Αν μου είχε πει κανείς το 2007 ότι θα πάγωνα διαβάζοντας την είδηση του θανάτου της πρώην υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Καραμανλή και βουλεύτριας της Νέας Δημοκρατίας, Μαριέττας Γιαννάκου, δεν θα το πίστευα. Κι όμως, δεκαπέντε χρόνια μετά τις φοιτητικές κινητοποιήσεις κατά της απόπειρας ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κι έχοντας φτάσει από την ηλικία των είκοσι στις παρυφές των 35, ψέλλισα αυτόματα τη λέξη «κρίμα» – στιγμιαία, πλην όμως με πηγαία ειλικρίνεια.
Δεν έχω σκοπό να γράψω τον επικήδειο της Μαριέττας Γιαννάκου. Το βρίσκω μέγιστη ασέβεια να συντάσσει κανείς τον επικήδειο ενός προσώπου συνθέτοντας βιαστικά πληροφορίες από το ίντερνετ, χωρίς να γνωρίζει τον βίο και την προσωπικότητά του είτε μέσα από το χρόνο και την προσωπική επαφή, είτε μέσα από μια σοβαρή έρευνα. Υπάρχουν σίγουρα πιο κατάλληλοι άνθρωποι να το κάνουν – αν και δεν μπορώ να αντισταθώ στη χολερική σκέψη ότι ελάχιστοι είναι αυτοί στο οικοσύστημα της Νέας Δημοκρατίας που μπορούν να γράψουν ένα κείμενο με αρχή, μέση και τέλος.
Ωστόσο, θα επισημάνω ότι η Μαριέττα Γιαννάκου, όντας ευφυής και έχοντας προσωπικότητα, άνηκε σίγουρα σε αυτή την καλλιεργημένη μειοψηφία. Ήταν από τους λίγους ανθρώπους στο σημερινό πολιτικό σύστημα που μπορούσε να κρατήσει το επίπεδο του διαλόγου ψηλά. Οι τηλεοπτικές συζητήσεις στις οποίες συμμετείχε είχαν πάντα ενδιαφέρον και βασίζονταν στα επιχειρήματα και την πρωτότυπη σκέψη.
Όπως επίσης θα θυμίσω ότι είχε την εντιμότητα και το θάρρος να αντιστρατευτεί ανοιχτά το κόμμα της στο περσινό νομοσχέδιο Τσιάρα για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, που έφερε μια φάμπρικα εξόδων σε δικηγόρους, έναν μηχανισμό επιθέσεων σε δικαστικούς και καταστροφικές συνέπειες σε γονείς και παιδιά. Εκεί που ακόμα και κάποια (ευτυχώς λίγα) μέλη της αντιπολίτευσης επέλεξαν να είναι σιωπηλα και ασπόνδυλα μπροστά στο λόμπι των «μπαμπάδων», όταν δεν τους υποστήριζαν ανοιχτά, η Μαριέττα Γιαννάκου μιλούσε ευθέως για οργανωμένα συμφέροντα – καταγγελία που έκανε δημοσίως στη Βουλή, παρουσία του υπουργού Δικαιοσύνης Τσιάρα. Μια στάση για την οποία δέχθηκε τον αναμενόμενο κανιβαλισμό του μιντιακού παρακράτους που έχει στήσει η παρούσα κυβέρνηση.
Η παραπάνω εκτίμηση έχει ωστόσο να ανταγωνιστεί ή έστω απλά να συμπληρώσει τόσο τη βιωμένη μνήμη, όσο και την εκ υστέρων γνώση. Γιατί είναι αδύνατον να ξεχάσει κανείς τον μηχανισμό με τον οποίον συστρατεύθηκε ως υπουργός η Μαριέττα Γιαννάκου: τον προπαγανδιστικό εκφυλισμό που εκπροσωπούσε εμβληματικά από τα τηλεπαράθυρα του Mega ο Γιάννης Πρετεντέρης· την αστυνομική αυθαιρεσία που απελευθέρωσε πλήρως ο Βύρων Πολύδωρας, εξαπολύοντας ένα κρεσέντο βίας που συνεχίζει μέχρι σήμερα, με καθοριστικό σημείο τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου (για την οποία φέρει ένα σημαντικό μέρος της πολιτικής ευθύνης που δεν του αποδόθηκε ποτέ)· και τέλος, η ίδια η «μεταρρύθμιση» που προωθούσε με ζήλο θα οδηγούσε στην παρακμή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και απαντούσε μόνο στις ανάγκες εγχώριων και ξένων συμφερόντων.
Οι άνθρωποι μπορούν να είναι πολυδιάστατοι: από τη μία να είναι ευφυείς, ικανοί, ευπρεπείς, ηθικοί, θαρραλέοι και ενδιαφέροντες· από την άλλη να είναι πολιτικοί αυτής της δεξιάς που γνωρίζουμε και υφιστάμεθα (όλο και χειρότερη) κάθε 2-3 εκλογικές αναμετρήσεις. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί αυτή την αντίφαση στην Μαριέττα Γιαννάκου – ή ίσως να είναι και πιο δίκαιο να τονίσει τα θετικά στοιχεία της. Γι’ αυτό άλλωστε, ακόμα κι αυτοί που βρεθήκαμε δύο χρόνια στους δρόμους εναντίον της, απολαμβάνοντας τόνους δακρυγόνων, κυνηγητά, προσαγωγές και τη συκοφάντηση από τηλεοπτικού άμβωνος, δεν την απανθρωποποιήσαμε ποτέ πλήρως στη συνείδησή μας: πολλοί πρώην διαδηλωτές των φοιτητικών νιώσαμε συμπόνοια όταν μάθαμε ότι μια ιατρική επιπλοκή είχε οδηγήσει στον ακρωτηριασμό του ποδιού της.
Το «κρίμα» που μου βγήκε αυτομάτως στην είδηση του θανάτου της, ωστόσο, είχε μια διαφορετική ποιότητα από αυτή τη συμπόνοια, γιατί βασίζεται πρωτίστως στην τωρινή στιγμή. Η Μαριέττα Γιαννάκου ήταν μεν αντίπαλος και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις που επιχείρησε είτε η ίδια, είτε οι κυβερνήσεις τις οποίες στήριξε, όφειλαν να πολεμηθούν για χάρη της κοινωνίας. Όμως ο ρόλος της στο πιο βαθύ και μόνιμο αποτύπωμα του έρποντος μετασχηματισμού που συντελείται υπόγεια την τελευταία εικοσαετία στη χώρα είναι αμφίσημος. Γιατί ναι μεν, είχε έναν μικρό ρόλο στη νεοφιλελεύθερη διάβρωση, αλλά ειδικά τα τελευταία δυόμιση χρόνια, αποτελούσε μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις στην κυβερνώσα παράταξη που συμμετείχε στη δημόσια σφαίρα χωρίς να αποτελεί μέρος του ζόφου που την έχει καταλάβει.
Η δημόσια σφαίρα αυτή πάσχει από «βελτιστοποίηση», τη μεγάλη φαντασίωση που προσέφερε ο νεοφιλελευθερισμός στους ανίκανους. Βελτιστοποιήθηκαν οι εξαρτήσεις, βελτιστοποιήθηκε η κοινοβουλευτική σύνθεση ώστε να αυξήσει τον αριθμό των λούμπεν yes men σε δυσθεώρητα επίπεδα και βελτιστοποιήθηκε ο δίαυλος μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ΜΜΕ. Πλέον στις ελάχιστες πολιτικές εκπομπές που έχουν απομείνει, το έτοιμο σημείωμα του καναλάρχη συντονίζει τη συζήτηση ανάμεσα στο έτοιμο σημείωμα του Μαξίμου και το έτοιμο σημείωμα της Κουμουνδούρου – με τους συμμετέχοντες να αδυνατούν να κινηθούν πέρα από τα τσιτάτα που τους έχουν ετοιμάσει στα αρμόδια γραφεία. Είναι το παράδοξο της νεοφιλελεύθερης «βελτιστοποίησης»: όλα τα επιμέρους στοιχεία έχουν πειραχτεί για να δουλεύουν καλύτερα, αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει με ξεχαρβαλωμένη αντίκα, ίσως επειδή το τι θεωρείται «καλύτερο» σηκώνει σοβαρή αμφισβήτηση.
Έτσι, οι φωνές που λένε ακόμα και τις θέσεις που αντιστρατεύεται κανείς, αλλά τις λένε με ποιοτικό και επεξεργασμένο λόγο, γίνονται ξαφνικά μια παρηγοριά. Θυμίζουν τι υπάρχει έξω από αυτή τη διαβρωτική «βελτιστοποίηση», πέρα από τη μεγάλη παρακμή της πολιτικής και των ΜΜΕ στους καιρούς της μετα-δημοκρατίας. Τη δυνατότητα μιας πλουραλιστικής αναμέτρησης που εξάπτει τη διανοητική περιέργεια και οξύνει τα επιχειρήματα όλων, αντί για τη συνεχή επανάληψη των ίδιων πέντε γραμμών που χώρεσαν στο υπόμνημα που έλαβε καθένας πριν μπει στη Βουλή ή το στούντιο.
Το «κρίμα» που φτάνει να λέει ένα διαδηλωτής του ‘06-’07 για την απώλεια της πάλαι ποτέ εχθρού του, Μαριέττας Γιαννάκου, δεν είναι κάποιου είδους υπερβατικό αίσθημα (κατά το νιτσεϊκό «αγάπα τον εχθρό σου»). Είναι η συνειδητοποίηση ότι οι εποχές έχουν αλλάξει: από το να συγκρούεσαι σε μια δημοκρατία, με όλες τις επιμέρους παθογένειές της, φτάνουμε στην πραγματικότητα της μεταδημοκρατίας, όπου η πολιτική είναι μία και μοναδική, οι αλλαγές είναι ανέφικτες και το μόνο που αλλάζει είναι η προπαγάνδα που θα πετύχει τη νομιμοποίηση αυτής της μίας και μοναδικής πολιτικής.
Όταν τα πάντα απαγορεύεται να συζητηθούν, με το να βγαίνεις στο τηλεοπτικό γυαλί και να εκφέρεις τον δικό σου λόγο, να προκαλείς δηλαδή τη συζήτηση, τοποθετείσαι εκ των πραγμάτων ενάντια σε αυτή την κιμαδομηχανή του δημόσιου λόγου, ακόμα κι αν η ιδεολογική και πολιτική σου τοποθέτηση είναι η υπεράσπιση του status quo. Γι’ αυτή την πολύτιμη και σπάνια παρρησία, μπορεί να είναι κανείς ειλικρινής όταν θα πει «κρίμα» για την πάλαι ποτέ πολιτική του εχθρό Μαριέττα Γιαννάκου. Συλλυπητήρια στους οικείους της.