Γράφει ο Κώστας Ράπτης, αναδημοσίευση από το Capital
Οι προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, οι οποίες ολοκληρώνονται με τον δεύτερο γύρο που διεξάγεται σήμερα, αποτυπώνουν μια ριζική αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, που όμως δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Ήδη από τον πρώτο γύρο γνωρίζουμε ότι ο παλαιός γαλλικός δικομματισμός αποτελεί παρελθόν, με τους Σοσιαλιστές αλλά πλέον και τους Ρεπουμπλικανούς να αποτελούν σκιά του εαυτού τους, ενώ το νέο τοπίο κυριαρχείται από τρεις πόλους: το “ακραίο κέντρο” που εκφράζει ο Εμανουέλ Μακρόν, σύμφωνα με περιγραφή του ιδίου, την λαϊκιστική ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν και την ριζοσπαστική Αριστερά του Ζαν-Λυκ Μελανσόν.
Οι δύο πρώτοι μονομαχούν σήμερα για την προεδρία, αλλά οι ψηφοφόροι του τρίτου αποτελούν τον οιονεί ρυθμιστή. Αντιπροσωπεύουν αντιστοίχως τρία λίγο πολύ διακριτά κοινωνικά μπλοκ: την Γαλλία των εχόντων και των συνταξιούχων, την Γαλλία των λαϊκών στρωμάτων εκτός μεγάλων αστικών κέντρων και δίχως ανώτερη εκπαίδευση, και την Γαλλία των νέων διπλωματούχων των πόλεων, των επικεντρωμένων στην κλιματική κρίση και των ψηφοφόρων μεταναστευτικής καταγωγής.
Τα δημοσκοπικά δεδομένα και η πολιτική ανάλυση προεξοφλούν την επανεκλογή του νυν προέδρου. Όμως μια ορισμένη επιφύλαξη δικαιολογείται αφενός από τις παλαιότερες αποτυχίες των δημοσκόπων και αφετέρου από το γεγονός ότι η αποχή αποτελεί τον μεγάλο άγνωστο της σημερινής αναμέτρησης.
Το ευρύ “ρεπουμπλικανικό μέτωπο”, που μέχρι και το 2017 αυτονοήτως θα ύψωνε φραγμό στην υποψήφια της ακροδεξιάς, έχει πλέον ρηγματωθεί – με πρωταγωνιστές παραδόξως σε αυτή τη φάση ψηφοφόρους της αριστεράς. Αλλά η διάδοση του συνθήματος “Ούτε Λεπέν, ούτε Μακρόν” μας λέει λιγότερα για την περιλάλητη “αποδαιμονοποίηση” της πρώτης και περισσότερα για την εξάντληση των εφεδρειών του δεύτερου προς τα αριστερά. Συντελεί άλλωστε και η διάχυση της ξενοφοβικής και φιλο-κατασταλτικής ατζέντας της Λεπέν σε μεγαλύτερα τμήματα του πολιτικού σκηνικού – όπως μαρτυρούν οι καμπάνιες των Ερίκ Ζεμούρ και Βαλερί Πεκρές, αλλά και τα κυβερνητικά πεπραγμένα της περασμένης πενταετίας, με τον υπουργό Εσωτερικών Ζεράρ Νταρμανέν λ.χ. να καταγγέλλει σε τηλεοπτική αναμέτρηση την αρχηγό του Εθνικού Συναγερμού ότι είναι soft στα θέματα μετανάστευσης…
Η αέναη επανάληψη του ίδιου διλήμματος οδηγεί σε κόπωση. Και ο Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι πια ο καινοφανής αστέρας στον οποίο μπορούσαν να επενδυθούν οι πιο αντιφατικές προσδοκίες.
Στην τηλεμαχία της Τετάρτης, ο νυν πρόεδρος φρόντισε, με το βλέμμα στραμμένο στο διεκδικούμενο εκλογικό ακροατήριο, να προβάλλει ως ο υποψήφιος της “ενεργειακής μετάβασης”, ως αυτός που εγγυάται ένα μίνιμουμ κοινωνικής συνοχής απορρίπτοντας τις εμμονές της αντιπάλου του με την απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας σε δημόσιους χώρους, αλλά και ως ο έμπειρος κυβερνήτης που μπορεί να αποδείξει ότι η Λεπέν δεν γνωρίζει πώς να χρηματοδοτήσει τις κοινωνικές παροχές που εξαγγέλλει.
Όλα αυτά ενισχύουν τη θέση του – πράγμα που δεν ισχύει απαραιτήτως από τις δηλώσεις στήριξης της τελευταίας στιγμής που αισθάνθηκαν την ανάγκη να δημοσιοποιήσουν ξένοι παράγοντες: από τον Γερμανό καγκελάριο και τους πρωθυπουργούς της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, μέχρι… τον κρατούμενο αντίπαλο του Πούτιν, Αλεξέι Ναβάνι. Η επίκληση της Ευρώπης δεν είναι και το ισχυρότερο όπλο σε μία συγκυρία κρίσης του ευρωπαϊκού σχεδίου και ολοένα και μεγαλύτερης ανησυχίας του μέσου Γάλλου για την υποβάθμιση της χώρας του στον ευρωπαϊκό και διεθνή συσχετισμό. Το “στοίχημα Λεπέν” που υπόσχεται προστατευτισμό και σύγκρουση με τη Γερμανία χτυπά ευαίσθητες γαλλικές χορδές – και συμπυκνώνει τα προηγούμενα που έχουν δημιουργήσει άλλοι στην Ε.Ε.: από την Δανία και Σουηδία που έκλεισαν τα σύνορά τους κατά τη μεταναστευτική κρίση, μέχρι την Πολωνία και την Ουγγαρία που περιφρονούν τους κανόνες κράτους δικαίου των Βρυξελλών, για να μη μιλήσει κανείς για την υπεροχή του γερμανικού εθνικού δικαίου έναντι του ευρωπαϊκού που διακριτικά υπενθυμίζει κάθε τόσο το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Καρλσρούης.
Από την άλλη, οι περιπέτειες, ακόμη και συνταγματικές, που συνεπάγεται η πρόθεση της Λεπέν να συνταγματοποιήσει την “εθνική προτίμηση” μέσω δημοψηφίσματος, η επίγνωση του ασφυκτικού διεθνούς πλαiσίου στο οποίο θα βρεθεί, αν κληθεί να κυβερνήσει, και η έλλειψη στελεχών στον Εθνικό Συναγερμό ασφαλώς θα βαρύνουν στη συνείδηση των ψηφοφόρων – παράλληλα, πάντα, με το διχαστικό της μήνυμα σε σχέση με τους πολίτες που θεωρούνται “όχι αρκούντως Γάλλοι”.
Όμως η προεξοφλούμενη επανεκλογή Μακρόν δεν αποτελεί, παρόλα αυτά, επιλογή “συνέχειας” – διότι τη δυνατότητα της συνέχειας την υπονομεύουν οι εξελίξεις στον ευρύτερο περίγυρο και, κυρίως, η η εν εξελίξει ακόμη αναμόρφωση του γαλλικού πολιτικού σκηνικού. Οι κοινοβουλευτικές εκλογές της 12ης και 19ης Ιουνίου αντιμετωπίζονται ως “τρίτος γύρος” από όλους τους ενδιαφερόμενους και η λέξη “συγκατοίκηση” (που αποτέλεσε τη μοίρα κάθε προέδρου ο οποίος εξασφάλισε δεύτερη θητεία τα τελευταία σαράντα χρόνια) ακούγεται όλο και πιο συχνά. Ήδη ο Μελανσόν δηλώνει ότι θα διεκδικήσει την πρωθυπουργία ως επικεφαλής μετώπου της αριστεράς. Σε τοπικό επίπεδο, οι μηχανισμοί των Σοσιαλιστών και των Ρεπουμπλικανών δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν, παρά την κεντρική τους ήττα, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ ίδρυσε κόμμα υποδοχής φιλο-μακρονικών κεντροδεξιών. Με άλλα λόγια, πριν την παρέλευση διμήνου δεν θα έχουν ξεκαθαρίσει και πολλά.