Η free jazz, ως μουσικός όρος, καθιερώθηκε από τον ομώνυμο δίσκο του Ornette Coleman που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1961. Ήταν ένας ομαδικός αυτοσχεδιασμός, δομημένος όμως ως τζαζ σύνθεση, από ένα διπλό κουαρτέτο – ένα οκτέτο, δηλαδή, με διπλά όργανα που έπαιζαν οι Ornette Coleman και Eric Dolphy ξύλινα πνευστά (άλτο σαξόφωνο και μπάσο κλαρίνο, αντιστοίχως), Don Cherry και Freddie Hubbard τρομπέτες, Charlie Haden και Scott LaFaro κοντραμπάσα και Ed Blackwell και Billy Higgins ντραμς.
Ο δίσκος, εντυπωσιακός ως ακρόαμα αλλά και ως εικαστικό προϊόν αφού στο εξώφυλλό του είχε τον πίνακα «The White Light» του Jackson Pollock, παρουσίαζε το απόσταγμα μιας καινοτομικής προσέγγισης που καλλιέργησε (δισκογραφικά) ο σαξοφωνίστας στο διάστημα 1958-1962. Ο όρος free jazz, που εγκαινιάστηκε ουσιαστικά με αυτό τον δίσκο, υιοθετήθηκε αμέσως από τους ακαδημαϊκούς μουσικούς κύκλους για να περιγράψει την «αναρχική» ή και «χαοτική» προσέγγιση μουσικών όπως ο Coleman ή ο πιανίστας Cecil Taylor – και άλλων νεώτερων, μαύρων ή λευκών, τζάζμεν – όμως δεν έγινε αποδεκτή η χρήση του από τους δρώντες μουσικούς, καθώς κάλλιστα θα μπορούσε να σημαίνει… «τσάμπα τζαζ»! Για πάρα πολλά χρόνια ο όρος «free jazz» ήταν σε χρήση μόνο από τους θεωρητικούς, τους δημοσιογράφους και τους μουσικοκριτικούς.
Ο Ornette Coleman, όσο καινοτόμος και ρηξικέλευθος κι αν θεωρείτο για τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, φάνηκε να απουσιάζει δισκογραφικά από την σκηνή της σύγχρονης τζαζ στο διάστημα 1962-1965. Εμφανίστηκε ξανά με δύο δίσκους στην εταιρία Blue Note στις αρχές του 1966. Οι δίσκοι αυτοί είχαν τίτλο «The Ornette Coleman Trio At the «Golden Circle Vol. 1» και «Vol. 2». Ήταν ηχογραφημένοι live στο κλαμπ Gyllene Cirkeln της Στοκχόλμης στις 3 και 4 Δεκεμβρίου 1965 με το τρίο του που αποτελούσαν ο μπασίστας David Izenson και ο ντράμερ Charles Moffett και ο ίδιος ο Coleman που εκτός από άλτο σαξόφωνο είχε μάθει να παίζει τρομπέτα και βιολί και που θα χρησιμοποιούσε συχνά πυκνά στους δίσκους του από εδώ και μπρος.
Οι δύο αυτοί δίσκοι, που θεωρούνται θεμελιώδεις για την εξέλιξη της free jazz, αποτελούν και τους δύο πρώτους δίσκους του εξαπλού πακέτου δίσκων βινυλίου που επανεξέδωσε τον προηγούμενο μήνα η Blue Note με τίτλο «Round Trip: Ornette Coleman on Blue Note», με τιμή αρκούντως αλμυρή (230$) αλλά με ποιότητα που ξεπερνάει οποιαδήποτε στάνταρντς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σειρά στην οποία εκδίδονται αυτά τα άλμπουμ φέρει τον τίτλο «ηχητική ποίηση».
Με τα δύο live άλμπουμ γίνεται φανερό ότι η free jazz του Ornette Coleman είναι το ίδιο έντονη και ανατρεπτική όσο και στις ηχογραφήσεις του 1959-1961, όμως εδώ ακούγεται πιο εκρηκτική και ουσιώδης λόγω της ζωντανής αλληλεπίδρασης με το κοινό. Στον πρώτο στούντιο δίσκο του Ornette Coleman για την Blue Note, το άλμπουμ «The Empty Foxhole» του 1966, ο Coleman είναι επίσης με τρίο – αυτή την φορά έχει μαζί του τον φίλο και μόνιμο συνεργάτη του, τον μπασίστα Charlie Haden και στα ντραμς τον Denardo Coleman, τον 10χρονο γιο του! Αρχικά μοιάζει σαν αστείο – και έτσι το αντιμετώπισαν πολλοί κριτικοί της εποχής – όμως το παίξιμο του παιδιού δείχνει να ταιριάζει απόλυτα με την free αντίληψη και το παίξιμο του πατέρα του.
Ο επόμενος δίσκος είναι κάπως διαφορετικός. Είναι του σαξοφωνίστα Jackie McLean και είναι ένας από τους λίγους δίσκους όπου ο Ornette Coleman εμφανίζεται ως sideman, παίζοντας μόνο τρομπέτα. Έχει τίτλο «New and Old Gospel» και ο χαρακτήρας του είναι περισσότερο free bop καθώς εδράζεται πληρέστερα στην τζαζική παράδοση – πολύ περισσότερο τουλάχιστον από οποιονδήποτε άλλο δίσκο του Ornette Coleman.
Αποτελεί όμως και ένα πέρασμα για τον καινοτόμο σαξοφωνίστα και ένα φίλτρο για να ραφινάρει την δική του free jazz όπως παρουσιάζεται στους δυο τελευταίους δίσκους του πακέτου «Round Trip», που φέρουν τους τίτλους «New York is Now» και «Love Call» και προέρχονται από τις ίδιες sessions του 1968. Μαζί του ο Coleman έχει άλλον ένα σαξοφωνίστα, τον εκπληκτικό και εξίσου καινοτόμο τενόρο Dewey Redman (πατέρα του σημερινού σούπερ σταρ τζαζίστα Joshua Redman), και δυο μουσικούς που όλοι ξέρουμε από το κλασικό κουαρτέτο του John Coltrane, τον Jimmy Garrison στο κοντραμπάσο και τον Elvin Jones στα ντραμς. Είναι η απόλυτη ένδειξη ότι η free jazz του Ornette Coleman βρίσκει την επαφή της με την γήινη μουσική, γίνεται λιγότερο εστετίστικη, παίρνει και πολιτικό χαρακτήρα σε κάποιες της όψεις και, στα επόμενα χρόνια γίνεται ακόμα και λαϊκή και χορευτική!
Με τη συνολική επανακυκλοφορία των έξι αυτών άλμπουμ του Ornette Coleman έχουμε την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε – και να απολαύσουμε – την μοναδική του τέχνη. Η δισκογραφική έκδοση είναι σπουδαία – αν όμως ξεπεράσουμε τις όποιες φετιχιστικές μας (προ)διαθέσεις, έχουμε και το streaming!