Βλέποντας κανείς το πολυεδρικό έργο της Λίτσια Ζένρου Λιάνγκ «Teatro Temporaneo #1» (Χρονικό Θέατρο) με φόντο το Ηφαίστειο της Αίτνας, που τεχνικά στέκει στο σταυροδρόμι της εγκατάστασης και της περφόρμανς, της περιβαλλοντικής τέχνης, της land art, ν’ αναπτύσσεται και να στέκεται στοχαστικά και μυσταγωγικά συνάμα απέναντι σε ένα φυσικό θαύμα, όπως είναι ο όγκος της Αίτνας, αναπόφευκτα στο μυαλό του συμπυκνώνονται οντολογικοί κι αισθητικοί συλλογισμοί που ξεπερνούν τα όρια της εικαστικής παράστασης.
Η όλη αρχιτεκτονική και παραστασιακή αρτίωσή του, η σημειολογική του εγκατάσταση και το μεταφυσικό του περιεχόμενο, απέχει από ένα απλό και συμβατικό σχόλιο πάνω στο περιβάλλον και τη σχέση του ανθρώπινου πολιτισμού με αυτό, με τους κινδύνους για τη Φύση και την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου, το οποίο συνδέεται με κάποια κυρίαρχη εικαστική τάση στο πλαίσιο της υποχρέωσης να συμπλέει με τις γενικότερες κοινωνικές αναζητήσεις.
Στο έργο της Λιάνγκ, απεναντίας με τρόπο δυναμικό κι αποφασιστικό, αναπτύσσεται μία διαλεκτική αντιπαράθεση των φυσικών στοιχείων κι η αναμέτρηση του αχειροποίητου και χοϊκού με το τεχνικό και ποιητικό, της φυσικής νομοτέλειας με την ανθρώπινη τελεολογία, την εσωτερική συνοχή της Φύσης με τον προγραμματικό σχεδιασμό της αρχιτεκτονικής και των εικαστικών, την τυχαιότητα με την αιτιότητα, το φαινόμενο με την κατασκευή.
Είναι μία ολιστική ενοποιητική προσπάθεια που με την επιλογή της Αίτνας ως άξονα μέτρησης και φόντου του «ζωντανού» έργου της, αναπόφευκτα μας φέρνει στον νου θεωρησιακές προκείμενες που ξεπερνούν την άμεση εντύπωση και την αισθητική αντιμετώπισή του. Μπροστά στη μεγαλοπρέπεια του ηφαιστείου, η έννοια του Υψηλού έτσι όπως την έχει ορίσει ο Καντ, η υπαρξιακή δυναμική της Φύσης που το άλμα του Εμπεδοκλή στον ίδιο κρατήρα δίδαξε ανά τους αιώνες, αποκτούν μία σημασία υπερβατική, που μας φέρνει άμεσα στον πυρήνα της διερώτησης για τις διαστάσεις της φύσης και της τέχνης, ως τεχνική και ποιητική, μέσα στην ανθρώπινη αντίληψη.
Η πτώση του Εμπεδοκλή στην Αίτνα είναι ουσιαστικά μία δήλωση της κοινής μοίρας του Ανθρώπου και της Φύσης. Είναι η ένωσή τους μέσα στο ίδιο μάγμα, η εκροή τους σαν στοιχεία όπου συντήκονται στην ίδια πορεία, καταστροφή και συνάμα (ανα)δημιουργία. Ανάπλαση της ζωής μέσα από τη διπλή ολετήρια και ζωοδότρα δύναμη της Φύσης. Σε μία εποχή που η φιλοσοφία αναζητούσε την απαρχή του Κόσμου στα φυσικά στοιχεία, στη φωτιά, στον αέρα, το νερό, το γίγνεσθαι, η «θυσία» του φιλοσόφου αποτελεί μία προσπάθεια να ενώσει τη ζωή και τον θάνατο, να ανταμώσει με το τέλος του την αρχή του Κόσμου και της ζωής, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της. Και κυριότερα να καταδείξει την κοινή μοίρα τους, που απαιτεί μια ιδιαίτερη αλληλεγγύη ανάμεσα στη Φύση και τα στοιχεία της και τον άνθρωπο και τα δημιουργήματά του. Αυτή η δομική ακεραίωση των ανόργανων κι οργανικών στοιχείων της φύσης με την κατασκευαστική οργάνωση της ανθρώπινης «ποιητικής» στο έργο της Λιάνγκ συνδέει όλες τις ζωές κι υπ’ αυτήν την έννοια μοιραζόμαστε μία κοινή αλληλεγγύη.
Το έργο μοιάζει να αποκαθιστά την αντίληψη για τη σχέση της Φύσης με την ηθική, όχι βέβαια στον βαθμό που η εμπειριοκρατική φιλοσοφία ταυτίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα με τη φυσική διάστασή τους προκαλώντας και τις όποιες μεροληπτικές ερμηνείες για μία δικαιϊκή διαστροφή τους (πχ δίκαιο του ισχυρού). Στην καντιανή φυσική αντίληψη της ηθικής, ο άνθρωπος αναλογίζεται τη μικρότητά του απέναντι στο φυσικό περιβάλλον (ως μία «προ-ηθική» σύλληψη) και μέσα από αυτή τη γνώση πλέον ανακτά τον «σεβασμό», μπροστά στο μεγαλείο. Ένας σεβασμός που μεταφράζεται τελικά σε «υπευθυνότητα» τόσο απέναντι στη Φύση, όσο και στην κοινωνία.
Τα έργα τέχνης με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να φθάσουν τα έργα της Φύσης, διότι από τη φύση τους υπακούουν σε μία τελεολογία και μπορούνε να γίνουν κατανοητά μόνον ως αποτέλεσμα μίας επιδέξιας ανάπτυξης της αιτιότητας (σχέδιο, χρώμα, εκτέλεση, προγραμματισμός). Όμως τα οργανικά προϊόντα της Φύσης δεν υπακούνε σε κάποιον εμπρόθετο προγραμματισμό, έχουν την ικανότητα να αυτοπαράγονται, σε μία νομοτελειακή κι αναγκαστική οικονομία κι αυτοοργάνωσή της. Ένα οργανωμένο ον δεν μοιάζει και δεν σημαίνει πως είναι μία απλή μηχανή: αυτή έχει μόνο κινητήρια δύναμη, ενώ το άλλο έχει μορφοποιητική δύναμη, αλλά όχι βάσει σχεδίου.
Απεναντίας, ο άνθρωπος πρέπει να κατασκευάσει κατ’ ακολουθία με την εμπειρία, την ανάγκη, την καλαισθησία τη μορφή της κατοικίας και του χώρου του. Όμως η Φύση απλά κι άδολα την απλώνει, καλύπτοντας κάθε κενό, βάσει μίας σκοπιμότητας, ναι, αλλά δίχως σκοπό. Η αιτιότητα στη Φύση δεν αποσκοπεί σε μία τελική μορφή, πολύ περισσότερο αισθητικού τύπου, αλλά εξελίσσεται διαρκώς και αυτεξούσια στην πορεία μίας δικής της νομοτέλειας.
Άλλωστε η ίδια η έννοια της Φύσης, μέσα από την εκτεταμένη ανθρώπινη παρέμβαση, αλλά και με τη νοητική κατασκευή –που ξεκινά από την απομυθοποίηση του ένθεου χαρακτήρα της, της κατοικίας των πνευμάτων και των θεών— και την εξίσωσή της με την τεχνητή φύση των πάρκων και των κήπων, έχει ως αποτέλεσμα το περιβάλλον να γίνεται αντιληπτό ως μία «τακτοποιημένη» αντίθεση του αστικού σκηνικού. Μία εναλλακτική διέξοδος από την καθημερινότητα, η οποία όμως έχει αποψιλωθεί από κάθε τι τρομακτικό, ανοίκειο, απρόσβλητο, αχανές. Το φυσικό έχει κι εκείνο ανθρωποποιηθεί κι είναι προσεγγίσιμο κι οικείο, τόσο, ώστε όταν δεν το επιδιώκουμε, το προσπερνούμε έως ότου ο κίνδυνος για την απώλειά του μας επαναφέρει στην γήινη υπόστασή του.
Είναι αυτό που έλεγε ο φιλόσοφος Ζακ Ελλύλ πως ακόμη κι εκείνο που επιμένουμε να αποκαλούμε φύση δεν είναι παρά ο καρπός μίας τεχνικής διαδικασίας, μίας χειραγώγησης. Δεν είναι, ας προεκτείνουμε τη σκέψη του, αλήθεια πως η Φύση έχει χάσει την αρχική «μεταφυσικότητά» της κι έχει μετατραπεί κι εκείνη σε ένα «κοινωνικό αντικείμενο»; Δεν είναι η λεγόμενη «περισυλλογή» μας μέσα στο περιβάλλον κι αυτή μία κοινωνική συνήθεια και συμβατική συμπεριφορά, ένα διάλειμμα προτού ξαναπιάσουμε το ξεμούδιασμα, ή αναζητήσουμε την ταβέρνα; Το αυθεντικό έχει μετατραπεί σε ένα σκηνικό, όπου η φυσικότητα μένει εν γένει ανεξερεύνητη.
Η κατάχρηση της Γης ως παρακμή της «χρήσης» εξαναγκάζει τη Γη να κινηθεί πέρα από το φυσιολογικό ανάπτυγμά της. Άλλωστε αυτό δεν το βλέπουμε στις φυσικές συνέπειες της ανθρώπινης παρέμβασης; Πέρα όμως από τον εγωιστικό ανθρωποκεντρισμό της τεχνικής, η νέα αντιμετώπιση του περιβάλλοντός μας απαιτεί όχι μόνον μία συλλογική συναίνεση κι αλληλεγγύη, αλλά και μία νέα ηθικότητα, που θα επεκτείνει αυτή την αλληλεγγύη και στην ίδια τη Φύση. Ο άνθρωπος, μας υπενθυμίζει η Λιάνγκ, θα πρέπει να μάθει να γίνεται αυτό που ο Χανς Γιόνας αποκαλούσε «προγραμματιστής» με βάση τους ηθικούς συλλογικούς κανόνες.
Ήδη από τον Αριστοτέλη, όπου η δημιουργία της «πόλεως», ως άστυ της συμβίωσης και ως πολιτική συμβίωση με βάση τους νόμους, εισάγεται στα Ηθικά Νικομάχεια η έννοια της «πολιτικής αρχιτεκτονικής». Μία έννοια, που αναφέρεται στην υλοποίηση του ηθικού καλού στο σύνολο ενός λαού και στην πόλη, αλλά δεν εξαντλείται μόνον εκεί: εμπεριέχει εξίσου και την υλοποίηση του «φυσικού καλού», στη σχέση ανθρώπου-φύσης. Γιατί ακόμη για τον Αριστοτέλη, η τεχνική είναι ο βοηθός να ξεδιπλωθούν οι ευεργετικές, λανθάνουσες όμως εντός της, δυνατότητες της Φύσης, όχι η καθηγεμόνευσή της κι η υπεράντλησή της για την ανθρώπινη κερδοσκοπία.
Με έναν έμμεσο τρόπο η Λιάνγκ μας υπενθυμίζει πως η κατανόηση της Φύσης ως τόπος κατοικίας θα πρέπει να κινείται τρόπον τινά στα πρότυπα των Αρχαίων Ελλήνων: ως το στοιχείο που συνδέεται με την «πόλη» ως άστυ κι ως κοινωνία των θεσμών και της τεχνικής. Κι όχι απλώς ως «σπίτι», όπως συνηθίζουμε να την αποκαλούμε. Μία έννοια που μέσα της υποκρύπτει μία εγωιστική και κερδοσκοπική σημασία, αυτή της περιχαρακωμένης «ιδιοκτησίας», του καθορισμένου ορίου του σπιτιού.
Εν ολίγοις, να μην αντιμετωπίζουμε τη φύση ως μία απλή συντεταγμένη της ανθρώπινης δραστηριότητας, ως τόπο αναψυχής, μία απρόσωπη δύναμη που θα πρέπει να καθυποταχθεί. Η Φύση, όπως κι η πόλη, τα δημιουργήματά μας είναι ο Κόσμος μας και αυτόν τον κόσμο θα πρέπει να συμπυκνώσουμε σε μία ενιαία μορφή ζωής, ώστε να μη φθάσουμε να επιβεβαιώσουμε τραγικά εκείνο που παλαιότερα σημείωνε με φρίκη ο Αντόρνο για τον καινούργιο τρόμο που νοιώθει μέσα του ο άνθρωπος: τον τρόμο πως για πρώτη φορά ζούμε σε έναν κόσμο που δεν μπορούμε να φαντασθούμε κάποιον άλλον καλύτερο.
Εικόνες: artslife.com