ΑΘΗΝΑ
00:45
|
16.11.2024
Γκύντερ Άντερς: «Οι πραγματικοί σήμερα τρομοκράτες είναι εκείνοι που εκφοβίζουν διαρκώς τον κόσμο απειλώντας να τον καταστρέψουν».
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ζούμε σε μια τραγική περίοδο όπου η φρικωδία του πολέμου και η βαθιά υπαρξιακή θλίψη που αυτή προκαλεί, μοιάζει η μόνη ικανή να μας βγάλει από την κατάθλιψη στην οποία είμαστε από καιρό βυθισμένοι. Αφυπνιζόμαστε από τον πόνο και τον θάνατο του άλλου· αυτό είναι το ύστατο σκαλοπάτι της ανθρωπιάς. Από κει και κάτω χάσκει η ζοφερή άβυσσος της κτηνωδίας. Ή της αδιαφορίας που είναι ένα από τα απεχθέστερα προσωπεία της.

Η κατανάλωση – για όσους έχουν ακόμη την πολυτέλεια να ενδίδουν σε αυτή την επιδερμική μα συνάμα οντολογική χειρονομία του καπιταλισμού – έχει πάψει να λειτουργεί ως θεραπεία πάσας νόσου και παντός ψυχολογικού αδιεξόδου. Ο καθένας αναζητεί το δικό του στήριγμα, με τους περισσότερους να βουλιάζουν σαν τον Τιτανικό στην εξ ορισμού τυφλή ιδεολογία, παροξύνοντας τον ερεθισμό που υποδαυλίζει η βία του πολέμου, ρίχνοντας αδιάκοπα ξύλα στην φωτιά. Παράλληλα με τα πολεμικά μέτωπα ορθώθηκαν και τα αντίστοιχα ιδεολογικά, οι αιώνιοι «Πράσινοι» και «Βένετοι», τα στρατόπεδα του φονικού φανατισμού, διεκδικώντας το «άσπρο» για τους ιδίους και αποδίδοντας αδιάλειπτα το «μαύρο» στον απέναντι, στον ιδεολογικό εχθρό, σε έναν τυφλό αυτοκτονικό φαύλο κύκλο.

Αυτός ο αναδιπλασιασμός της βίας σε λεκτικό επίπεδο, που προοιωνίζει νομοτελειακά τη φυσική της εκδίπλωση, αυτή η αναπαραγωγή των όρων του πολέμου, μόνο ως αντίδοτο στη πολεμική σύρραξη δεν μπορεί να λειτουργήσει. Το πιο δραματικό στην ιστορία είναι πως το βαθύτερο ελατήριο των ανθρώπων που επιζητούν μαινόμενοι την εκμηδένιση του ιδεολογικού τους αντιπάλου – με το τρελό γυάλινο μάτι του Αίαντα καθώς σφαγιάζει το κοπάδι τα ερίφια που μέσα στην τρέλα του μπέρδεψε με τον εχθρό –είναι η εναντίωση στον πόλεμο. Όσο παράδοξα παράλογο κι αν φαντάζει, η φυσική τάση του ανθρώπου (με πρώτο και καλύτερο το δυτικό νεωτερικό υποκείμενο που ομνύει στην ισχύ και στο χρήμα) είναι να απαντά στον πόλεμο επιλέγοντας την κατ’ εξοχήν κακοτοπιά, την οδό δηλαδή της αντιπαράθεσης.

Έτσι ξαφνικά βλέπουμε ανθρώπους των γραμμάτων και δη φιλοσόφους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην διαλεκτική κατανόηση του «είναι» και στη νοηματοδότηση της πραγματικότητας, να επιζητούν αλλόφρονες τη δίωξη συνανθρώπων τους επειδή εκφέρουν διαφορετική από την δική τους παραδεδεγμένη άποψη, αποκλίνοντας από την απερίφραστα και τελεσίδικα ορισμένη, «σωστή πλευρά της ιστορίας». Ανθρώπους του πνεύματος, οι οποίοι ταυτίζοντας ανάρμοστα τη διαλεκτική με τη διχόνοια, φτάνουν να  αυτοαναιρούνται με μία μόνο φονοσταγή φράση, αναδεικνύοντας το σαθρό υπόβαθρο της θεωρητικής σκέψης που δεν αποσκοπεί στον έμπρακτο εξανθρωπισμό του ατόμου, στην αγαθή προαίρεση.

Στους σκοτεινούς λοιπόν καιρούς αναζητεί όπου και όπως ο καθένας μπορεί το δικό του στήριγμα. Εγώ προστρέχω πάντα στη λογοτεχνία, σε αυτό τον πλάγιο φωτισμό της ανθρώπινης συνθήκης μέσω της γλώσσας, σε μια εικονολογική και μεταφορική γλώσσα που υπερβαίνοντας την στενή εργαλειακή της λειτουργία επιχειρεί να αποδώσει το άφατο και ανέκφραστο, το απερινόητο. Προστρέχω επίσης στον Θεό της Αγάπης. Καθώς όμως αυτό δε μοιράζεται παρά μόνο μετέχοντας στο κοινό άθλημα της λειτουργικής παράκλησης για τη σωτηρία του κόσμου, καταθέτω εδώ το κομμάτι εκείνο του μυστηριακού (με την έννοια της ελευσίνιας αποκάλυψης) που άπτεται της λογοτεχνίας, κορφολογώντας από ποικίλα και διαφορετικά κείμενα, αποσπάσματα που μοιάζουν να απευθύνονται στο παρόν.

Ξεκινώ από το μεγάλο σε όγκο και στόχο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Γκας «Το Τούνελ» (εκδ. Καστανιώτη) σε εξαίρετη μετάφραση Γιώργου Κυριαζή, το οποίο αποπειράται να αναμετρηθεί με το τεράστιο οντολογικό ζήτημα του Κακού, ακολουθώντας το παράδειγμα και το δύσβατο μονοπάτι στο οποίο πορεύτηκαν οι μεγαλύτεροι λογοτέχνες και ποιητές, από τον Τόμας ντε Κουίνσι ως τον Ντοστογιέφσκι. Σε έναν ατελείωτο κι ενίοτε παραληρηματικό μονόλογο ο Αμερικανός καθηγητής πανεπιστημίου Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόλερ ενσαρκώνει με τον πιο εντυπωσιακό και ενοχλητικό συνάμα τρόπο τη ρηχότητα του Κακού, φωτίζοντας την ανθρώπινη συνθήκη.

«Η άβυσσος είναι η αληθινή απουσία, δεν είναι απλώς μια λέξη που χαζολογά, είναι πραγματικά το να μην είσαι εκεί. […] Να πάτε στο διάβολο σκέφτομαι. Τι λαχταράτε; Τίποτε. Ούτε κι εγώ. Θέλω όμως να μου γίνει μια προσφορά. Θέλω μια αιώνια καταδίκη να με περιμένει. Λαχταρώ την άβυσσο. […] Ο καβγάς έχει, πρώτα απ’ όλα (και αυτό τον κάνει αρκετά διαφορετικό από την άβυσσο), πάτο, μια βάση, τη μυστική αιτία και την συνθήκη του, την περίπλοκη και φαρμακερή πηγή του». […] «Προσπαθήσαμε να κατανοήσουμε τον καβγά […] και ο λόγος που το κάναμε αυτό ήταν η πίστη μου ότι ο πόλεμος λειτουργεί μέσα στην Ιστορία με τον τρόπο που λειτουργεί ο καβγάς μέσα σε έναν γάμο ή ίσως με τον τρόπο που λειτουργεί μια βεντέτα σε μια οπισθοδρομική κοινωνία. Ποτέ δεν σκόπευα να υπονοήσω ότι τα εμπόλεμα έθνη θα πρέπει να είναι ερωτευμένα μεταξύ τους κάποτε στο παρελθόν, αλλά προφανώς κάθε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης εμπεριέχει κάποια ζωτικής σημασίας σχέση που έχει διακοπεί ή πρόκειται να διακοπεί. Οι πόλεμοι, όπως και οι καβγάδες, δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην τα αντιμαχόμενα μέρη σε μόνιμη εχθρότητα. […] όπως και στους καβγάδες, ο ηττημένος ίσως να μην είναι ο ηττημένος». […] Αυτοί οι πόλεμοι θα καταλήξουν στην πτώση της Δύσης και στην κατάρρευση της ευρωπαϊκής κουλτούρας. […] Ξανά και ξανά, ο Χρόνος έχει διπλωθεί και το παρελθόν έχει προσπεράσει το παρόν σαν να θέλει να πει: δεν θα υπάρξει αύριο, παρά μόνο αν είναι το χθες».

«Ούτε η άνευ όρων συνθηκολόγηση, ούτε ο ολοκληρωτικός πόλεμος, ούτε ο κεραυνοβόλος πόλεμος επαρκούν –, παρά μόνο η εξολόθρευση, μόνο ο πλήρης αφανισμός, η καρχηδονιακή καταστροφή: το σβήσιμο που σβήνει τα ίχνη του σβησίματος. […] κάτω από την επιφάνεια της ζωής βρίσκεται ένας λάκκος, η άβυσσος, η φρικτή αλήθεια, μια αλήθεια που δεν αντέχεται, που δεν υπομένεται: η ανθρώπινη ευτέλεια, η δική μας ευτέλεια, η δική σας και η δική μου».

«Μεταξύ των ζευγαριών, ακόμη και μεταξύ κρατών, συνήθως η μία πλευρά είναι ο επιτιθέμενος και η άλλη προκαλεί την επίθεση. Αυτοί οι ρόλοι, πολύ βολικά, ξεχνιούνται κάθε φορά. Καθένας προσποιείται ότι δεν γνωρίζει τον ρόλο του ούτε καν τον τίτλο του έργου. Έτσι η δεύτερη φάση, όπως έχω πει, αποτελείται από έναν καβγά για το ποιος ξεκίνησε τον καβγά. Φυσικά, ο σκοπός είναι να ρίξεις το φταίξιμο για όλα σε εκείνον που παραβίασε την ειρήνη και όχι στους παράγοντες και στις δυνάμεις που ευθύνονταν για τις τεράστιες κρυμμένες αδικίες, των οποίων η αδέξια σύγκρουση καταγράφεται τόσο συνταρακτικά, αλλά και τόσο παραπλανητικά. […] Αν είμαι στ’ αλήθεια άνθρωπος της ειρήνης – και όντως είμαι – τότε γιατί βρίσκομαι πάντα σε πόλεμο;»

«Διεξάγουμε πολέμους για να κρύψουμε έναν κόσμο – έναν ολόκληρο κόσμο και την απελπιστική του κατάσταση – όχι μια τοσοδούλα κοινωνική γκάφα ή κάποιο ύπουλο υπόμνημα. Πόλεμοι και καβγάδες διαφέρουν σε εύρος, βέβαια, σε διεξοδικότητα, σε καταστροφικότητα και σε γενικότερη βιαιότητα, φυσικά, υπάρχει όμως μια αντιστοιχία, όπως η φωτογραφική αποτύπωση μια οικογένειας αντιστοιχεί σε πραγματικά πρόσωπα. Με τον καβγά, για παράδειγμα, θα μπορούσα να κρύψω μια μεγάλη έλλειψη αγάπης με μια μικρή. […] Κρύβουμε το μίσος με αίμα, Χέρσελ, αυτό είναι το πρόβλημα. Επιχρυσώνουμε τον εαυτό μας με εκείνη την άλλη ενοχή έτσι ώστε να φαινόμαστε αθώοι κάποιου βαθύτερου, σημαντικότερου, σκοτεινότερου εγκλήματος που μονίμως θα επαναλαμβάνουμε γιατί μας ορίζει· είναι εμείς· είναι αυτό που είμαστε.

[…] Πονάει, λέμε, σε τρίτο πρόσωπο, αλλά δεν δίνουμε δεκάρα τσακιστή γι’ αυτό το τρίτο πρόσωπο· ποτέ δεν νοιαστήκαμε γι’ αυτό πριν έρθει ο πόνος, παρά μόνο αφού ήρθε ο πόνος, μόνο επειδή ήρθε ο πόνος (ίσως αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να υποφέρουμε τώρα)· και δεν νοιαζόμαστε γι’ αυτό το τρίτο πρόσωπο ούτε σήμερα. Νοιαζόμαστε για την παρουσία του άσχημου συναισθήματός μας. Τελεία. Θέλουμε να φύγει. Το συντομότερο δυνατόν. Διώξε τον πόνο, γιατρέ· τρίψε τις κηλίδες να φύγουν· κάνε τον καβγά να σταματήσει· τον πόλεμο να τελειώσει. Η ειρήνη είναι ο θάνατος στον οποίο αναπαυόμαστε κάτω από την ταφόπλακα που το επισημαίνει».

Η παραπάνω σύνθεση αδικεί οπωσδήποτε το βιβλίο και τον συγγραφέα του, ακριβώς γιατί κάθε ανασύνθεση κειμένου καταλήγει σε ένα άλλο κείμενο. Από λογοτεχνική πλευρά, αγγίζει τα όρια της ιεροσυλίας. Η κοπτοραπτική ενώ κάνει θαύματα με τα υφάσματα, δεν τα πάει καλά με τις λέξεις και το νόημά τους, στην προκειμένη όμως περίπτωση εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι τα απολύτως συμφραζόμενα, αλλά η ανάπτυξη μιας σκέψης πάνω στην έννοια του πολέμου ως κατάσταση μη εξαίρεσης. Γι’ αυτό και ο αναγνώστης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κάνει ευθείες αναγωγές στην πραγματικότητα, αλλά να καταφέρει να δει μέσα και πίσω από τις λέξεις, εν προκειμένω πίσω από το σκοτάδι τους. «Τι συμβαίνει; Να με, ένας ιστορικός που εξιστορώ το δικό μου κακό και δεν ξέρω τι συμβαίνει».

Αναλαμβάνω λοιπόν το έγκλημά μου και συνεχίζω παραθέτοντας λίγα ακόμα αποσπάσματα από μια εκτενή αυτοβιογραφική συνέντευξη του Γερμανού φιλοσόφου Γκύντερ Άντερς, ο οποίος έγινε γνωστός ως ένας φιλόσοφος ο οποίος μετά την Χιροσίμα αφιερώθηκε έμπρακτα, δηλαδή γράφοντας, σ’ ένα αγώνα ευαισθητοποίησης της ανθρωπότητας στο μείζον υπαρξιακό ζήτημα της πυρηνικής απειλής. Το βιβλιαράκι έχει τον εύγλωττο τίτλο: Κι αν είμαι απελπισμένος τι θέλετε να κάνω; [Γαλλική έκδοση: Et si je suis désespéré, que voulez-vous que j’y fasse? EditionAllia 2010]

«Αργότερα, όταν το πρόβλημα των πυρηνικών βρέθηκε στο επίκεντρο, προσπάθησα να αποσπάσω την προσοχή εκείνων των οποίων οι πράξεις και οι παραλήψεις αποφασίζουν για την τύχη της ανθρωπότητας, ενώ οι ίδιοι δεν γνωρίζουν, δεν θέλουν να γνωρίζουν, δεν πρέπει να γνωρίζουν τι ακριβώς κάνουν». […] Αμέσως συνειδητοποίησα, πιθανότατα ήδη από τις 7 Αυγούστου, δηλαδή μία μέρα μετά τη Χιροσίμα και δύο μέρες πριν το Ναγκασάκι, ότι η 6η Αυγούστου [1945] ήταν η πρώτη μέρα μιας νέας εποχής: η μέρα από την οποία και ύστερα, η ανθρωπότητα ήταν πλέον ικανή να εξολοθρεύσει, με τόπο μη αναστρέψιμο, τον εαυτό της. Μόνο που μου χρειάστηκαν αρκετά χρόνια προτού αποτολμήσω να καθίσω απέναντι από μια σελίδα χαρτί για να αναλάβω το χρέος να καταστήσω αντιληπτό αυτό που εμείς – και με το «εμείς» αναφέρομαι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα – ήμασταν ικανοί να παράγουμε. […] Αυτό που άρχισε να παίρνει μορφή ήταν ένα κεφάλαιο για τις Αιτίες της τύφλωσής μας απέναντι στο ενδεχόμενο της Αποκάλυψης» και στο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε όσα είμαστε ικανοί να παραγάγουμε και σε εκείνα τα οποία είμαστε ικανοί να φανταστούμε. […] Στην αλληλογραφία μου με τον πιλότο της Χιροσίμα Ήθερλι, συνέλαβα την έννοια του «ενόχου χωρίς παράπτωμα». Δεν ισχυρίζομαι λοιπόν ότι ο «άνθρωπος» είναι σήμερα χειρότερος απ’ ό,τι στο παρελθόν, αλλά λέω πως οι πράξεις του έχουν πελώριο αντίκτυπο λόγω του πελώριου μεγέθους των εργαλείων τα οποία διαθέτει». […] Έδειξα με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι η βιομηχανία δεν παράγει όπλα για τους πολέμους, αλλά προκαλεί πολέμους για τα όπλα. Ότι έχει ανάγκη τον πόλεμο προκειμένου να εξασφαλίσει τη χρήση των προϊόντων της, ότι δεν μπορεί να «υπάρξει χωρίς να σκοτώνει», ότι η φθορά των όπλων είναι αναγκαία για να συνεχίσει η παραγωγή τους. Τα όπλα αποτελούν το ιδανικό εμπόρευμα – ο μαρξισμός έχει ελάχιστα μιλήσει γι’ αυτό ως τώρα – γιατί είναι προϊόντα τα οποία, όπως όλα τα καταναλωτικά προϊόντα, χρησιμοποιούνται μόνο μία φορά. Ιδωμένα από αυτό το πρίσμα, τα πυρομαχικά και τα καρβέλια είναι προϊόντα του ιδίου είδους. Άπαξ και εκτοξευθεί ένας πύραυλος με πυρηνική κεφαλή δεν μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο η βιομηχανία αγαπάει τόσο πολύ τα όπλα».

Αυτό που ο Άντερς φωνάζει από το 1950 είναι πως με την εμφάνιση της ατομικής βόμβας «άλλαξε η μεταφυσική μας υπόσταση» και μετατραπήκαμε από «θνητοί» σε «θνητό είδος», απειλώντας σύσσωμη την ανθρωπότητα με εξαφάνιση. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή – ή μάλλον τα επίχειρα ενός πολιτισμού – όπου έχει ακυρωθεί κάθε έννοια σκοπού και τα πάντα λειτουργούν ως «μέσα». Η πυρηνική όμως βόμβα δεν μπορεί να είναι μέσο για την επίτευξη κανενός σκοπού, παρά μόνο το πιο ριζοσπαστικό και απόλυτο συνώνυμο του τέλους.

Αν η γνώση, η καλλιέργεια και η (δια)μόρφωση που αυτή συνεπάγεται έχει κάποια ελάχιστη σήμερα σημασία (εφόσον δηλαδή δεν έχει πλήρως θυσιαστεί στον βωμό της πληροφορίας και της προτεραιότητας του χρηματικού της αντικρίσματος), αυτή έγκειται στο ότι μόνη η θησαυρισμένη γνώση μπορεί να μας ευαισθητοποιήσει απέναντι στο πόνο και στον θάνατο. Να ενεργοποιήσει το απονεκρωμένο εντός μας νεύρο της ενσυναίσθησης μπροστά στο δράμα των Ουκρανών και όλων όσοι υφίστανται ή θα υποστούν τις συνέπειες αυτής της ύβρεως. Να μας αφυπνίσει, έστω και την ύστατη στιγμή πριν την απονενοημένη πράξη, η οποία δεν είναι μια πράξη απελπισίας, αλλά η επιτομή της θηριωδίας.«Οι πραγματικοί σήμερα τρομοκράτες είναι εκείνοι που εκφοβίζουν διαρκώς τον κόσμο απειλώντας να τον καταστρέψουν». [Günther Anders Η πυρηνική απειλή. Ριζοσπαστικές σκέψεις για την ατομική εποχή].

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Παραιτήθηκε διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών

Χίλιες απολύσεις σχεδιάζει η General Motors

Η δηκτική εξήγηση της Ζαχάροβα για την άρνηση του Πάπα να επισκεφθεί το Παρίσι

Μία λογική λύση για τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα