Για όσους δεν το έμαθαν -και μάλλον είναι πολλοί- την Κυριακή, 10 Απριλίου 2022, διεξήχθη ο πρώτος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Αν κάτι περιγράφει την παρακμή της Γαλλίας είναι το πόσοι λίγοι εκτός Γαλλίας- και μάλλον και εντός- ενδιαφέρθηκαν για τις εκλογές αυτές. Βεβαίως, το Βερολίνο, οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον- σε αντίθεση με το Κρεμλίνο- δεν θέλουν να πάρει την προεδρία η Μαρίν Λεπέν. Όμως ας είμαστε ειλικρινείς: κανείς δεν πίστευε πως οτιδήποτε συνταρακτικό επρόκειτο να προκύψει από τις εκλογές αυτές. Και φαίνεται να δικαιώνονται.
Ένα δεύτερο, προκαταρτικό σχόλιο: είναι ενδεικτικό -διόλου όμως εντυπωσιακό- ότι ακόμα και σήμερα, η Μαρίν Λεπέν περιγράφεται ως η ακροδεξιά υποψήφιος -παρά τις «κεντροδεξιές» εκπτώσεις της και την ύπαρξη του Ζεμούρ- και ο Μελανσόν -ένας Κεϋνσιανός δημοκράτης σοσιαλιστής- περιγράφεται ως ακροαριστερός. Όλα αυτά την ίδια στιγμή που το τάγμα Αζόφ, από τα ίδια ΜΜΕ περιγράφεται επίσης ως ακροδεξιό ή ως «εθνικιστικό».
Ο πρώτος γύρος, ήταν μια επανάληψη του πρώτου γύρου των εκλογών του 2017, μόνο που είχε πολύ λιγότερη ελπίδα, πολύ λιγότερο ενθουσιασμό και ακόμα μεγαλύτερη μετατόπιση προς τα δεξιά. Ο δεξιός Μακρόν, η δεξιά Λεπέν και ο πιο δεξιός Ζεμούρ συγκέντρωσαν περίπου 60%.
Βεβαίως, οι Βοναπαρτικοί γαλλικοί θεσμοί νοθεύουν τη δυνατότητα λαϊκής έκφρασης, αναγκάζοντας στον δεύτερο γύρο να γίνει επιλογή μεταξύ δύο προσώπων. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η πλήρης αλήθεια. Το γεγονός ότι η Γαλλία από πολιτικό εργαστήριο της Ευρώπης έχει μετατραπεί σε βαρετή επανάληψη του αδιεξόδου της, είναι χαρακτηριστικό της συνολικής ευρωπαϊκής παρακμής εξαιτίας του γεγονότος της παρακμής της αριστεράς στην Ευρώπη.
Η γαλλική περίπτωση είναι ενδεικτική για αυτό που έχει επεκταθεί, σε όλη την Ευρώπη, ασχέτως του αν τα ονόματα έχουν αλλάξει ή όχι. Πρώτα εξαφανίστηκαν οι κομμουνιστές. Έπειτα οι σοσιαλιστές. Και τελικά και οι παραδοσιακοί δεξιοί. Αλλόκοτοι, προσωποκεντρικοί, ποικιλώνυμοι, δεξιοί σχηματισμοί εμφανίζονται -επαναλαμβάνουμε άλλοτε με παραδοσιακά ονόματα και άλλοτε όχι- οι οποίοι εφαρμόζουν τη βρυξελλιώτικη εκδοχή πολιτικής: αποσπασματικές πολιτικές, νεοφιλελευθερισμός, μάχες οπισθοφυλακής επί των δημοσίων οικονομικών, εξουσιαστικές κάστες, κυριαρχία των «ειδικών», αποκοινωνικοποίηση και αντικοινωνικοποίηση της πολιτικής, ανισότητες, κοινωνία του θεάματος, καταστολή, κρίσεις κάθε είδους και «κανονικοποίηση» της κρισιακής διακυβέρνησης, εγκατάλειψη ολοένα περισσότερων κοινωνικών στρωμάτων «στην έρημο του πραγματικού».
Έχει αποκληθεί και «ακραίο κέντρο» -πολιτική περιγραφή, έξυπνη ομολογουμένως- αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για την κυριαρχία της δεξιάς και των καπιταλιστών, χωρίς σοσιαλιστές και εργατικές συγκροτήσεις, σε μια παρακμάζουσα Ευρώπη.
Το αδιέξοδο του Μελανσόν είναι οφθαλμοφανές και κατατοπιστικό: -θα πρέπει να- απεχθάνεται όσα ο Μακρόν πρεσβεύει αλλά καλεί τους ψηφοφόρους του να τον ψηφίσουν. «Το παιχνίδι είναι στημένο κι από πριν ξεπουλημένο» αλλά ακόμα και η φερόμενη ως ακραία αριστερά, αντικειμενικώς το συντηρεί.
Ενώ η κρίση και η παρακμή είναι εδώ, η αριστερά προσπαθεί να καθυστερήσει την εξέλιξή της και την επίτασή της όσο μπορεί, παρατείνοντας τελικά τη διάρκειά της και τη διαβρωτική της επίδραση. Βεβαίως, σε ένα μη Βοναπαρτικό σύστημα, τα πράγματα θα ήταν εν μέρει διαφορετικά. Όχι πάρα πολύ όμως. Εν τέλει θα κατέληγαν στο ερώτημα της συγκυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα, η διέξοδος στο αδιέξοδο θα μπορούσε να συνίσταται σε μια τριπλή αμφισβήτηση: της διεθνοπολιτικής θέσης -κόντρα στον ευρωατλαντισμό και στη «Δύση»- του καπιταλιστικού μοντέλου –κόντρα στις ιδιωτικοποιήσεις, στις ανισότητες και στην ιδιωτική κατοχή των μέσων παραγωγής- αλλά και του πυρήνα του πολιτειακού και πολιτικού μοντέλου, δηλαδή της αστικής νομιμότητας και της θεσμικότητας.
Θα δούμε αν ο δεύτερος γύρος των γαλλικών εκλογών θα επιφυλάξει κάποια ανατροπή. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, πολύ λίγα έχει να περιμένει κανείς από μια Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, την οποία κανιβαλίζουν οι ΗΠΑ, μετατρέποντάς την σε αποικία τους, υπό τη διοίκηση ματαιόδοξων, αναλώσιμων και καριεριστών.