.

Ο Αλεξέι Σίροβ στο Ηράκλειο το 2007. Φωτο Andreas Kontokanis, στιγμιότυπο από το https://www.flickr.com/photos/karpidis/1877906659/in/photostream/, CC BY 2.0

Δύο λόγια παραπάνω για τον τρόπο που το επιτυγχάνει αυτό ίσως αρμόζουν εδώ. Ο ίδιος, εξάλλου, φροντίζει να τονίσει τη σημασία του τρόπου δουλειάς του, προτάσσοντας στο κυρίως σώμα των παρτίδων του δεύτερου τόμου ένα μικρό, στοχαστικό κεφάλαιο με τίτλο «Σημειώσεις για τη δημιουργικότητα». Το συμπέρασμα αυτών των σελίδων είναι αποκαλυπτικό της φιλοσοφίας του Σίροβ: «Στο σκάκι, όπως και σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, χρειάζεται να υπερβείς τη δεδομένη γνώση σου (και όσο μεγαλύτερη είναι η γνώση τόσο μακρύτερα μπορείς να πας). Και είναι εκεί που αρχίζει η δημιουργικότητα». Ο Σίροβ θα απορρίψει τη συσχέτιση του σκακιού τόσο με την επιστήμη όσο και με την τέχνη, για να διανοίξει έναν χώρο πλάι στις δύο, όπου ο λογικός υπολογισμός θα χωρά την ανορθολογική έμπνευση και η ελεύθερη δημιουργικότητα θα συναντά τους αυστηρούς περιορισμούς του μειωμένου εύρους κινήσεων. Περιορίζοντας τις ιμπεριαλιστικές αξιώσεις του σκακιού, αποφεύγοντας τα υψιπετή παλάτια που φαντασιώνονται ότι αντικρύζουν κατάματα την ιστορία, ο Σίροβ θα εξασφαλίσει έστω μια μικρή καλύβα, όπου η δημιουργική ασφάλεια θα διαιρείται σε δύο μεγάλες κατηγορίες επινόησης.

Η πρώτη είναι η δημιουργικότητα της προετοιμασίας. Στην ασφάλεια του σπιτιού, με τη βοήθεια κάποιου προπονητή και με την αρωγή της υπολογιστικής τεχνολογίας ο σκακιστής δοκιμάζει καινούριες ιδέες, μέχρι να προκύψει η χρυσή εκείνη καινοτομία που θα αιφνιδιάσει τον αντίπαλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η δημιουργικότητα ακολουθεί συνήθως πολύ στενά μονοπάτια. Είναι ένας συγκεκριμένος αντίπαλος αυτός για τον οποίο προετοιμάζεται κανείς. Είναι ένα άνοιγμα, ή ακόμη και μια βαριάντα, για τα οποία αποσπάται το πλήρες εύρος της προσοχής. Ο τρόπος όμως της επινόησης αφήνει ανοικτή την πόρτα στην τυχαιότητα, σ’ ένα εξαίφνης που αναιρεί τη λογική ακολουθία των κινήσεων όπως την ξέραμε ως τα τώρα. Το παράδειγμα που θα φέρει ο Σίροβ αφορά την προετοιμασία του για μια παρτίδα με τον Βούλγαρο Βαζελίν Τοπάλοβ, και συγκεκριμένα την προσπάθεια να βρεθεί μια καινοτομία που θα κάνει μια παλιά, επιθετική βαριάντα της Σικελικής Σβέσνικοβ να στέκει. Ο Σίροβ περιγράφει πώς η επί ώρες προσπάθεια πάνω από τη σκακιέρα δεν απέφερε τίποτα, μέχρι που, σ’ ένα διάλλειμα για σάντουιτς και μπύρες, όταν το μυαλό χαλάρωσε, μπόρεσε και είδε την κρυφή ενδιάμεση κίνηση που έδωσε νόημα σε όλη τη συνέχεια.

Το δεύτερο πεδίο της δημιουργικότητας αφορά την επινόηση πάνω στη σκακιέρα, εκεί που ο χρόνος κυλά αμείλικτα και ο νους προσπαθεί να συνδυάσει τα γνωστά του μοτίβα ώστε να βρει πρωτότυπες λύσεις σε πρακτικά προβλήματα. Και πάλι το παράδειγμα του Σίροβ θα είναι από μια παρτίδα του με τον Τοπάλοβ, ένα θρυλικό φινάλε ανόμοιων αξιωματικών που έληξε με μια απρόσμενη θυσία. Η θυσία εξασφάλισε τα απαιτούμενα τέμπο, τον χρόνο δηλαδή, ώστε ο Βασιλιάς του Σίροβ να βοηθήσει στην προαγωγή του πιονιού του. Αναλύοντας το πώς βρήκε αυτή την κίνηση, η οποία εκ των υστέρων μοιάζει απόλυτα φυσική, αλλά που και υπολογιστές της εποχής δεν μπορούσαν να επισημάνουν, ο Σίροβ τόνισε τον ρόλο της ασυνείδητης μνήμης, αναθυμούμενος μια παλαιότερη παρτίδα του με τον Ουλφ Άντερσον , όπου ήταν ο ίδιος που έπεσε θύμα της ξέφρενης αυτής επινοητικότητας. Το σώμα που θυμάται, το χέρι που κατευθύνει το νου στο μέτρημα των βαριαντών, η σύμπτωση μοτίβων που οδηγούν στην καλαισθησία της τελικής εκτέλεσης: η αλήθεια συναντά εδώ το βάθος μιας σκοτεινής προέλευσης όπου τίποτα δεν είναι εκ των προτέρων διαυγές, αυτό το σκοτεινό δάσος του Ταλ, όπου υπάρχει δρόμος διαφυγής μόνο για έναν. Στην αυθόρμητη φιλοσοφία του Αλεξέι Σίροβ όλα είναι μαγικά και ταπεινά, σαν την επιθετική προώθηση ενός πλαϊνού πιονιού, υπό τους ήχους της ποπ και την επήρεια της μπύρας.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Με 24ωρη απεργία προετοιμάζονται για τις 20 Νοέμβρη οι οικοδόμοι

Αγαπητές φεμινίστριες: Είστε ρατσίστριες

Michelin: 1.254 εργαζόμενοι στον δρόμο καθώς κλείνουν δύο εργοστάσια

ΗΠΑ: Στην τελική ευθεία η μητέρα των μαχών (upd)

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα