Μόλις μία εβδομάδα από τα σκανδαλώδη ποσοστά της Μαρίν Λεπέν στις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, που αναδεικνύουν το μέγεθος της διείσδυσης του λόγου της νέας ακροδεξιάς στην κοινωνία, η Τζόρτζα Μελόνι, επικεφαλής του ιταλικού ακροδεξιού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» (FdI) «ανέβηκε» το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Μιλάνο για να παρουσιάσει τις προγραμματικές θέσεις του για την περίπτωση που αυτό κληθεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις να δείχνουν το FdI να βρίσκεται στην κεφαλή των προτιμήσεων ή ισόπαλο με το κεντροαεριστερό Pd, με την κυβέρνηση του δοτού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι να πελαγοδρομεί και να έχει χάσει την όποια επιφαινόμενη αποδοχή, με τα ποσοστά στην υπόλοιπη Δεξιά παράταξη (Λέγκα, Forza Italia) να υποχωρούν ή να λιμνάζουν, η Μελόνι αισθάνεται πως έχει την ευκαιρία για να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην κεντρο-ακροδεξιά παράταξη. Ένα πολιτικό αδιέξοδο, που η κρίση στην Ουκρανία και την ενέργεια, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές, από τις οποίες μία κεντροδεξιά συμμαχία θα μπορούσε να προκύψει πλειοψηφούσα. Και φυσικά σε τέτοια περίπτωση, ο αρχηγός του πρωτεύσαντος κόμματος θα έχει την πρωτοκαθεδρία για την θέση του πρωθυπουργού.
Η Μελόνι δεν επέλεξε τυχαία το Μιλάνο. Στο πλαίσιο της αναθεωρητικής Realpolitik της ακροδεξιάς ηγέτιδας να πείσει ότι το κόμμα της έχει αναβαπτισθεί στα νάματα του υγιούς δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού, η πρωτεύουσα της Λομβαρδίας έχει ένα ουσιώδες και συμβολικό νόημα. Στις 29 Απριλίου του 1945, σχεδόν όταν ανέβαινε στο βήμα του συνεδρίου της η Μελόνι, στο Πιατσάλε Λορέτο τα πτώματα του Μουσολίνι και της ερωμένης του Κλαρέτα Πετάτσι σηματοδοτούσαν το τέλος του φασισμού. Πενήντα χρόνια πριν, το 1972 στο Μιλάνο, πόλη βαθιά αντιφασιστική τότε, η εισαγγελία διέτασσε έρευνα εναντίον του πολιτικού προγόνου της Τζόρτζο Αλμιράντε, ιδρυτή του νεοφασιστικού MSI και πρώην υπουργού του Μουσολίνι στο Σαλό, για επιχείρηση διασποράς φασιστικής προπαγάνδας κι ιδεολογίας (έρευνα που μεταφέρθηκε στη Ρώμη κι… εξαφανίστηκε). Στο Μιλάνο οι νεοφασίστες εγκαινίασαν με την πολύνεκρη βόμβα στην Πλατεία Φοντάνα τη «στρατηγική της έντασης» του ιταλικού κράτους για να συντρίψει το νεολαιίστικο κι εργατικό κίνημα, με μακρύ βραχίονά τους ακριβώς το MSI και τις άλλες παραφυάδες του. Κυρίως όμως το Μιλάνο είναι το «λίκνο» της ξενοφοβικής Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι και ορμητήριο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. «Συμμάχων» που κάποτε ήταν κραταιοί, κυβερνούσαν και συγκυβερνούν στην κυβέρνηση Ντράγκι και στους οποίους η Μελόνι μοιάζει να στέλνει ένα ηγετικό μήνυμα.
Και η Μελόνι το έστειλε, κουνώντας το δάκτυλο σε Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι για τη διπρόσωπη στάση που τηρούν, στηρίζοντας την τριμερή τους συμμαχία αφενός, αλλά προσφέροντας δεκανίκι (μαζί με το κεντροαριστερό Pd και το Κίνημα 5 Αστέρων) στη δοτή κυβέρνηση Ντράγκι, αφήνοντας στο FdI το καθήκον της αντιπολίτευσης και της έκφρασης των περιθωριοποιημένων πραγματικών δεξιών.
«Υπερηφάνεια, σαφήνεια και κανόνες», όχι στις «περιστρεφόμενες πόρτες» και «ποτέ με την Αριστερά» (όπως τώρα), ήταν το μήνυμα της ακροδεξιάς ηγέτιδας. Σε μία πόλη που θεωρείται η οικονομική καρδιά της Ιταλίας και της επιχειρηματικής ελίτ η Μελόνι θέλει να πείσει -όπως ο πολιτικός της πρόγονος Μουσολίνι- ότι μπορεί να τη στηρίξει δίχως τις αναστολές που το παρελθόν του κόμματος μπορεί να τους γεννά. Στο Μιλάνο η Μελόνι έστειλε το μήνυμα στη βιομηχανική τάξη της χώρας πως θα στηρίξει το Made in Italy, θα εισηγηθεί την απλοποίηση της Δικαιοσύνης, θα κάνει επενδύσεις στη «θάλασσα και τα λιμάνια», αλλά και θα προώθησει την αξιοκρατία (και αυτή made in Italy) στο σχολείο, την κατάρτιση και τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή, που έχει ισοπεδώσει η αριστερή αντίληψη για ισότητα. Δύο από τα ακρογωνιαία αιτήματα της ένωσης βιομηχάνων Confidustria: προστασία από το κράτος της παραγωγής και των κερδών τους, απουσία λογοδοσίας κι ατιμωρησία για ευθύνες κι ευθυγράμμιση της εκπαίδευσης με την παραγωγή.
Χωρίς να αποποιείται το παρελθόν της παράταξής της (από του βήματος αναφέρθηκε στην πρόσφατη θανή της Ασούντα Αλμιράντε, συζύγου του ιδρυτή του MSI) η Μελόνι έχει επιχειρήσει μία αναθεωρητική στροφή, τουλάχιστον στον λόγο και την εικόνα. Και το απέδειξε στο προγραμματικό συνέδριο στο Μιλάνο. Μπορεί εκεί να μίλησε πάλι για τους μετανάστες/πρόσφυγες που αλλοιώνουν την ιταλική ταυτότητα, να ελεεινολόγησε ως «γυναίκα και μητέρα» την παρένθετη μητρότητα (ανακοίνωσε πως θα την κηρύξει έγκλημα) και να υποσχέθηκε πως θα «λυτρώσει» την κοινωνία από την «ποταπή» gender ρητορεία, παράλληλα καταδίκασε τους φασιστικούς χαιρετισμούς στην κηδεία της Ασούντα Αλμιράντε και διατράνωσε τον προσανατολισμό του κόμματός της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, καθώς «η ίδια είναι πιο ευρωπαία από πολλούς νομοθέτες των Βρυξελλών».
Βέβαια, η έννοια που δίνει στην Ευρώπη, παρέλειψε να τονίσει, η Μελόνι είναι εκείνη που μοιράζεται με τους ομοϊδεάτες της των χωρών του Βίζεγκραντ. Άλλωστε, στην εκδήλωση στο Μιλάνο προβλήθηκαν τα μηνύματα στήριξης του Τσέχου πρωθυπουργού Πετρ Φιάλα και του Πολωνού ομολόγου του Ματέουζ Μοραβιέτσκι. Ο τελευταίος μάλιστα χαρακτήρισε «ακτίδα φωτός το συνέδριο του FdI» και πως «η Ιταλία προσβλέπει στην επιτυχία σας κι η Ευρώπη σας έχει ανάγκη».
Η ΕΕ, όπως τη βλέπει η Μελόνι, είναι μία αποτυχημένη ένωση που έχει παραδοθεί οικονομικά στις ΗΠΑ και στρατιωτικά στο ΝΑΤΟ. Η ίδια προτείνει έναν ΝΑΤΟϊκό δυϊσμό -ατλαντικό κι ευρωπαϊκό- στον οποίο τα κράτη θα είναι ισότιμα, όχι υποτελή. Η μείωση των δαπανών για τον εξοπλισμό από την ΕΕ κατέστησε την Ευρώπη εξαρτώμενη από τον ένθεν του Ατλαντικού σύμμαχο. Αλλά κι όσον αφορά την οικονομία η Μελόνι καταφέρθηκε κατά της πολιτικής των κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία του προέδρου Τζο Μπάιντεν, που έχει πλήξει δυσανάλογα τις ευρωπαϊκές χώρες κι ιδίως την Ιταλία. «Θέλουμε να ζητήσουμε από τους συμμάχους να είναι πιστοί στην Ιταλία. Εμείς ζητούμε επισταμένως να υπάρξουν αποζημιώσεις για τα κράτη που επλήγησαν περισσότερο (…) Δεν θα γίνουμε τα υποζύγια της Δύσης», δήλωσε με περισσό πατριωτισμό στους 4.600 συνέδρους η Μελόνι, στο μπλε σύνολο ταγέρ-παντελόνι της και με φόντο την επιγραφή «Ιταλία, ενέργεια για ν’ απελευθερωθούμε».
Η Μελόνι, πιστή στη λαϊκιστική ρητορεία, που αντικαθιστά κι ανατρέπει τον ορθολογισμό στον πολιτικό λόγο συνταιριάζοντας μετα-ιδεολογικά προτάγματα (λύσεις για την οικονομία, ενέργεια, βιομηχανία, που αδυνατεί το τελματωμένο φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό ή αριστερό πολιτικό σύστημα να αντιμετωπίσει), με τον συναισθηματισμό και τους καταστατικούς μύθους για το έθνος, τον λαό, τα αυτόνομα πεπρωμένα. Από το βήμα στο Μιλάνο, η Μελόνι επιτέθηκε κατά του Τύπου, που επιμένει να αναφέρεται στο νεοφασιστικό παρελθόν του κόμματος (MSI, Alleanza Nazionale) και δεν εστιάζει στην «αξιέπαινη» προσπάθειά της «να δώσει φωνή σε αυτόν τον σιωπηλό λαό (της δεξιάς)», που εξαναγκάζεται να συγκυβερνήσει με την Αριστερά.
Με εθνικιστικούς όρους, η ακροδεξιά ηγέτιδα επέμεινε ακριβώς στο ζήτημα της «υπερηφάνειας», υπό τη μυθική έννοιά της, του ιταλικού λαού. Σαλπίζοντας μία συγκριτικού κι αναθεωρητικού τύπου πανστρατιά ακόμη και των (καιροσκόπων) «διανοουμένων» -που ενδεχομένως θα σπεύσουν να «βοηθήσουν τον νικητή» όπως έλεγε εύστοχα ο Λέο Λονγκανέζι- να υπερασπισθούν ένα εθνικό συναίσθημα, που έχει καταρρακωθεί από την αποτυχία της δυτικής δημοκρατίας και του μεταμοντέρνου φιλελευθερισμού, όπως εκφράσθηκε κυρίως από την ΕΕ και που στο άρμα της κατανάλωσης έχει αναγνωρίσει διαφορετικές ταυτότητες που αλλοιώνουν τις στιβαρές κι ιδιαίτερες εθνικές αρετές και χαρακτήρα.
Στα νεανικά του γραπτά, ο Μαρξ τόνιζε πως οι «αντιδραστικοί της εκάστοτε εποχής είναι καλά βαρόμετρα για τις διαθέσεις των καιρών τους». Δεν είναι τόσο η αναλυτική ικανότητα της σκέψης τους που την κάνει ενδιαφέρουσα, όσο οι μεταφορικές συχνά διατυπώσεις τους με τις οποίες φωτογραφίζουν τις τάσεις που κυριαρχούν στην εποχή τους. Η εαρινή επέλαση της Μελόνι για την καθηγεμόνευση της δεξιάς παράταξης στην Ιταλία, εάν συνδυασθεί με το πώς εξελίχθηκε η κούρσα για την προεδρία στη Γαλλία και την αποδοχή των «οραμάτων» της Λεπέν και Ζεμούρ, η ανοδική πορεία του Vox στην Ισπανία κι η διείσδυσή του στην διακυβέρνηση -έστω και περιφερειακή- του κράτους, ο «εξαγνισμός» έως και «νομιμοποίηση» καθεστώτων, όπως η Πολωνία, η Τσεχία κι η ίδια η Ουκρανία, μετά τη ρωσική εισβολή, εμφανίζουν μία ανησυχητική φωτογραφία των αναθεωρητικών κι ανιστορικών αντιλήψεων που κυριαρχούν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτόν τον «γκρίζο» στις αποχρώσεις του (ούτε μαύρο, ούτε λευκό) κι ύπουλο φασισμό και που δεν εκφράζεται, μόνο πολιτικά, αλλά υπάρχει κίνδυνος να έχει ριζώσει ως συνείδηση ατομική και διάθεση συλλογική.