Λόγω της μορφής του το σκάκι προσφέρεται για παραλληλισμούς και εύκολους συμβολισμούς σε σχέση με την κατάσταση του πολέμου. Τι συμβαίνει όμως όντως στις συνθήκες διεξαγωγής του παιχνιδιού σε καιρό πολέμου και πώς οι σκακιστές χρησιμοποιούνται για προπαγανδιστικούς σκοπούς;
Ήταν Ιούνιος του 1941 όταν η ΕΣΣΔ έμπαινε στον Δεύτερο Παγκόσμιο, εγκαινιάζοντας τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Το μεσοδιάστημα της εκεχειρίας με τη Γερμανία δεν βοήθησε απλώς τον Στάλιν να προετοιμάσει τον Κόκκινο Στρατό, αλλά προσέφερε και μια επιπλέον αναβάθμιση του σοβιετικού σκακιού. Η προσάρτηση των Βαλτικών Χωρών έφερε όχι μόνο νέους σκακιστές (με κορυφαίο τον Κέρες), αλλά και νέο ανταγωνισμό, που δημιούργησε κίνητρα για την ενδυνάμωση των εγχώριων μετρ.
Ένας από αυτούς που βελτίωσαν αισθητά το παιχνίδι τους κατά το διάστημα ’39-41 ήταν και ο Βασίλι Σμύσλοβ. Καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στο διαβόητο για τη μετέπειτα αποσιώπησή του Σοβιετικό Πρωτάθλημα του 1940 (ελέω της τραγικής επίδοσης του πανίσχυρου πολιτικά Μποτβίνικ), ο Σμύσλοβ, πέρα από το να κατακτήσει τον τίτλο του Σοβιετικού γκραν μετρ, ανήλθε στο καθεστώς ενός λαϊκού ήρωα. Πάνω σε αυτή την ιδιότητα του ανατέθηκε να γράψει ένα άρθρο-ανακοίνωση για τον πόλεμο με σκοπό την ενίσχυση του πατριωτικού αισθήματος. Η επιτυχία του άρθρου ήταν τέτοια που οι επιστολές θαυμαστών και θαυμαστριών κατέκλυσαν την αλληλογραφία του νεαρού γκραν μετρ.
Λίγους μήνες αργότερα, και ενώ το σκακιστικό περιοδικό 64 δεν μπορούσε πλέον να κυκλοφορήσει, καθώς όλοι οι συντάκτες του πολεμούσαν στο μέτωπο, η Επιτροπή Αθλητισμού της ΕΣΣΔ αποφάσιζε να προστατέψει το με κόπο δημιουργημένο ανθρώπινο σκακιστικό της κεφάλαιο: όλοι οι παίκτες από το επίπεδο του μετρ και πάνω απαλλάσσονταν από τη θητεία στην πρώτη γραμμή, μετατοπιζόμενοι σε ασφαλείς θέσεις στα μετόπισθεν. Από εκεί μπορούσαν να συνεχίζουν να παίζουν σε τουρνουά, όπως με περηφάνια διακήρυττε το δελτίο του Πρωταθλήματος Μόσχας του 1942, αντιδιαστέλλοντας τη νεκρή σκακιστική ζωή της φασιστικής Γερμανίας με την σοβιετική άνθιση, δείγμα και αυτό, κατά τους συντάκτες, της σοβιετικής ανωτερότητας. Βέβαια, όπως επισημαίνει ειρωνικά ο βιογράφος του Σμύσλοβ, Αντρέι Τερεκόβ, την ίδια περίοδο στα αντίστοιχα τουρνουά στη Γερμανία, που δεν ήταν τόσο λίγα όσο η σοβιετική προπαγάνδα θα ήθελε, συμμετείχε και ένα σοβιετικό καμάρι: ο Εσθονός Πάουλ Κέρες.
Παράλληλα με τα τουρνουά, οι σοβιετικοί μετρ και γκραν μετρ είχαν πετύχει να εργάζονται ως επισκέπτες τραυματιών πολέμου στα νοσοκομεία, δίνοντας αγώνες επίδειξης και εμψυχώνοντας το ηθικό τους. Πάντα υψηλής ισχύος, το σοβιετικό σκακιστικό λόμπι ήξερε να προασπίζεται να συμφέροντά του, φροντίζοντας ταυτόχρονα και τη δημόσια εικόνα του. Στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στα τουρνουά και στη δημόσια παρουσία, ο μετέπειτα Παγκόσμιος Πρωταθλητής, Μιχαήλ Μποτβίνικ, θα έβρισκε τον χρόνο να τελειοποιήσει τις αναλύσεις του, προετοιμαζόμενος για αυτό που θεωρούσε τον υπέρτατο σκοπό: ένα ματς για τον παγκόσμιο τίτλο. Ως τότε ο Μποτβίνικ θεωρούσε ως υπέρτατο αντίπαλο τον Αλιέχιν. Στο βαθμό ωστόσο που αυτός είχε μετατραπεί σε υπέρμαχο και απολογητή του φασισμού, ένα ματς μαζί του θα ήταν αδύνατο. Η αρθρογραφία του Αλιέχιν εκείνη την περίοδο, με αναλύσεις των διαφορών ανάμεσα στο άριο και το εβραϊκό σκάκι (ή άλλως ανάμεσα σ’ αυτόν και τους πρωταθλητές του παρελθόντος) τον είχαν απονομιμοποιήσει ολοκληρωτικά, παρόλο που ήταν ο επίσημος Παγκόσμιος Πρωταθλητής. Ο Μποτβίνικ εκείνη την περίοδο, χωρίς ο ίδιος να θεωρεί ότι η πολιτική στάση του Αλιέχιν ήταν σημαντική από σκακιστική άποψη, πίστευε εντούτοις πως μπορούσε να παρακάμψει αυτές τις λεπτομέρειες και να κανονίσει ένα ματς με τον Σάμιουελ Ρασέβσκυ, που, όντας και ισχυρός παίκτης και σύμμαχος, συνδύαζε το τερπνό με το ωφέλιμο. Τίποτα φυσικά δεν συνέβη, και όπως γνωρίζουμε, ο μυστηριώδης θάνατος του Αλιέχιν (από έμφραγμα, πνιγμό από κρέας ή κάτι πιο βρόμικο;) στο Εστορίλ της Πορτογαλίας μετά τον Πόλεμο άνοιξε τον δρόμο για μια επανεκκίνηση που θα απέφευγε να αντιμετωπίσει ευθέως τα ηθικά και γεωπολιτικά προβλήματα. Καμια φορά οι πρωταγωνιστές της Ιστορίας στέκονται τυχεροί.
Βέβαια δεν υπήρξαν όλοι το ίδιο τυχεροί. Μερικοί δεν θέλησαν να εκμεταλλευτούν το προνόμιο του να είσαι μετρ και συνέχισαν να πολεμούν στην πρώτη γραμμή, βρίσκοντας τον θάνατο, όπως ο πρωταθλητής Μόσχας Σεργκέι Μπελάβενετς, ή μπαίνοντας στις μακρές λίστες των αγνοουμένων, όπως ο Μαρκ Στόλμπεργκ. Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε τους παίκτες χαμηλότερου επιπέδου, υποψήφιους μετρ και παίκτες Α’ κατηγορίας, εκατοντάδες από τους οποίους πέθαναν στη μάχη. Ούτε αυτούς που δεν πρόλαβαν να εγκαταλείψουν το Λένινγκραντ πριν αυτό περιέλθει σε κατάσταση πολιορκίας. Εκεί ο νεαρός Βίκτορ Κορτσνόι θα σταθεί τυχερός, αφού μια βόμβα που θα πέσει στο σπίτι της οικογένειάς του ευτυχώς δεν θα εκραγεί – όχι το ίδιο τυχερός, ο πατέρας του Κορτσνόι θα πεθάνει στο μέτωπο.
Aπό τις πιο συγκλονιστικές πολεμικές περιπέτειες στο αποκλεισμένο Λένιγκραντ είναι αυτή του Πιοτρ Ρομανόβσκι. Πρωταθλητής Σοβιετικής Ένωσης το 1923 και το 1927, ο Ρομανόβσκι υπήρξε από τους ισχυρότερους παίκτες της παλιάς φρουράς. Πέρα από παίκτης υπήρξε και μέγας θεωρητικός. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 δούλευε το περιβόητο έργο του για το μέσον της παρτίδας, χωρισμένο σε ένα τμήμα για τη στρατηγική και ένα για την τακτική. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Ρομανόβσκι είδε όλη την οικογένειά του να πεθαίνει από την πείνα και το κρύο. Αφού έκαψε όλα τα έπιπλα για να ζεσταθούν κι όταν είδε και τη μικρότερη κόρη του να πεθαίνει, ο Ρομανόβσκι σώθηκε από την ολική ψυχολογική κατάρρευση επεξεργαζόμενος τις σκακιστικές του σημειώσεις. Από τη δυναμική του ποζισιονέλ παιχνιδιού μέχρι τους στοχασμούς για την αισθητική των συνδυασμών, το σκάκι υπήρξε για τον Ρομανόβσκι το άυλο καταφύγιο στο οποίο οχυρώθηκε με κάθε κύτταρο του είναι του. Και έτσι, ημιλιπόθυμος από την πείνα βρέθηκε από μια περίπολο, μόνος με τις ιδέες του, οι οποίες έμελλε να βρουν τον δρόμο προς μια κακοτυπωμένη έκδοση πολλά χρόνια αργότερα.
Στους σχεδόν δύο αιώνες ζωής τού σύγχρονου σκακιού συχνά πυκνά οι δρόμοι του έχουν διασταυρωθεί με τον πόλεμο, σε βαθμό που η σκακιστική ιστορία να μη μπορεί να νοηθεί εκ των υστέρων παρά ως πολλαπλά καθορισμένη από το γεγονός της γενικότερης πολιτικής επιθετικότητας. Η πρώτη κομβική συνάντηση του σκακιού με τον πόλεμο, υπό την έννοια της άμεσης επίδρασης του δεύτερου στο πρώτο, υπήρξε το διεθνές τουρνουά του Μπάντεν-Μπάντεν το 1870. Το τουρνουά που θεωρείται το σημαντικότερο έως τότε, με τη συμμετοχή σε αυτό κορυφαίων σκακιστών της προ Στάινιτς εποχής, με προεξάρχοντα τον Άντολφ Άντερσεν, έναν από τους τυπικότερους εκπροσώπους της ρομαντικής εποχής των θυσιών και του επιθετικού παιχνιδιού, αποτελεί ορόσημο και για έναν επιπλέον λόγο: σε αυτό χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το σκακιστικό χρονόμετρο.
Διαρκώντας από τις 18 Ιουλίου έως τις 4 Αυγούστου, το τουρνουά συμπίπτει με την έναρξη, στις 19 Ιουλίου, του γαλλο-πρωσικού πολέμου. Εύλογα τέθηκε λοιπόν το ερώτημα της δυνατότητας διεξαγωγής του, με δεδομένο όχι μόνο το γεγονός ότι τα γερμανικά κρατίδια πήραν το μέρος της Πρωσίας αλλά, ακόμα σημαντικότερα, ότι η πόλη βρίσκεται πολύ κοντά στα γαλλικά σύνορα. Παίκτες και διοργανωτές κατέληξαν στην απόφαση να γίνει τελικά το τουρνουά, έστω και με τις γαλλικές συμμετοχές υπό αίρεση. Από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες το τουρνουά μέτρησε ένα ακόμη θύμα, τον Άντολφ Στερν, ο οποίος κλήθηκε να καταταγεί, έχοντας προλάβει να συμπληρώσει μόνο τέσσερις παρτίδες. Το τουρνουά, μέσα σε ένα μπαρουτοκαπνισμένο κλίμα, αποδείχθηκε αντάξιο των προσδοκιών, προσφέροντας μια σκληρή μάχη ανάμεσα στον Άντερσεν και τον Στάινιτς, ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Και αν εντέλει ο Άντερσεν κατάφερε να κερδίσει τον νεαρό του αντίπαλο τόσο στις μεταξύ τους παρτίδες όσο και στην τελική κατάταξη, ο θρίαμβος αυτός έμελλε να είναι και ο τελευταίος. Η τελευταία αυτή αναλαμπή του παλαιού στυλ δεν ήταν τίποτα άλλο από το κύκνειο άσμα μιας εποχής σκακιστικής αθωότητας που θα έδινε τη θέση της στην «επιστημονική», μεθοδική προσέγγιση του παιχνιδιού, στη νεωτερικότητά του. Μοιάζει με ιστορική ειρωνεία ότι η ήττα του Ναπολέοντα Γ’ στο Σεντάν, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Μπάντεν-Μπάντεν («Ο Ναπολέων έγινε ματ!» έγραφε σε αγγελτήρια της νίκης καρτ ποστάλ ο Στερν), περισσότερο από το να αποτελεί νίκη της Πρωσίας, συνιστά το σημείο κατάρρευσης των υπολειμμάτων των αυτοκρατοριών, οδηγώντας από τη μια στην Κομμούνα του Παρισιού και από την άλλη στην ένωση των γερμανικών κρατιδίων.
Το τουρνουά της Πετρούπολης το 1914 υπήρξε άλλη μια περίπτωση όπου οι γεωπολιτικές εξελίξεις επηρέαζαν μια κορυφαία στιγμή της εξέλιξης του παιχνιδιού. Η διοργάνωση του τουρνουά υπήρξε ένα γεγονός ολκής για τον σκακιστικό κόσμο, καθώς οι Ρώσοι διοργανωτές επιδίωξαν να φέρουν σε αντιπαράθεση επί της σκακιέρας όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, από τους παλαιούς μετρ ως τον εν ενεργεία παγκόσμιο πρωταθλητή, Εμμάνουελ Λάσκερ, με τον συνομήλικο ανταγωνισμό (πρωτίστως Ακίμπα Ρουμπινστάιν) και την ανερχόμενη νέα γενιά (Καπαμπλάνκα και Αλιέχιν). Δεδομένου ότι ο παγκόσμιος πρωταθλητής ήταν ακριβοθώρητος στα τουρνουά τα τελευταία χρόνια, πράγμα που σήμαινε ότι δεν είχε παίξει ταυτόχρονα εναντίον των δύο κύριων αντιπάλων του και διεκδικητών μιας θέσης σε ματς εναντίον του, Καπαμπλάνκα και Ρουμπινστάιν, οι Ρώσοι επιδίωκαν την όσο πιο δυνατή νομιμοποίηση του τουρνουά. Όλοι ήξεραν ότι το αποτέλεσμα θα καθόριζε τις εξελίξεις για τον παγκόσμιο τίτλο. Ωστόσο, η διεθνής κατάσταση που προετοίμαζε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο άφησε το ενεργό της στίγμα. Η κόντρα Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας, λόγω των διενέξεων της δεύτερης με τη σύμμαχο της πρώτης, Σερβία, οδήγησαν στον αποκλεισμό των Αυστροούγγρων σκακιστών από τη διοργάνωση. Ο αποκλεισμός των Σλέχτερ, Ντούρας και Μαρότσυ, εμπείρων μετρ, απομείωσε τη δυναμική των διοργανωτών, παρότι όλοι ήξεραν ότι δεν θα εστιαζόταν σε αυτούς το ενδιαφέρον του τουρνουά. Και όντως, οι αρχικές προβλέψεις, που ήθελαν τον Καπαμπλάκα και τον Λάσκερ να είναι τα φαβορί επιβεβαιώθηκαν (με την εξαίρεση της πρόβλεψης ότι ο Ρουμπινστάιν θα ήταν ανάμεσα τους· δυστυχώς έκανε ένα απογοητευτικό τουρνουά). Βασισμένο σε ένα σύστημα δύο γύρων, ενός προκριματικού και ενός τελικού, με κατοχυρωμένους, όμως, τους βαθμούς του πρώτου γύρου, ώστε να μην μειωθεί η δίψα των πρωτοπόρων για νίκες, το τουρνουά της Πετρούπολης αποδείχθηκε συναρπαστικό. Ο Καπαμπλάνκα σάρωσε στον πρώτο γύρο για να δει τον Λάσκερ να επελαύνει στον δεύτερο, κάνοντας ένα αστρονομικό σκορ 8 νικών σε 9 παρτίδες. Και οι δύο ωστόσο κατάφεραν να εδραιώσουν το κύρος τους, ως οι ισχυρότεροι σκακιστές στον κόσμο. Παράλληλα, είχαν την τύχη να ανακηρυχτούν από τον τσάρο Νικόλαο (μαζί με τους Τάρρας, Αλιέχιν και Μάρσαλ, που επίσης βρέθηκαν στην τελική φάση του τουρνουά) ως οι πρώτοι γκραν μετρ της σκακιστικής ιστορίας.
Ο πόλεμος που ξέσπασε λίγο αργότερα επέδρασε στις σκακιστικές εξελίξεις, παγώνοντάς τις. Ο Καπαμπλάνκα θα έπρεπε να περιμένει ως το 1921 για να επιτύχει τη διοργάνωση ενός ματς εναντίον του Λάσκερ, αλλά ποιος μπορεί να υπολογίσει την επίδραση αυτής της καθυστέρησης; Ο γηραιός Λάσκερ σίγουρα επηρεάστηκε αρνητικά από τον πόλεμο, όπως και ο εύθραυστος ψυχολογικά και οικονομικά Ρουμπινστάιν, οι πιθανότητες του οποίου να βρει υποστηρικτές, ώστε να παίξει αυτός με τον Λάσκερ εκμηδενίστηκαν οριστικά. Και τι να πει κανείς για τους νεαρούς Αλιέχιν και Μπογκολιούμποβ που βρέθηκαν από το τουρνουά του Μάνχαϊμ του 1914 στη φυλακή, μιας και η κήρυξη του πολέμου τούς πρόλαβε; Είναι αυτοί οι νεκροί αγωνιστικά χρόνοι, οι πυκνοί ιστορικής σημασίας, που γεννούν όλα αυτά τα εάν και τα πώς, δημιουργώντας ταυτόχρονα την ομορφιά του μη προβλέψιμου που τόσο πολύ αναδεικνύει την επίγευση της αισθητικής ευχαρίστησης που αφήνει ένα παιχνίδι κλειστής και αμείλικτης λογικής.
Ήρθε η ώρα να μεταφερθούμε σε πιο κοντινές εποχές. Ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε μια ευτυχής συγκυρία για το σκάκι. Όντας το ισχυρό όπλο της μιας πλευράς, αυτής που υστερούσε σε ισχύ συνολικά, αποτέλεσε ένα τερέν ανταγωνισμού που ωφελήθηκε από αυτήν την ανισορροπία: οι μεν ποθούσαν να κατισχύσουν κι εκεί, οι δε να διατηρήσουν το προβάδισμά τους. Με την πτώση του Τείχους και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν άλλαξε μόνο ο σκακιστικός χάρτης αλλά επανήλθε στο προσκήνιο ο ατόφιος, θερμός πόλεμος. Όπως γλαφυρά το εκθέτει ο Βιτόριο Τζακοπίνι στο βιβλίο του για τον Φίσερ:
Άλλαζαν τα πάντα στα σοβαρά και παντού. Ο θάνατος του Χομεϊνί και η ήττα του Πινοσέτ στις εκλογές, η εισβολή στον Παναμά και τα γεγονότα στην πλατεία Τιενανμέν· το πραξικόπημα στην Παραγουάη κατά του Στρέσνερ· και ακόμα: το Exxon Valdez, τα πρώτα κινητά τηλέφωνα και η απόσυρση των δίσκων 45 στροφών από την αγορά· στη Νότιο Αφρική οι αρχικές δειλές μεταρρυθμίσεις του Ντε Κλερκ, έπειτα η απελευθέρωση του Μαντέλα· και η Μάργκαρετ Θάτσερ, που την ξεφορτωθήκαμε επιτέλους. Έπειτα από «πενήντα χρόνια πλήξης» και εξασφαλισμένης ετοιμοπόλεμης ειρήνης ανάμεσα σε μπλοκ, ξαναρχίζουν να πέφτουν πυροβολισμοί, περίπου στα κουτουρού. Από την περιφέρεια οι πόλεμοι ρέουν και πάλι προς το κέντρο. Τώρα γίνονται μάχες στη Γιουγκοσλαβία, δυο βήματα από το Βερολίνο, τη Ρώμη, το Παρίσι, τη Βιέννη. Μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα νοτιότερα, στον Περσικό κόλπο, το Ιράκ εισβάλλει στο Κουβέιτ. Στην Αφρική γίνεται πόλεμος στη Σομαλία και την Ερυθραία, όμως αυτό, φυσικά, δε γράφει ιστορία (Βιτόριο Τζακοπίνι, Βασιλιάς σε καταδίωξη, μτφρ. Π. Σκόνδρας, Κέδρος, 2011, σ. 251).
Σε αυτήν την ιστορική συγκυρία της «μεγάλης αναταραχής, θαυμάσιας κατάστασης» είναι που ο Μπόμπι Φίσερ αποφασίζει να επιστρέψει στο σκακιστικό προσκήνιο. Υπενθυμίζουμε στον αναγνώστη και την αναγνώστρια ότι ο Φίσερ είχε εγκαταλείψει το αγωνιστικό σκάκι μετά τη νίκη του επί του Μπόρις Σπάσκι στο Ρέικιαβικ το 1972, μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων του με την FIDE εν όψει του επόμενου ματς του με τον Κάρποβ το 1975. Και τώρα, μετά είκοσι έτη, ο Φίσερ επιστρέφει ως απωθημένο: από εκεί που το 1972 αποτελούσε την αιχμή των Αμερικανών στη μάχη κατά του κομμουνισμού, τώρα ο Μπόμπι επιστρέφει ως ο εκδικητής που αψηφά το αμερικανικό εμπάργκο στη Γιουγκοσλαβία και επιλέγει να παίξει εκεί τη ρεβάνς του ματς τού 1972 με τον Σπάσκι.
Εκείνο τον καιρό ο Φίσερ ζει στη Βουδαπέστη (την πόλη όπου κάποτε είχε σοκαριστεί με την ελευθεριότητα στο σπίτι των Πόλγκαρ) με μια δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια, τη Ζίτα Ραϊκσάνι. Η Ζίτα τον λατρεύει και ταυτόχρονα τον πιέζει να επιστρέψει στην ενεργό δράση. Τον δελεάζει με τη δόξα και τα πιθανά πολλά χρήματα που θα τους επιτρέψουν να ζήσουν ευτυχισμένοι το παραμύθι τους. Και ο Μπόμπι το σκέφτεται και του φαίνεται όλο και καλύτερη ιδέα. Τότε θα εμφανιστεί ο Γιεζντιμίρ Βασιλίεβιτς, ένας αμφιλεγόμενος Σέρβος επιχειρηματίας που προσφέρει, Κύριος οίδε από ποια βρόμικη πηγή, είκοσι εκατομμύρια δολάρια ως συνολικό έπαθλο. Ο Σπάσκι, χρόνια αποσυρμένος με την αριστοκράτισσα συμβία του στη Γαλλία, πολιτικά απαθής και διαχρονικά μπον βιβέρ, δεν θα έχει αντίρρηση: «δουλειά μου είναι να παίζω σκάκι», δηλώνει.
Στο ματς που διεξάγεται στο Σβέτι Στεφάν, ένα παραλιακό θέρετρο του Μαυροβουνίου στην Αδριατική, ο Φίσερ θα έχει την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή όλες τις ιδέες του για τη διεξαγωγή των σκακιστικών αγώνων. Θα λανσάρει για πρώτη φορά μια ευρεσιτεχνία του, το σκακιστικό χρονόμετρο Φίσερ, που επιτρέπει την προσθήκη ενός μίνιμουμ χρόνου ανά κίνηση, επιτρέποντας την υπέρβαση του παρωχημένου θεσμού της διακοπής, προσφέροντας στον παίκτη το αναγκαίο μαξιλαράκι που ελαφρύνει την πίεση χρόνου. Ταυτόχρονα, το ματς θα παιχτεί σε καθορισμένο αριθμό νικών, εν προκειμένω δέκα, αποτρέποντας τους παίκτες από την επανάπαυση σε πάμπολλες ισοπαλίες.
Αν και το αγωνιστικό κομμάτι δεν θα είναι τίποτα το εντυπωσιακό (κλασική συνθήκη σε ένα ματς βετεράνων) το πολιτικό κομμάτι θα αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του. Ο Φίσερ σε μια συνέντευξη τύπου-ποταμό θα κόψει τις γέφυρές με όλα και όλους. Καταρχάς έχει φροντίσει να φωτογραφηθεί κάνοντας χειραψία με τον «σφαγέα» Μιλόσεβιτς. Έπειτα θα γνωστοποιήσει επιστολή-τελεσίγραφο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με την οποία καθίστανται σαφείς οι κυρώσεις που θα αντιμετωπίσει, αν επιμείνει στη διεξαγωγή του αγώνα. Η επιστολή θα σκιστεί εμφατικά, ενώ ο Φίσερ δεν θα παραλείψει να φτύσει τα κομμάτια της. Θα καταφερθεί εναντίον των Σοβιετικών, θα επιμείνει στον αντισημιτισμό του, θα βρίσει την υποκρισία των Ηνωμένων Εθνών. Κοινώς, θα προδιαγράψει την πορεία της φυγής και της καταδίωξης που θα τον οδηγήσει έως τον θάνατο στο, φιλόξενο να του προσφέρει άσυλο, Ρέυκιαβικ. Η δημόσια αυτή εμφάνιση του Φίσερ θα συνοψίσει σε υπερθετικό βαθμό την ιδεολογική λειτουργία που καλούνται οι σκακιστές να επιτελέσουν σε καιρό πολέμου, θερμού ή ψυχρού, ως πιόνια ανώτερων δυνάμεων, με τον Αμερικανό να αρνείται να συμμορφωθεί. Με την αντιφατικότητα, τον ανορθολογισμό, την σχεδόν παρανοϊκή προσήλωση στην άρνηση για την άρνηση, ο Φίσερ θα αρθεί στο επίπεδο ενός τραγικού ήρωα σε μια εποχή που η κάθαρση είναι αδύνατη, καταδεικνύοντας παράλληλα και το ατελέσφορο κάθε τέτοιας χειρονομίας.
Στην εστία του πολέμου, το σκάκι στη Γιουγκοσλαβία, ή πιο σωστά στη Σερβία και το Μαυροβούνιο, συνεχιζόταν παρόλες τις βόμβες. Ο Ρόμπερτ Μπέρν σε άρθρο του στους New York Times, έναν χρόνο μετά το ματς Φίσερ-Σπάσκι, θα επισημάνει την συνεχιζόμενη παθιασμένη ενασχόληση του πληθυσμού με το σκάκι, σχολιάζοντας και μια παρτίδα από το πρόσφατο τότε διασυλλογικό πρωτάθλημα. Αυτή η εμμονή με ένα παιχνίδι, αυτή η οικειοθελής απόδραση από την πραγματικότητα που έσωσε τον Μπογκολιούμποβ στις γερμανικές φυλακές, τον Ρομανόβσκι στο πολιορκούμενο Λένινγκραντ και τους Σέρβους στο Βελιγράδι δείχνει, νομίζω, έναν πιο εποικοδομητικό τρόπο πρόσληψης της σχέσης σκακιού και πολέμου, από τον ευρύ διαδεδομένο συμβολισμό που θέλει τη σκακιέρα ένα υπόδειγμα αναμέτρησης και καταστροφής. Παρότι διαχρονική, η μεταφορά του πολέμου ως σκακιστικής αναμέτρησης δεν μας πηγαίνει μακρύτερα από ευφημισμούς του τύπου «γεωπολιτική σκακιέρα», ενώ ο στρατηγός-σκακιστής, μαζί με τον πολιτικό που παίζει πόκερ και τον θεό που παίζει ζάρια, δεν υπερβαίνει τη σοβαρότητα μιας παιδιάς. Το γεγονός, ωστόσο, ότι το ανθρώπινο πνεύμα, ακόμα και στη γειτνίαση με τον όλεθρο, επιμένει να παίζει είναι μια ευχάριστη υπόμνηση ενός πυρήνα αμεριμνησίας που σε τελική ανάλυση δεν είναι και μικρό καταφύγιο σε χαλεπούς καιρούς.