Από την ιχνηλάτηση των προτιμήσεων του αντιπάλου ως την τελειοποίηση της προσωπικής τεχνικής και από τη μέριμνα για τη βέλτιστη προσαρμογή στις αγωνιστικές συνθήκες ενός τουρνουά ως τη θωράκιση του σώματος για τις κακουχίες της σκακιέρας, η έννοια και πρακτική της σκακιστικής προετοιμασίας καθορίστηκαν αποφασιστικά από τον βίο και την πολιτεία του Πατριάρχη της σοβιετικής σκακιστικής σχολής –τον άνθρωπο που μετέτρεψε το σκάκι από απλό παιχνίδι σε απαιτητικό άθλημα.
Πλάνο της προετοιμασίας με έναρξη την 25η Νοεμβρίου
- Να συλλέξω όλες τις παρτίδες του Σμίσλοβ που παίχτηκαν μετά την 1η Μαρτίου του 1954.
- Να φτιάξω μια λίστα των ανοιγμάτων, ταξινομημένα σε καρτέλες.
- Na συντάξω τα γενικά χαρακτηριστικά, μετά τη μελέτη των παρτίδων και των καρτελών.
- Να κοιτάξω την Ολυμπιάδα, το τουρνουά στη μνήμη του Αλιέχιν, θεωρητικά μπουλετίν, ημιτελικούς και τελικούς [των Σοβιετικών Πρωταθλημάτων] κ.λπ. και να ξεδιαλέξω οτιδήποτε σημαντικό.
- Να προετοιμάσω 12 ανοίγματα ως λευκός και 12 ως μαύρος.
- Να τεστάρω αυτά τα ανοίγματα σε δύο σετ δοκιμαστικών παρτίδων. 1-15 Ιανουαρίου, 6 παρτίδες, 1-15 Φεβρουαρίου, 6 παρτίδες. Σύνολο 12 παρτίδες. Να τσεκάρω τα υπόλοιπα με προσωπική ανάλυση.
- Φυσική προετοιμασία:
Α) Να περνάω τουλάχιστον 4 ημέρες τη βδομάδα στην ντάτσα, εκτός από τις περιόδους 1-15 Ιανουαρίου και 1-15 Φεβρουαρίου, όπου οι μέρες στην ντάτσα δεν θα πρέπει να είναι λιγότερες από 6.
Β) Να κάνω σκι, ντους, αλατόλουτρα, πατινάζ, τρέξιμο, ύπνο με ανοιχτό παράθυρο, να πάω στον οδοντίατρο, να κάνω ασκήσεις.
Αυτή η σελίδα από τα σημειωματάρια του Μιχαΐλ Μοϊσέγεβιτς Μποτβίνικ (17 Αυγούστου 1911 – 5 Μαΐου 1995) περιγράφει το πρόγραμμα της προετοιμασίας τού παγκόσμιου πρωταθλητή ενόψει του δεύτερου κατά σειρά ματς με τον διεκδικητή Βασίλι Σμίσλοβ, που διεξήχθη τον Μάρτη του 1957. Χάρη στη δημοσίευσή της μαζί με τα υπόλοιπα σημειωματάρια των ανοιγμάτων, αλλά και των τελικών σκέψεων του Μποτβίνικ μετά το ματς, στον τόμο Botvinnik-Smyslov. Three World Chess Championship Matches 1954, 1957, 1958 (New in Chess, 2009), γινόμαστε μάρτυρες του έσω αγώνα που προηγείται της κυρίως αναμέτρησης στη σκακιέρα.
Σήμερα, η προετοιμασία θεωρείται κάτι αυτονόητο, τόσο στη στενά σκακιστική όσο και στη φυσική-σωματική της διάσταση. Κάθε σκακιστής έχει βάσεις δεδομένων με τις παρτίδες των αντιπάλων του, βοηθούς με τους οποίους συζητάει θεωρητικές καινοτομίες στα ανοίγματα και παίζει βοηθητικές παρτίδες, προπονητές που μεριμνούν για την καλή φυσική του κατάσταση με εξειδικευμένο πρόγραμμα γυμναστικής, ψυχολόγους που βοηθούν στην εξασφάλιση της ψυχολογικής ισορροπίας και τη διατήρηση του στρες σε φυσιολογικά επίπεδα κατά τη διάρκεια της παρτίδας. Ολες αυτές οι κανονικοποιημένες πια δραστηριότητες οφείλουν την παγίωσή τους στο γεγονός ότι το σκάκι μετατράπηκε σταδιακά από απλό διανοητικό παιχνίδι σε αθλητική ενασχόληση πλήρους ωραρίου. Από τη στιγμή που ο σκακιστής μετατράπηκε σε αθλητή, το ωρολόγιο πρόγραμμα της καθημερινότητάς του αποκτά ένα ολιστικό προσδιορισμό που κατευθύνεται από την ιδέα της μεγιστοποίησης της αποτελεσματικότητας την ώρα της παρτίδας. Τη γενέθλια πρακτική αυτού του τρόπου σκέψης προσφέρει η βιογραφία του Μιχαΐλ Μποτβίνικ, του Πατριάρχη της σοβιετικής σκακιστικής σχολής.
Γεννημένος το 1911 στην τσαρική Ρωσία, ο Μποτβίνικ θα δει τη ζωή του να εξελίσσεται παράλληλα με τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Η επανάσταση, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ο σταλινισμός και η αποσταλινοποίηση, ο Γκορμπατσόφ και η πτώση της ΕΣΣΔ, και μέσα σε όλα αυτά δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, οι δίκες της Μόσχας, τα γκουλάγκ. Ο βίος και η πολιτεία του Μποτβίνικ θα βαδίσουν παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα, καταδεικνύοντας ότι πρώτο και κύριο βήμα μιας σωστής στρατηγικής προετοιμασίας θα είναι η προσαρμογή στο ιστορικό περιβάλλον. Η βιογραφία του Μποτβίνικ από τον Andy Soltis (Mikhail Botvinnik. The Life and Games of a World Chess Champrion, McFarland, 2014) καταδεικνύει παραστατικά αυτή τη διάσταση. Ο εβραϊκής, επιπλέον, καταγωγής σκακιστής θα έχει να υπομένει και αυτή την ταυτοτική διάσταση από τον κανόνα, την οποία εν πολλοίς θα αναπληρώσει με την ολοκληρωτική του αφοσίωση στο Κόμμα. Ως το τέλος της ζωής του ο Μποτβίνικ θα μείνει πιστός κομμουνιστής, σε βαθμό που να εντυπωσιάζει πολλούς νεότερους γκραν μετρ, όπως τον Βλαντιμίρ Κράμνικ, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς γίνεται να μη προσποιείται τον κομμουνιστή ένα ελεύθερο πνεύμα.
Σε κάθε περίπτωση, η πίστη του Μποτβίνικ στο Κόμμα συνοδευόταν και από μια επιρροή σ’ αυτό που υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξή του. Ξεκινώντας να παίζει σκάκι το 1923, ως μαθητής, ο Μποτβίνικ θα ενσαρκώσει από νωρίς το σκακιστικό σοβιετικό πρόγραμμα και θα θέσει επίσης από νωρίς στόχο το να γίνει αυτός ο πρώτος σοβιετικός παγκόσμιος πρωταθλητής – κάτι που θα καταφέρει το 1948. Προς αυτή την κατεύθυνση και για να πετύχει τον στόχο, όπως τιτλοφόρησε και το βιβλίο που περιγράφει αυτή τη διαδρομή, θα χρησιμοποιήσει τις επαφές του, όποτε η αγωνιστική του επίδοση δεν βοηθούσε Φερ’ ειπείν θα υπερκεράσει τον -τότε σοβιετικό πρωταθλητή- Γκριγκόρι Λέβενφις, για να παίξει αυτός στο διεθνές τουρνουά AVRO το 1936. Η υπόθεση είναι χαρακτηριστικό δείγμα τής σοβιετικής σκακιστικής πολιτικής. Βρισκόμαστε στο απόγειο της περιόδου της Τρομοκρατίας, με πάμπολλους σκακιστές να έχουν βρεθεί στα γκουλάγκ, και ακόμα και τον προστάτη του Μποτβίνικ και θεματοφύλακα του σοβιετικού σκακιού, Νικολάι Κριλένκο, να έχει πέσει σε δυσμένεια. Ο Μποτβίνικ ωστόσο, που λίγο καιρό πριν έχει υποστηρίξει τη διατριβή του στο Πολυτεχνείο –καθιστάμενος ένας από τους ελάχιστους τόσο αφοσιωμένους στο σκάκι πρωταθλητές που ταυτόχρονα είχε και δεύτερη επαγγελματική καριέρα- κατόρθωσε μέσα από την επιρροή του στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος να πάρει τη θέση του Λέβενφις. Οι μαρτυρίες λένε ότι ο Μποτβίνικ έθεσε το ζήτημα της «σοβιετικότητας»: ως μεγαλωμένος την εποχή της τσαρικής Ρωσίας ο Λέβενφις θα ήταν ακατάλληλος να αγωνιστεί για το σοβιετικό σκάκι εκτός χώρας. Η επιτυχία του Μποτβίνικ στην υπόθεση AVRO σηματοδότησε το τέλος της καριέρας του Λέβενφις, αλλά και μια ξεκάθαρη προειδοποίηση για τον ίδιο τον Μποτβίνικ. Κατάλαβε ότι η πολιτική θα είναι με το μέρος του, αλλά αυτές οι «λευκές κάρτες» θα πρέπει να συνοδεύονται με το αντίστοιχο αποτέλεσμα. Το Κόμμα δεν συγχωρούσε την ήττα, και η επιβίωση του πρωταθλητή –Σοβιετικής Ένωσης πρώτα, παγκόσμιου έπειτα- κρέμεται από μια κλωστή, στην περίπτωσή μας, από μια κίνηση.
Αυτή η πολιτική πραγματικότητα σφυρηλάτησε τον σπαρτιατικό χαρακτήρα του Μποτβίνικ, στον οποίο θεμελίωσε όλη τη θεωρία του περί προετοιμασίας. Ο σκακιστής, όπως τον κατασκευάζει ο Μποτβίνικ κατά την επιμέλεια εαυτού του, είναι ένας ασκητής. Δύο ανεκδοτολογικά περιστατικά φωτίζουν αυτή τη διάσταση. Ο Μποτβίνικ δεν έπινε, ούτε κάπνιζε. Όπως έλεγε: «Μέθυσα μόνο μια φορά με βότκα, όταν έγινα για πρώτη φορά πρωταθλητής Σοβιετικής Ενωσης. Δεν ένιωσα ωραία και δεν το επανέλαβα έκτοτε». Το απόφθεγμα δεν δείχνει μόνο την ευκολία που είχε ο Μποτβίνικ να μένει μακριά από τις εξαρτήσεις των ουσιών, αλλά και των καταστάσεων: στις επόμενες νίκες δεν παρεκτράπηκε σωματικά.
Το δεύτερο ανέκδοτο σημειώνει τη σχέση του Μποτβίνικ με τα αντικείμενα. Οι σοβιετικοί σκακιστές ως προνομιακοί πολίτες με δικαίωμα να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, είχαν το προνόμιο των αγορών πραγμάτων που δεν θα μπορούσαν να βρουν εντός συνόρων;. Έτσι, για παράδειγμα, λέγεται ότι ο Μπρονστάιν δεν παρέλειπε να αγοράζει αντικείμενα από τις ξένες αγορές, αρκεί να πληρούσαν έναν τουλάχιστον από τους παρακάτω όρους: να είναι μεγάλα και ακριβά ή να είναι άγνωστα στη Σοβιετική Ένωση ή να του είναι άχρηστα. Έτσι φερ’ ειπείν είχε αγοράσει μπαστούνια του γκολφ, για να τα φέρει σε μια χώρα που δεν είχε γήπεδα· κι είχε αγοράσει μυθιστορήματα του Σιμενόν, ενώ δεν μπορούσε να τα διαβάσει, μιας και δεν μιλούσε γαλλικά. Ο Μποτβίνικ από την άλλη δεν μπορούσε τις σπατάλες και δεν άντεχε οτιδήποτε δεν είχε χρησιμότητα, συνήθιζε μάλιστα να πετάει από το σπίτι αντικείμενα που δεν είχε χρησιμοποιήσει για πέντε χρόνια, θεωρώντας τα άχρηστα.
Αυτή η ιδιοσυγκρασία αποτελεί τον πυρήνα πάνω στον οποίο χτίζεται η υπόλοιπη δουλειά και η εργασιακή ηθική του; Ο Μποτβίνικ θα συστηματοποιήσει τη σκακιστική προετοιμασία πάνω σε τρεις βασικούς άξονες: την ανάλυση, την προπόνηση, τη φυσική και ψυχολογική προετοιμασία.
Η κατ’ οίκον ανάλυση μιας παρτίδας, της βαριάντας κάποιου ανοίγματος ή ενός φινάλε, είναι κάτι που συνοδεύει, προφανώς, το σκάκι από την αρχή της ιστορίας του. Ο Μποτβίνικ όμως τη συστηματοποίησε για πρώτη φορά, τονίζοντας με έμφαση τη σπουδαιότητα της «διαρροής» της προσωπικής ανάλυσης στο κοινό. Κατανοώντας ότι ο ατομικός νους δεν μπορεί να φτάσει μόνος του στην αλήθεια, ο Μποτβίνικ έθεσε για πρώτη φορά με ρητό τρόπο το αίτημα δημιουργίας μιας σκακιστικής δημοσιότητας, όπου οι ατομικές αναλύσεις θα ελέγχονται και θα κρίνονται, θα διορθώνονται και θα τελειοποιούνται. Αυτό το πάθος για την αναζήτηση της αλήθειας επέτρεψε στον Μποτβίνικ –και στη σοβιετική σχολή ακολούθως- να επιλύσει πολλά σκακιστικά αινίγματα, αφήνοντας ως παρακαταθήκη σε εμάς τους μεταγενέστερους ένα αναλυτικό έργο που μας εκθέτει ως δεδομένα ζητήματα που τότε δεν ήταν θεωρητικά –δηλαδή «βιβλίο»- αλλά ανοικτά προς διερεύνηση, όπως π.χ. το πώς κερδίζει ένα φινάλε βασιλισσών με ένα πιόνι παραπάνω, μέθοδος που θεμελιώθηκε από τον Μποτβίνικ στην ανάλυσή του της παρτίδας του με τον Νικολάι Μίνεβ.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά τη συγκεκριμένη πρακτική προετοιμασία. Πώς θα πρέπει ένας σκακιστής να διαχειριστεί τον χρόνο του, ώστε αυτός να είναι πλήρως αποδοτικός; Ο Μποτβίνικ, που εξελίχθηκε σκακιστικά παράλληλα με τις διδακτορικές σπουδές του στην ηλεκτρολογία, ήξερε από πρώτο χέρι τη σημασία του σωστού προγραμματισμού – είχε περιορισμένο χρόνο για την τελειοποίηση δύο απαιτητικών διανοητικών δραστηριοτήτων. Κατέληξε έτσι στη συγκρότηση ενός αυστηρού ωρολόγιου προγράμματος που καθόριζε τα πάντα: από τους χρόνους έγερσης και κατάκλισης, ως τις ακριβείς ώρες και τον ακριβή καθορισμό του περιεχομένου των γευμάτων. Με βάση το πρόγραμμα του εκάστοτε τουρνουά καθοριζόταν ο τρόπος της ξεκούρασης και ο τρόπος της μελέτης. Έμφαση επίσης δινόταν στην προετοιμασία της διαχείρισης του χρόνου εντός της παρτίδας. Η περιβόητη «πίεση χρόνου», η κατάσταση δηλαδή στην οποία απομένει λίγος χρόνος για την πραγματοποίηση αρκετών κινήσεων είναι ο φόβος της ψυχικής ισορροπίας κάθε σκακιστή. Ο Μποτβίνικ, γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το διάστημα γίνονται τα περισσότερα λάθη, δούλεψε πάνω στην κατανομή της σπατάλης του χρόνου ανά κίνηση, θεωρητικοποιώντας τη διαφορά μεταξύ διαχειρίσιμης και ακραίας πίεσης χρόνου. Ταυτόχρονα πρόσεχε πολύ το ακριβές είδος χυμού και βοτάνων που θα κατανάλωνε για τόνωση κατά τη διάρκεια της παρτίδας. Η επαναστατικότητα αυτής της προσέγγισης γίνεται προφανής αν σκεφτεί κανείς τα ματς για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ανάμεσα στον Αλεξάντερ Αλιέχιν και τον Μαξ Όιβε το 1935 και το 1937, όπου οι δύο αντίπαλοι συχνά έπιναν κατά τη διάρκεια της παρτίδας, με την παρτίδα να αποτελεί απλώς κάτι σαν διάλειμμα από την υπόλοιπη καθημερινότητά τους και όχι το κεντρικό σημείο του ενδιαφέροντός τους.
Η προσαρμογή του Μποτβίνικ στις συνθήκες διεξαγωγής των τουρνουά και των ματς υπήρξε παροιμιώδης. Η ανάδυση νέων προβλημάτων στο πεδίο ακολουθούταν από την εξεύρεση νέων τρόπων υπερκέρασής τους. Για παράδειγμα, το Σοβιετικό Πρωτάθλημα του 1940 διεξήχθη στη Μεγάλη Αίθουσα της Οπερας της Μόσχας, χώρος που εξαιτίας της τέλειας ακουστικής του προκαλούσε μεγάλα προβλήματα θορύβου, μετατρέποντας τους ψίθυρους του πολυπληθούς κοινού σε σωστή βουή. Αν σ’ αυτό συνυπολογίσει κανείς και τον υψηλό αριθμό καπνιστών που ντουμάνιαζαν την αίθουσα, οι συνθήκες για τον Μποτβίνικ ήταν ανυπόφορες – κι αυτή υπήρξε μια καλή εξήγηση της αποτυχίας του να κερδίσει το εν λόγω τουρνουά. Ο Μποτβίνικ όμως δεν πτοήθηκε: μαζί με τον διαχρονικό βοηθό του, Βιατσεσλάβ Ραγκόζιν, ακολούθησαν έναν εκκεντρικό τρόπο προπόνησης, παίζοντας παρτίδες με το ραδιόφωνο ανοιγμένο στη διαπασών, τη στιγμή που ένας βοηθός κάπνιζε αρειμανίως φυσώντας τον καπνό στο πρόσωπό τους. Η παρενέργεια του προγράμματος άγγιξε μόνο τον Ραγκόζιν. Στο επόμενο Σοβιετικό Πρωτάθλημα απέτυχε οικτρά: «Είχε πολλή ησυχία», δικαιολογήθηκε.
Ο ανεκδοτολογικός χαρακτήρας αυτών των αληθινών περιστατικών δεν θα πρέπει να μας αποκρύπτει τη βασική ιδέα που υποστηρίζει την μποτβινική προετοιμασία. Το σκάκι είναι μια δραστηριότητα που εμπλέκει όλα τα υποσυστήματα του ανθρώπινου οργανισμού, κι έτσι αυτός θα πρέπει να προσαρμόζεται πλήρως στις εκάστοτε ανάγκες του, ώστε να αποδίδουν πλήρως. Μια από τις ενδιαφέρουσες προεκτάσεις της κοσμοθεώρησης του Μποτβίνικ είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που βλέπει τον σημαντικότερο ίσως παράγοντα μιας σκακιστικής αναμέτρησης: τον αντίπαλο. Σύμφωνα με τον Βίκτορ Κορτσνόι υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες σκακιστών, αυτοί που για να αποδώσουν καλά αναζητούν στο παιχνίδι έναν συνένοχο, έναν παρτενέρ μάλλον παρά αντίπαλο. Τέτοιοι ήταν, για παράδειγμα ο Μπόρις Σπάσκι και ο Πάουλ Κέρες, που περνούσαν τις ελεύθερες μέρες του ματς τους για τον κύκλο των διεκδικητών του 1965 κάνοντας πράγματα μαζί. Ο Μποτβίνικ ανήκει στην άλλη κατηγορία, αυτή που θέλει ο αντίπαλος να είναι ένας μισητός εχθρός προς εξολόθρευση. Για να βάλει τον εαυτό του σ’ αυτή την ψυχολογία της εχθρότητας, ο Μποτβίνικ επινοούσε πριν από κάθε ματς λόγους προστριβών, ώστε, αργά ή γρήγορα, να ανέκυπτε κάποιος σοβαρός καβγάς που θα τον εξαγρίωνε. Διόλου τυχαία ο Μποτβίνικ έχει χαρακτηριστεί άνθρωπος της ρεβάνς – όλες οι μεγάλες νίκες του σε ματς υπήρξαν ρεβάνς μιας ήττας. Απώλεσε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή από τον Βασίλι Σμίσλοβ το 1957 για να επανέλθει δριμύτερος το 1958. Έχασε από τον Μιχαΐλ Ταλ το 1960, για να τον διαλύσει έναν χρόνο αργότερα, το 1961. Αυτή η προσέγγιση της εχθρότητας είχε αντίκτυπο και στις προσωπικές του σχέσεις. Άνθρωπος καχύποπτος και επιφυλακτικός ο Μποτβίνικ είχε ελάχιστους φίλους που εμπιστευόταν, οι οποίοι θα έπρεπε ταυτόχρονα να ανέχονται και το πλήθος των ιδιοτροπιών του.
Σήμερα, η χρήση των υπολογιστών θεωρείται όρος εκ των ων ουκ άνευ κατά την προετοιμασία ενός σκακιστή. Ο Μποτβίνικ υπήρξε με την ιδιότητά του, του ηλεκτρολόγου μηχανικού, από τους πρωτοπόρους στην εξερεύνηση του προγραμματισμού μιας σκακιστικής υπολογιστικής μηχανής. Δούλεψε για χρόνια στη Μόσχα πάνω στο αντικείμενο, τόσο σε ευρύτερες ομάδες όσο και ατομικά. Το πρότζεκτ με τον τίτλο Pioneer που επεξεργάστηκε τη δεκαετία του ’70 υπήρξε ωστόσο μια αποτυχία. Ο Μποτβίνικ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα που δεν υπολογίζει απλώς βαριάντες αλλά εκτιμά τη θέση, ένα πρόγραμμα δηλαδή που λειτουργεί όπως ο ανθρώπινος νους. Την εποχή του Μποτβίνικ αυτή η ιδέα δεν μπορούσε να υποστηριχθεί υλικοτεχνικά, ο καιρός δεν ήταν έτοιμος για την τεχνητή νοημοσύνη τού σήμερα. Αυτή η αποτυχία ωστόσο δείχνει τη διορατικότητα του μεγάλου σκακιστή, που συνειδητοποίησε τα όρια της υπολογισιμότητας όταν συναντήσουν αυτό που θα τη συνδυάζει με την εκτίμηση, την αξιολόγηση δηλαδή των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της θέσης σε σχέση με τις δυνατότητες των κινήσεων.
Πετυχημένη αντίθετα υπήρξε η περιβόητη Σχολή του Μποτβίνικ, ένα κινούμενο σεμινάριο από το οποίο παρήλασαν τα μεγαλύτερα ονόματα του νεότερου σοβιετικού σκακιού. Ξεκινώντας το 1963 για να σταματήσει λόγω ελλιπούς προσέλευσης, η Σχολή ουσιαστικά βρήκε τον δρόμο της το 1969. Από τους πρώτους –και ο πλέον διάσημος- μαθητής υπήρξε ο Γκάρι Κασπάροβ, ο οποίος αργότερα εντάχθηκε στο εκπαιδευτικό δυναμικό της, για να μετονομαστεί σε Σχολή Μποτβίνικ-Κασπάροβ. Ο Βλαντιμίρ Κράμνικ, ο άνθρωπος που εκθρόνισε τον Κασπάροβ από το βάθρο του πρωταθλητή, περιγράφει τον τρόπο λειτουργίας του σεμιναρίου. Αρχικά ο εκάστοτε μαθητής δείχνει μερικές παρτίδες που έχει παίξει, τόσο νίκες όσο και ισοπαλίες και ήττες. Ακολουθεί ανάλυση και σχόλια από τους δασκάλους. Τις επόμενες μέρες οι μαθητές παίζουν σιμουλτανέ και στο τέλος αγώνες με κανονικό χρόνο σκέψης. Η ανάλυση επίσης ακολουθεί. Για τα ταλέντα της Σοβιετικής Ένωσης της εποχής η σχολή υπήρξε μια τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη και καλλιέργεια των αναλυτικών εργαλείων που επιτρέπουν σε έναν καλό παίκτη να εξελιχθεί σε γκραν μετρ.
Ατομική ανάλυση, ομαδική προπόνηση, φυσική προετοιμασία, ψυχολογική προσαρμογή: ο Μιχαΐλ Μποτβίνικ, ο έκτος παγκόσμιος πρωταθλητής στην ιστορία του σκακιού, αυτός που κατά τη γνώμη του Κραμνικ δεν προσέφερε στην εξέλιξη του παιχνιδιού τίποτα από την άποψη του στυλ, το καθόρισε ωστόσο δραστικά στην πλαισίωσή του ως ολικής φυσικοδιανοητικής δραστηριότητας. Η αφοσίωση και η τέχνη του Μποτβίνικ μετέτρεψαν ένα απλό παιχνίδι σε απαιτητικό άθλημα.