ΑΘΗΝΑ
09:56
|
05.11.2024
Οι «συνθέτες-φαντάσματα» απαιτούν αναγνώριση και ένα δίκαιο μερίδιο από τα κέρδη των άλλων.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η επανάσταση του streaming αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο πληρώνονται οι συνθέτες ταινιών και αποκαλύπτει τα ελαττώματα ενός συστήματος όπου μεγάλα ονόματα αναθέτουν τις μουσικές επενδύσεις τους σε μη αναγνωρισμένους «συνθέτες-φαντάσματα». Τώρα, οι καλλιτέχνες που γράφουν πραγματικά τη μουσική απαιτούν αναγνώριση και ένα δίκαιο μερίδιο από τα κέρδη των άλλων.

Η δημιουργία μουσικής στο Χόλιγουντ του 21ου αιώνα, όπως το έθεσε ένας συνθέτης soundtrack γνωστής και βραβευμένης με Emmy σειράς της καλωδιακής τηλεόρασης «μοιάζει με πραγματικό νταβαντζιλίκι». Ο ίδιος μίλησε για μεγάλα ωράρια εργασίας, χαμηλές αμοιβές και εργασία κάτω από έναν «κύριο συνθέτη» -το αφεντικό του- που αναθέτει όλη την πραγματική δουλειά της συγγραφής και της ηχογράφησης. «Μια φορά κατέρρευσα επειδή ο σκηνοθέτης ερχόταν να ακούσει τι είχα γράψει και δεν είχα τίποτα να του παίξω» επειδή ο υπολογιστής μου που είχε όλη τη μουσική τα είχε παίξει!». Ο σκηνοθέτης γέλασε και είπε: «Έτσι είναι ο πόλεμος».

Ένας άλλος συνθέτης του Χόλιγουντ συνοψίζει ως εξής το ευρέως διαδεδομένο, κοινό συναίσθημα μεταξύ των ανδρών και των γυναικών που κάνουν όλη την καθημερινή δουλειά του να συνδυάζουν τη μελωδία, την αρμονία και τον ρυθμό ώστε να ταιριάζουν με τις εικόνες σε μια ταινία ή μια οθόνη της τηλεόρασης: «Δεν υπάρχει συμβόλαιο, δεν υπάρχει σωματείο. Είσαι απόλυτα υποχρεωμένος να συνεργάζεσαι με κάποιον που μπορεί να είναι ή να μην είναι εντελώς ανήθικος».

«Το απόλυτο προαπαιτούμενο της ζωής ενός συνθέτη», είχε πει ο Χένρι Μαντσίνι, «είναι να μπορείς να βγάζεις τα προς το ζην κάνοντας αυτό που πραγματικά αγαπάς: να δημιουργείς μουσική». Ο Μαντσίνι, ο οποίος είχε γράψει τη μουσική ταινιών όπως το «Πρωινό στα Τίφανις», «Ο Ροζ Πάνθηρας» και το «Βίκτωρ/Βικτόρια», κερδίζοντας τέσσερα Όσκαρ, ανήκει στο πάνθεον των συνθετών μουσικών θεμάτων ταινιών δίπλα στους Μπέρναρντ Χέρμαν, Τζον Ουίλιαμς και Χανς Ζίμερ. Δεν μιλάμε συχνά για τους συνθέτες ταινιών, αλλά η δουλειά τους είναι απαραίτητη για την κινηματογραφική εμπειρία. Προσπαθήστε να φανταστείτε το «Ψυχώ» χωρίς τα βιολιά του Χέρμαν ή το «Inception» χωρίς το «Μπράααμ» του Ζίμερ; Όπως είπε κάποτε ο σκηνοθέτης Τζέιμς Κάμερον: «Η μουσική επένδυση είναι η καρδιά και η ψυχή μιας ταινίας».

Τον τελευταίο καιρό, στην εποχή του streaming, οι ίδιοι οι συνθέτες μιλούν όλο και περισσότερο για τα προς το ζην. Καθώς ένα αυξανόμενο μερίδιο της δουλειάς τους μεταφέρεται στο streaming, οι συνθέτες ταινιών βλέπουν τα κέρδη τους από τα πνευματικά δικαιώματα να μειώνονται σε «σεντς», όπως το έθεσαν περισσότεροι από 30 από αυτούς τον περασμένο Αύγουστο σε μια ανοιχτή επιστολή προς τις ASCAP, BMI και άλλους οργανισμούς είσπραξης δικαιωμάτων (ή την PRO), που συλλέγουν και διανέμουν έσοδα σε τραγουδοποιούς. «Αυτό εγείρει σοβαρές ανησυχίες για τις μελλοντικές οικονομικές προοπτικές για όλους τους συνθέτες», ανέφερε η επιστολή.

Ακόμη χειρότερα, ορισμένοι streamers, κυρίως το Netflix, θέτουν συμφωνίες εργασίας που κόβουν εντελώς τα πνευματικά δικαιώματα. Τέτοιες συμφωνίες είναι γνωστές ως εξαγορές-συμφωνίες που προσφέρουν εφάπαξ πληρωμή, χωρίς δικαιώματα και στερούν από τον συνθέτη οποιοδήποτε μερίδιο στη συνεχιζόμενη επιτυχία μιας επιτυχημένης σειράς ή ταινίας. Το 2019, μια ομάδα βραβευμένων συνθετών, συμπεριλαμβανομένων των Κάρτερ Μπάργουελ (που έχει γράψει τη μουσική για σχεδόν κάθε ταινία των αδελφών Κοέν), Τζόελ Μπέκερμαν (CBS, This Morning), Τζον Πάουελ (μουσική για το franchise Τζέισον Μπορν) και Πίναρ Τόπρακ (Captain Marvel), έστησε το «Your Music, Your Future», μια πρωτοβουλία που στοχεύει στην ευαισθητοποίηση σχετικά με τις εξαγορές. Μέχρι στιγμής, μόλις 19.000 άτομα την έχουν υπογράψει.

Αυτές οι νέες οικονομικές πιέσεις αυξάνονται και αποκαλύπτουν τις ρωγμές στο σύστημα μουσικής σύνθεσης για ταινίες. Αυξάνεται η απογοήτευση σε ένα σύστημα στο οποίο η πληρωμή μοιάζει με εξευτελισμό, με τους επίδοξους συνθέτες να εργάζονται για ψίχουλα χωρίς ασφάλεια ή τη δύναμη ενός συνδικάτου συνθετών. (Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα συνδικάτο. Το Σωματείο Συνθετών και Στιχουργών της Αμερικής, που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1950, διαλύθηκε μετά από απεργία το 1971).

Μέρος της δυσαρέσκειας σχετίζεται με το κοινό μυστικό στον κόσμο της μουσικής επένδυσης ταινιών: πολλοί από τους πιο λαμπερούς αστέρες της δεν είναι αυτοί που γράφουν, στην πραγματικότητα, τη μουσική για την οποία τιμούνται και αμείβονται. Αυτή η δουλειά, ή ένα μεγάλο μέρος της, ανατίθεται σε άλλους. Μερικές φορές αυτοί οι άλλοι αναφέρονται στη λίστα συντελεστών ως «πρόσθετοι συνθέτες», αλλά συχνά είναι εργαζόμενοι της λεγόμενης gig economy. Είναι αυτοί που λαμβάνουν μέτρια αμοιβή και μια αναφορά στους τίτλους των ταινιών ως απλά… συντελεστές. Τέτοιοι σκιώδεις συντελεστές είναι γνωστοί ως «συνθέτες-φαντάσματα».

Το περασμένο καλοκαίρι, η αγωγή της Σκάρλετ Γιοχάνσον κατά της Ντίσνεϊ για το άνοιγμα της ταινίας «Black Widow» (Μαύρη Χήρα) ταυτόχρονα στους κινηματογράφους και στην πλατφόρμα streaming της εταιρείας -μια απόφαση που ισχυρίστηκε ότι της κόστισε εκατομμύρια σε δικαιώματα από εισιτήρια- αποκάλυψε την εκτεταμένη ανησυχία σχετικά με τις αποζημιώσεις στο Χόλιγουντ το οποίο ψηφιοποιείται με ταχείς ρυθμούς. Να σημειωθεί πως η αγωγή της Γιοχάνσον διευθετήθηκε εξωδικαστικά τον περασμένο Σεπτέμβριο και οι όροι της συμφωνίας δεν αποκαλύφθηκαν.

Ομοίως, οι συνθέτες ανησυχούν καθώς βλέπουν ότι οι γνώριμοι τρόποι να κάνουν πράγματα αλλάζουν – τα νέα οικονομικά στοιχεία του streaming απειλούν αυτό που είναι ουσιαστικά ένα οιονεί φεουδαρχικό σύστημα. Οι συνθέτες μπορεί να μην είναι όλοι ευχαριστημένοι με αυτό το σύστημα, αλλά ανησυχούν ότι θα αντικατασταθεί με κάτι ακόμη χειρότερο. «Υπάρχει μια μυστικοπάθεια σε όλο αυτό που είναι περίεργη», είπε ένας συνθέτης υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Υπάρχει ο κόσμος που βλέπουν όλοι και μετά κοιτάς τι γίνεται στα παρασκήνια».

Πολλοί από τους ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή για ένα σχετικό άρθρο στο περιοδικό Vanity Fair -συνθέτες, δικηγόροι, επόπτες μουσικής- ζήτησαν να διατηρηθεί η ανωνυμία τους, φοβούμενοι ότι μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τις καριέρες τους μιλώντας ανοιχτά για το πώς λειτουργεί ο κλάδος. Η ατμόσφαιρα είναι ανάλογη του: «Ο πρώτος κανόνας του Fight Club είναι: Δεν μιλάς για το Fight Club». Αυτός είναι ίσως ο λόγος που μια σειρά από tweets που δημοσίευσε πέρυσι ο βετεράνος συνθέτης Τζο Κρέιμερ (Mission: Impossible—Rogue Nation), έγιναν αμέσως viral στην κοινότητα των μουσικών. «Μπορώ να μετρήσω τον αριθμό των διάσημων συνθετών του Χόλιγουντ που ΓΝΩΡΙΖΩ ότι γράφουν όλη τη μουσική τους μόνοι τους στα δάχτυλα του ενός χεριού, με τον Τζον Ουίλιαμς να είναι το πιο διάσημο παράδειγμα», έγραψε ο Κρέιμερ. «Όλοι οι άλλοι είναι αρχηγοί μιας ομάδας, εικονικοί ηγέτες μιας ομάδας συνθετών».

Ο Ουίλιαμς έχει περιγράψει ως εξής τη μεθοδολογία του, η οποία δεν είναι και τόσο διαφορετική από τον τρόπο που έγραφε ο Μπραμς: «Κατά τη σύνθεση, γράφω με ένα στυλό και ρίχνω σελίδες σε όλο το δωμάτιο». Ο Ουίλιαμς έγραφε μουσική με τα πιο παραδοσιακά εργαλεία: ένα πιάνο Steinway και ένα χαρτί παρτιτούρας. Οι ενορχηστρώσεις του, όπως έλεγε, «αρθρώνονται μέχρι την τελευταία νότα». Ο Ουίλιαμς είναι η εικόνα του συνθέτη «μοναχικού καλλιτέχνη» που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακόμα στο μυαλό μας. Η προσέγγιση του Ουίλιαμς, όπως σημείωσε ο Κρέιμερ, είναι εξαιρετικά σπάνια αυτές τις μέρες. Σήμερα «οι επώνυμοι συνθέτες βάζουν άλλους ανθρώπους να γράφουν τη μουσική τους. Και αυτό συμβαίνει για περισσότερα από 20 χρόνια τώρα».

Ένας βετεράνος μουσικός επόπτης του Χόλιγουντ περιγράφει πώς λειτουργεί το σύστημα: «Οι συνθέτες έχουν έξι ή επτά έργα εν εξελίξει ανά πάσα στιγμή. Ο επονομαζόμενος ηγέτης θέτει την ‘τονική παλέτα’. Και μετά τα minions (οι υποτακτικοί του) κάνουν το πραγματικό γράψιμο, την πραγματική σύνθεση». Συνεχίζει: «Ας υποθέσουμε ότι είστε ένας από αυτά τα minions, δηλαδή ένας επιπλέον συνθέτης ή ένας βοηθός στούντιο στον οποίο επιτρέπεται να γράψει και εργάζεστε πάνω στη μουσική επένδυση μιας ταινίας με ένα μεγάλο κινηματογραφικό-μουσικό στούντιο. Σας έχουν εκχωρηθεί μια σειρά από ‘cues’: κομμάτια της παρτιτούρας που θα συνθέσετε για να συνοδεύσουν συγκεκριμένες σκηνές. Ο κύριος συνθέτης -το όνομα του οποίου θα εμφανίζεται στο τελικό προϊόν- έχει επεξεργαστεί τη συνολική κατεύθυνση. Ο Ζίμερ το αποκαλεί αυτό ‘το σκίτσο’. Όπως το περιέγραψε κάποτε ο ιδρυτής του συγκροτήματος Devo και αργότερα συνθέτης ταινιών, Μαρκ Μάδερσμπάου (Rugrats, The Lego Movie και τέσσερις ταινίες του Γουές Άντερσον): ‘Τους δίνεις θέματα, κάνεις ένα πρόχειρο δείγμα και μετά αυτοί οι άνθρωποι τα συντονίζουν όλα’. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα σύστημα που μοιάζει με τα στούντιο γραμμής συναρμολόγησης σύγχρονων καλλιτεχνών όπως ο Μαρκ Κοστάμπι και ο Τζεφ Κουνς».

Εάν οι συνεισφορές τους καταλήξουν στο να μπουν στη λίστα συντελεστών (συνήθως ως «πρόσθετος συνθέτης») και η αμοιβή είναι αξιοπρεπής, οι συμμετέχοντες μπορεί να είναι λίγο ή πολύ ευχαριστημένοι. Μπορεί και να πληρώσουν το ενοίκιο του μήνα. Μπορεί και να ανέβουν κάποτε στο επίπεδο του κύριου συνθέτη, όπως έκαναν οι Τζον Πάουελ, Χένρι Γκρέγκσον-Ουίλιαμς και Λορν Μπάλφι, λαμπροί συνθέτες ταινιών όλοι τους, οι οποίοι βγήκαν από το μεγαθήριο στούντιο Remote Control του Ζίμερ στη Σάντα Μόνικα.

Και μετά υπάρχουν οι συνθέτες-φαντάσματα. Όσο κι αν η δουλειά του συνθέτη-φάντασμα είναι ουσιαστικά άγνωστη στο κοινό του κινηματογράφου, απολαμβάνει μια μακρά παράδοση ως μύηση σε αυτόν τον κόσμο. Ένας από τους συνθέτες-θεούς, ο Ένιο Μορικόνε, ήταν συνθέτης-φάντασμα πριν κερδίσει την πρώτη του αναφορά μια ταινία μεγάλου μήκους το 1961. «Ήμουν ο ίδιος συνθέτης-φάντασμα (σε πολύ μεγάλες ταινίες)», έχει παραδεχθεί και ο Ζίμερ. Περιστασιακά, το θέμα των συνθετών-φαντάσματα εμφανίζεται στα μέσα ενημέρωσης, όπως όταν, το 2014, ο κωφός Ιάπωνας συνθέτης Μαμόρου Σαμουραγκότσι, ένας αποκαλούμενος «Μπετόβεν της ψηφιακής εποχής», αποκαλύφθηκε ότι χρησιμοποιούσε έναν συνθέτη-φάντασμα για 18 χρόνια. Αυτό θεωρήθηκε τότε σκάνδαλο.

Στους πίνακες μηνυμάτων του VI Control, μιας διαδικτυακής κοινότητας συνθετών, η συζήτηση στρέφεται αναπόφευκτα προς τους συνθέτες-φαντάσματα. «Όταν είδα τον ιστότοπο του ‘συνθέτη’ με τα δείγματα δουλειάς ‘του’ γεμάτο με τα πράγματα που είχα κάνει εγώ 100% σε αυτό, ήθελα να κάνω εμετό από ντροπή για αυτό το άτομο», έγραφε πέρυσι ένας χρήστης που ονομάζεται AudioLoco. Ένας άλλος χρήστης παρέπεμπε σε μεγάλους συνθέτες που δέχονταν βραβεία του κλάδου για μουσική που δεν τις έγραψαν. Συνθέτες-φαντάσματα και πρόσθετοι συνθέτες μιλούν για στιγμές σχεδόν κωμικής αμηχανίας, όπως όταν ένας σκηνοθέτης, αναθεωρώντας την παρτιτούρα, θαυμάζει ένα όμορφο απόσπασμα και αναφωνεί στον επώνυμο συνθέτη που στην πραγματικότητα δεν το έγραψε: «Ω, είμαι τόσο τυχερός που σε έχω μαζί μου!»

Το θέμα της πληρωμής είναι επίσης απογοητευτικό. Συνθέτης βραβευμένης με Emmy σειράς είπε ότι έπαιρνε 150 $ μπροστά ανά cue, το μήκος των οποίων μπορεί να ποικίλλει. Μπορεί να ξοδέψει έως και 10 ώρες σε κάθε ένα. «Αν το βάλεις κάτω, είναι περίπου σαν τον κατώτατο μισθό», εξήγησε. Πριν από δύο χρόνια, η Νάντια Γουίτον, συνθέτης και συντονίστρια μουσικής παραγωγής, δημοσίευσε την εμπειρία της ως επίδοξη συνθέτης ταινιών του Χόλιγουντ. Παρά τις αξιοσημείωτες επιτυχίες της, βρέθηκε ενώπιον του εξής διλήμματος: «να ξοδέψω τα λεφτά μου για βενζίνη ή για φαγητό;». Σύμφωνα με την Γουίτον όλοι οι συνθέτες-φαντάσματα πληρώνονται 12 δολάρια την ώρα χωρίς υπερωρίες. «Ένιωσα ότι μερικά από τα είδωλά μας ήταν εκεί για να εκμεταλλεύονται τα νέα ταλέντα», σχολίασε. Η Γουίτον άφησε τελικά το Χόλιγουντ και στράφηκε στην ασφαλώς πιο προσοδοφόρα μουσική για βιντεοπαιχνίδια.

«Πολλοί άνθρωποι έχουν βγει από αυτό το σύστημα νιώθοντας ότι τους κακοποίησαν και δεν θέλουν να το κάνουν πια», υποστηρίζει ο συνθέτης Κάρτερ Μπάργουελ. Ο Μπάργουελ , ο οποίος είναι 67 ετών, έχει μια αύρα σοφίας. Αποφοίτησε από το Χάρβαρντ και έπαιζε σε μπάντες post punk στο κέντρο του Μανχάταν όταν ο Τζόελ και ο Ίθαν Κοέν τού ζήτησαν να γράψει τη μουσική για την ταινία τους «Blood Simple» του 1984. Έκτοτε είναι υποψήφιος για Όσκαρ, Χρυσές Σφαίρες , BAFTA και κέρδισε ένα Primetime Emmy για το έργο του, το οποίο κυμαίνεται από τα κολασμένα γιόντελs του Raising Arizona μέχρι τους σκοτεινούς τόνους του Fargo. Στο στούντιο του διαθέτει μια στρατιά από βοηθούς και συνεργάτες. Ο Μπάργουελ έχτισε αυτό το μοντέρνο, γεμάτο φως στούντιο σε έναν υπέροχο αμμόλοφο με θέα στον Ατλαντικό. «Δεν θα μπορούσα να αγοράσω αυτό το στούντιο αν δεν υπήρχαν τα δικαιώματα. Είναι τόσο απλό».

Το μισό εισόδημα ενός συνθέτη προερχόταν από τα πνευματικά δικαιώματα. Τώρα το streaming βλάπτει αυτή την ισορροπία. Οι κυκλοφορίες streaming πληρώνουν μόλις 5 έως 10% των δικαιωμάτων σε σχέση με τις ταινίες για τη μεγάλη οθόνη. Το Netflix παρουσιάζεται ως εταιρεία τεχνολογίας, όχι ως εταιρεία ψυχαγωγίας, και ως εκ τούτου οι CEO του streaming δεν αισθάνονται υποχρεωμένοι να ακολουθούν τους κανόνες της βιομηχανίας του θεάματος. Οι συνθέτες κατανοητά θεωρούν ότι το έργο τους συνέβαλε στην αξιοσημείωτη επιτυχία των streamers και πιστεύουν ότι πρέπει να επωφεληθούν από αυτό.

Ακόμα κι έτσι, υπάρχει ελπίδα ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν. Άλλωστε, στο Χόλιγουντ αρέσουν τα happy end. Μέρος της αλλαγής θα έρθει εκ των έσω. Όπως υποσχέθηκε ο Τζο Κρέιμερ στο Twitter πέρυσι, κάνοντας μια πρόκληση στους συναδέλφους του συνθέτες: «Υπόσχομαι να μην προσλάβω ούτε έναν βοηθό που είναι πραγματικά συνθέτης-φάντασμα». Ο Ζίμερ παραδέχτηκε: «Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε πιο δίκαιοι».  Διαφορετικά, όπως είπε ο μεγάλος Ζίμερ του Χόλιγουντ: «Πώς θα επιβιώσουν οι συνθέτες;»

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Το μποϊκοτάζ του κινήματος BDS πέτυχε: Τα Carrefour της Ιορδανίας έβαλαν λουκέτο

Μέτρα κατά της δημογραφικής κρίσης ανακοίνωσε ο Κύπριος Πρόεδρος

Το Νυχτερινό Νο.20 πριν τον βομβαρδισμό

Καπιταλιστικές συνταγές: Για τη Μάρθα Στιούαρτ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα