Ως μέρος της μακροχρόνιας στρατηγικής της για την περικύκλωση και τον περιορισμό της Κίνας, η Ουάσινγκτον επιδιώκει να προσθέσει πυραυλικές εγκαταστάσεις στο ήδη τεράστιο στρατιωτικό της αποτύπωμα κατά μήκος της περιφέρειας της Κίνας, και συγκεκριμένα, επίγειους πυραύλους μέσου βεληνεκούς (GBIRMs) σε όλη την περιοχή του Ινδοειρηνικού.
Μια έκθεση που χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και δημοσιεύτηκε από τη RAND Corporation με τίτλο «Επίγειοι Πύραυλοι Μέσου Βεληνεκούς στον Ινδοειρηνικό Αξιολογώντας την Τοποθέτηση των Συμμάχων των ΗΠΑ» (Ground-Based Intermediate-Range Missiles in the Indo-Pacific Assessing the Position of US Allies), ισχυρίζεται ότι αυτό είναι απαραίτητο επειδή η Κίνα έχει αναπτύξει «ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων που απαγορευόταν στις ΗΠΑ να αναπτύξουν» λόγω της τήρησης της Συνθήκης για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty) από την Αμερική, στην οποία το Πεκίνο δεν συμμετέχει πλέον.
Ο σκοπός του εγγράφου είναι να προσδιορίσει τα καλύτερα σημεία για την τοποθέτηση αυτών των πυραύλων επειδή οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν εδάφη στην περιοχή, που να βρίσκονται αρκετά κοντά στην Κίνα και τους GBIRM της για να τους θέσουν υπό έλεγχο. Αυτό, ωστόσο, είναι επίσης μια παραδοχή ότι οι δυνατότητες GBIRM της Κίνας δεν αποτελούν κίνδυνο για τις ίδιες τις ΗΠΑ, αλλά μάλλον για τα «συμφέροντα» της Ουάσινγκτον στην περιοχή του Ινδοειρηνικού, συμπεριλαμβανομένης πρωτίστως της επιθυμητής τους πρωτοκαθεδρίας σε αυτήν.
Το έγγραφο εξετάζει διάφορους «συμμάχους» των ΗΠΑ, που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν τους πυραύλους, όπως η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και η Ιαπωνία. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν σοβαρές επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους «συμμάχους» έχουν στενούς και συνεχώς αναπτυσσόμενους οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και στρατιωτικούς.
Ταϊλάνδη: Οι ΗΠΑ θέλουν αλλαγή καθεστώτος
Όσον αφορά την Ταϊλάνδη, το έγγραφο της RAND αναφέρει δύο εμπόδια, εκ των οποίων το πρώτο είναι: …από το πραξικόπημα και μετά, η Ταϊλάνδη δεν διεξήγαγε δίκαιες εκλογές που θα οδηγούσαν σε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Αντίθετα, οι δυνάμεις πίσω από το πραξικόπημα παραμένουν στην εξουσία, με μια φιλοστρατιωτική κυβέρνηση να σπρώχνει τη χώρα ακόμα περισσότερο στον δρόμο του αυταρχισμού. Οι παρατηρητές αναγνωρίζουν τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2019 ως κάθε άλλο παρά δίκαιες και η κυβέρνηση συνεχίζει να αποδυναμώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς της Ταϊλάνδης.
Η συνεχιζόμενη παρουσία της κυβέρνησης με την υποστήριξη του στρατού στην Μπανγκόκ εμποδίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενισχύσουν τις στρατιωτικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ταϊλάνδης. Εφόσον αυτό παραμένει ως έχει, είναι πολύ απίθανο να ζητηθεί από αυτό το καθεστώς να φιλοξενήσει τους πυραύλους GBIRM των ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα, το συμπέρασμα της RAND ότι οι εκλογές στην Ταϊλάνδη ήταν «κάθε άλλο παρά δίκαιες» βασίζεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι το καθεστώς -πελάτης της επιλογής των Ηνωμένων Πολιτειών- ένας συνασπισμός μεταξύ των υποστηριζόμενων από την Ουάσινγκτον δισεκατομμυριούχων Τακσίν Σιναβάτρα και Θανάθορν Τζουανγκρουνγκρουανκίτ απλώς απέτυχε να κερδίσει και να αναλάβει την εξουσία. Επειδή οι πολιτικοί κύκλοι που εκπροσωπούσαν τα πραγματικά συμφέροντα της Ταϊλάνδης ανέλαβαν την εξουσία, η εξωτερική πολιτική της χώρας διαμορφώθηκε με τρόπο που οδήγησε στο δεύτερο εμπόδιο για την τοποθέτηση αμερικανικών πυραύλων.
Η RAND ισχυρίζεται επίσης: Δεύτερον, η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης έχει δείξει την τάση να επιδιώκει στενότερους δεσμούς με την Κίνα, ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα. Έρευνα αποκαλύπτει ότι Ταϊλανδοί αξιωματούχοι και αξιωματικοί του στρατού θεωρούν την κινεζική επιρροή στις πολιτικές ασφαλείας της χώρας τους ως ίση με αυτή των ΗΠΑ. Ορισμένοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι αυτό συμβαίνει επειδή η Ταϊλάνδη βλέπει την Κίνα ως μια καλοήθη και όχι ως μια ρεβιζιονιστική δύναμη ή μια στρατιωτική απειλή. Άλλοι πάλι, έχουν διαπιστώσει ότι η Ταϊλάνδη θεωρεί ότι εξαρτάται από την Κίνα για προστασία από στρατιωτικές απειλές.
Το πόσο μεγάλη επιρροή έχουν αυτές οι απόψεις στις αμυντικές αποφάσεις παραμένει υπό συζήτηση, αλλά η Ταϊλάνδη όχι μόνο αγόρασε όπλα από την Κίνα, όπως υποβρύχια και άρματα μάχης, αλλά επέτρεψε επίσης στο Ναυτικό του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού να αποκτήσει πρόσβαση στη Ναυτική Βάση Sattahip (ένα λιμάνι που χρησιμοποιείται συχνά από τις Ηνωμένες Πολιτείες) και διεξάγει ασκήσεις σε συνεργασία με την Κίνα σε ετήσια βάση. Αυτοί οι στενότεροι δεσμοί αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό λόγο για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν πρέπει να τρέφουν αυταπάτες ότι η Ταϊλάνδη θα είναι ενεργός εταίρος όσον αφορά τις προκλήσεις που σχετίζονται με την Κίνα».
Αυτό που δεν αναφέρεται είναι το γεγονός ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ταϊλάνδης, ο μεγαλύτερος επενδυτής, η μεγαλύτερη πηγή τουρισμού και επομένως ένας άμεσος συνεισφέρων σε μία από τις πολλές μεγάλες βιομηχανίες της Ταϊλάνδης, καθώς και ένας ολοένα και πιο σημαντικός εταίρος στη μείωση της εξάρτησης της Ταϊλάνδης από τα όπλα και την αμυντική συνεργασία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η καλλιέργεια στενότερων δεσμών με την Κίνα είναι απλώς προς το συμφέρον της Ταϊλάνδης όμως είναι και μια διαδικασία που γίνεται με μια πολύ συνειδητή προσπάθεια να διατηρηθεί παρόλα αυτά ένα συγκεκριμένο επίπεδο δεσμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μπορεί να υποτεθεί ότι οι πολιτικοί ιθύνοντες πίσω από αυτήν την έκθεση της RAND θα ήθελαν να δουν την πολιτική της Ταϊλάνδης να αλλάζει από την κυβέρνηση. Όμως αυτό θα σήμαινε ότι η πολιτική της Ταϊλάνδης θα άλλαζε με τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Μπανγκόγκ απλώς και μόνο για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον. Επειδή οι σημερινοί ηγετικοί κύκλοι πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος της Ταϊλάνδης αρνούνται να θέσουν τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον πάνω από τα δικά τους, η αμερικανική ηγεσία έχει εκκινήσει μια πολιτική αλλαγής των ηγετικών κύκλων πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος της Ταϊλάνδης.
Διαμαρτυρίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αντικυβερνητικές, αντιμοναρχικές και αντιστρατιωτικές λαμβάνουν χώρα περιστασιακά από το 2019 στον απόηχο των γενικών εκλογών στην Ταϊλάνδη. Οι βασικοί οργανισμοί που προωθούν, υποστηρίζουν, ακόμη και ηγούνται των διαδηλώσεων χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ μέσω της Εθνικής Επιχορήγησης για τη Δημοκρατία (National Endowment for Democracy). Αυτό περιλαμβάνει οργανώσεις μέσων ενημέρωσης όπως οι Prachatai, IsaanRecord και BernarNews, νομικές οργανώσεις όπως το iLaw (Internet Law Reform Dialogue) που το 2020 οργάνωσε τη συλλογή υπογραφών για την αναθεώρηση του Συντάγματος της Ταϊλάνδης και την Thai Lawyers for Human Rights που όχι μόνο παρέχει νομική υποστήριξη σε ηγέτες των διαμαρτυριών αλλά το προσωπικό της περιλαμβάνει μέλη που ηγήθηκαν των διαμαρτυριών.
Με άλλα λόγια, η RAND Corporation δεν στέκεται απλώς στις ελλείψεις που εμποδίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να τοποθετήσουν πυραύλους στο έδαφος της Ταϊλάνδης μεταξύ άλλων προσπαθειών στρατιωτικής και οικονομικής περικύκλωσης και περιορισμού της Κίνας – οι Ηνωμένες Πολιτείες ήδη επιχειρούν ενεργά να διορθώσουν αυτές τις ελλείψεις μέσω πολιτικών παρεμβάσεων που κυμαίνονται από τον εξαναγκασμό μέχρι και την απόπειρα αλλαγής καθεστώτος.
Ακριβώς λόγω της προσέγγισης της Ουάσιγκτον, όχι μόνο ως προς την Ταϊλάνδη, αλλά προς όλα τα έθνη που αναφέρονται στην έκθεση της RAND Corporation, πολλά από αυτά τα έθνη έχουν αρχίσει να διαφοροποιούνται από την οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση από τη Δύση και ειδικότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η αύξηση του εμπορίου με την Κίνα και η εξωτερική πολιτική μη παρέμβασης του Πεκίνου καθιστά εύκολη επιλογή τη μεταστροφή προς την Κίνα. Μόνο μέσω ενεργού εξαναγκασμού και παρέμβασης μπορούν οι ΗΠΑ να επιχειρήσουν να πείσουν τα έθνη στον Ινδοειρηνικό να ξανασκεφτούν αυτή τη μεταστροφή.
Φιλιππίνες: Κάποτε ήταν αποικία…
Οι Φιλιππίνες – αποικισμένες από τις ΗΠΑ από το 1898 έως το 1946 – έχουν βιώσει μια παρόμοια μεταστροφή από τη Δύση στην Ανατολή και πιο συγκεκριμένα, από μια στενή (κάποιοι θα μπορούσαν να πουν υποτελή) σχέση με την Ουάσιγκτον σε μια πιο ισορροπημένη σχέση χρησιμοποιώντας τους αυξανόμενους δεσμούς με το Πεκίνο για να εξασφαλίσουν ότι αυτό θα συνεχίσει να ισχύει.
Η RAND Corporation λέει για τις Φιλιππίνες: Η συμμαχία των ΗΠΑ με τις Φιλιππίνες βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση. Ενώ το κοινό των Φιλιππίνων και τα μέλη της ελίτ υποστηρίζουν γενικά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ίδια τη συμμαχία, ο απερχόμενος πρόεδρος Ροντρίγκο Ντουτέρτε έχει ακολουθήσει πολιτικές που επηρεάζουν αρνητικά τους δεσμούς.
Συγκεκριμένα, από την εκλογή του τον Μάιο του 2016, ο Ντουτέρτε έχει υποστηρίξει στενότερους δεσμούς με το Πεκίνο, ενώ παράλληλα ακολουθούσε πολιτικές που αποδυναμώνουν τους βασικούς πυλώνες της συμμαχίας μεταξύ ΗΠΑ και Φιλιππίνων. Παρόλο που ο Ντουτέρτε υπαναχώρησε κάπως σχετικά με αυτές τις προσεγγίσεις, οδηγώντας σε κάποια βελτίωση των δεσμών μεταξύ Ουάσινγκτον-Μανίλας, όσο οι μελλοντικοί ηγέτες των Φιλιππίνων συνεχίζουν παρόμοιες πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της αντίθεσης στη μόνιμη στρατιωτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, οι Φιλιππίνες είναι εξαιρετικά απίθανο να δεχτούν την ανάπτυξη αμερικανικών πυραύλων GBIRM.
Όπως και με την Ταϊλάνδη -οι Φιλιππίνες θεωρούν την Κίνα ως τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικονομικό εταίρο τους . Το να επιτραπεί στις Ηνωμένες Πολιτείες να τοποθετήσουν πυραύλους στο έδαφός τους με ρητό και μοναδικό σκοπό να απειλήσουν την Κίνα είναι ξεκάθαρα αντίθετο με τα συμφέροντα της Μανίλας.
Ακριβώς όπως στην Ταϊλάνδη, οι ΗΠΑ διατηρούν μια ενεργή πολιτική πολιτικής παρέμβασης στις Φιλιππίνες για να διαμορφώσουν το πολιτικό τους τοπίο με σκοπό να τοποθετήσουν φιλοαμερικανούς σε θέσεις εξουσίας για να μεταστρέψουν την εξωτερική πολιτική των Φιλιππίνων ώστε να εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα αντί να αντικατοπτρίζει τα συμφέροντα του έθνους, σε κόστος του οικονομικού και πολιτικού μέλλοντος των Φιλιππίνων.
Νότια Κορέα: Στενοί οικονομικοί δεσμοί με την Κίνα επισκιάζουν την παρουσία στρατευμάτων των ΗΠΑ
Η Νότια Κορέα, παρά το γεγονός ότι φιλοξενεί δεκάδες χιλιάδες αμερικανικών στρατευμάτων, θεωρείται επίσης από τη RAND απίθανο να φιλοξενήσει τους πυραύλους GBIRM των ΗΠΑ. Η έκθεση αναφέρει:
Αν και η συμμαχία μεταξύ των Ουάσιγκτον και Σεούλ δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, η νοτιοκορεατική ηγεσία (ROK) διατηρεί επίσης στενή σχέση με την Κίνα για να βοηθήσει στη διαχείριση και επίλυση των συνεχιζόμενων προκλήσεων ασφαλείας που σχετίζονται με τη Βόρεια Κορέα. Λόγω των εμπειριών της κινεζικής αντίθεσης στη φιλοξενία ενός αμυντικού πυραυλικού συστήματος των ΗΠΑ από τη Νότια Κορέα και της προηγούμενης ευαισθησίας της κυβέρνησης στην πίεση της Κίνας, σε συνδυασμό με μια γενική επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Νοτίου Κορέας, είναι πολύ απίθανο η Σεούλ να συναινέσει να φιλοξενήσει αμερικανικά GBIRM. Και πάλι, οι οικονομικοί δεσμοί με την Κίνα και το γεγονός ότι η φιλοξενία αμερικανικών πυραύλων με ρητό σκοπό να απειληθεί η Κίνα θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα της ίδιας της Νότιας Κορέας.
Αυστραλία: Αυτο-Σαμποτάζ
Στην πραγματικότητα, το ίδιο ισχύει και για την Αυστραλία, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση. Και μόνο μέσω τεράστιας πολιτικής παρέμβασης στην Αυστραλία και πίεσης από την Ουάσιγκτον να σαμποτάρει τους οικονομικούς δεσμούς της Αυστραλίας με την Κίνα, άρχισε να σχηματίζεται μια γενική ατμόσφαιρα πολεμικής κατά του Πεκίνου. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, η RAND Corporation θεωρεί την τοποθέτηση επίγειων πυραύλων μέσης εμβέλειας στην Αυστραλία υπερβολικά προκλητική.
Η έκθεση αναφέρει: Αν και οι ισχυροί ιστορικοί δεσμοί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και οι εξελίξεις το 2021 που υποδηλώνουν επέκταση της πρόσβασης και της παρουσίας των ΗΠΑ καθιστούν αδύνατο να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Αυστραλία να είναι πρόθυμη να φιλοξενήσει τους αμερικανικούς GBIRM, μια ιστορική απροθυμία να φιλοξενήσει μόνιμες ξένες βάσεις, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική απόσταση της χώρας από την ηπειρωτική Ασία, καθιστά απίθανο αυτό το ενδεχόμενο. Αυτό είναι απίθανο να αλλάξει την επόμενη δεκαετία, παρόλο που η Αυστραλία συμφωνεί στην αύξηση της εκ περιτροπής παρουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Και ενώ η RAND σημειώνει ότι είναι απίθανο να αλλάξει τις επόμενες δεκαετίες, υπάρχουν ξεκάθαρες προσπάθειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους υποστηρικτές τους στην Αυστραλία να το αλλάξει αυτό νωρίτερα παρά αργότερα. Αυτό γίνεται μέσω δεξαμενών σκέψης (think tanks) με αντικείμενο την πολιτική όπως το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής (Australian Strategic Policy Institute) που χρηματοδοτείται από την αμερικανική κυβέρνηση και κατασκευαστές όπλων με έδρα τις ΗΠΑ – διαμορφώνοντας την εξωτερική πολιτική της Αυστραλίας ώστε να ταιριάζει στα συμφέροντα της Ουάσινγκτον σε βάρος της οικονομίας και της κυριαρχίας της Καμπέρας.
Ιαπωνία: Ο πιο πιθανός υποψήφιος
Ακόμη και η Ιαπωνία, η οποία εξακολουθεί να κατέχεται από δεκάδες χιλιάδες αμερικανικών στρατευμάτων μια γενιά μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρείται απίθανο να φιλοξενήσει τέτοιους πυραύλους. Η έκθεση της RAND σημειώνει ότι: Υπάρχει προθυμία η Ιαπωνία να ενισχύσει τη συμμαχία και να καταβάλει προσπάθειες για την ενίσχυση των δικών της αμυντικών δυνατοτήτων έναντι της Κίνας. Τοτο Τόκιο είναι ο περιφερειακός σύμμαχος που φαίνεται πιο πιθανό να φιλοξενήσει τους βGBIRM των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η πιθανότητα, ωστόσο, παραμένει χαμηλή, λόγω της πρόκλησης της αποδοχής οποιασδήποτε αύξησης της παρουσίας των ΗΠΑ και της ανάπτυξης όπλων που είναι ρητά επιθετικής φύσεως. Αυτό είναι απίθανο να αλλάξει τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, η έκθεση σημειώνει ότι η Ιαπωνία θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως εταίρος για μια πιθανή εναλλακτική λύση για τη φιλοξενία αμερικανικών πυραύλων μέσης εμβέλειας –η ανάπτυξη τέτοιων πυραύλων από κοινού και η ανάπτυξή τους από τον ίδιο τον ιαπωνικό στρατό.
Οι ΗΠΑ υπονομεύουν, δεν διασφαλίζουν την ειρήνη στον Ινδοειρηνικό
Η Διοίκηση Ινδοειρηνικού των ΗΠΑ (USINDOPACOM) στην επίσημη ιστοσελίδα της ισχυρίζεται :
Η USINDOPACOM προστατεύει και υπερασπίζεται, σε συνεννόηση με άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, την επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών, τον λαό τους και τα συμφέροντά τους. Μαζί με συμμάχους και εταίρους, η USINDOPACOM έχει δεσμευτεί να ενισχύσει τη σταθερότητα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού προωθώντας τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, ενθαρρύνοντας την ειρηνική ανάπτυξη, ανταποκρινόμενη σε απρόοπτα, αποτρέποντας την επιθετικότητα και, όταν χρειάζεται, παλεύοντας για τη νίκη. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στη συνεργασία, την παρουσία και τη στρατιωτική ετοιμότητα.
Ωστόσο, σύμφωνα με ανάλυση που χρηματοδοτείται από την αμερικανική κυβέρνηση που πραγματοποιήθηκε από την RAND Corporation σε αυτήν την έκθεση, η υπάρχουσα στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ φαίνεται λίγο-πολύ να δοκιμάζει τα όρια του τι είναι αποδεκτό σε κάθε έθνος. Η έκθεση της RAND Corporation αναγνωρίζει πόσο αντιδημοφιλής είναι η ιδέα της φιλοξενίας πρόσθετων αμερικανικών πυραύλων σε ολόκληρη την περιοχή του Ινδοειρηνικού, παρά το γεγονός ότι η έκθεση υπονοεί την αναγκαιότητά της για την αντιμετώπιση της Κίνας.
Συνολικά, είναι σαφές ότι η στρατιωτική παρουσία της Αμερικής στην περιοχή του Ινδοειρηνικού αποσκοπεί αποκλειστικά στην περικύκλωση, τον περιορισμό και την αντιμετώπιση της Κίνας. Αυτή είναι μια πολιτική που απειλεί να υπονομεύσει όχι μόνο την ειρήνη, τη σταθερότητα, την ασφάλεια και την ευημερία της Κίνας, αλλά και ολόκληρης της περιοχής του Ινδοειρηνικού, η οποία εξαρτάται από τους στενούς και συνεχώς αυξανόμενους δεσμούς με την Κίνα.
Εάν η Κίνα αποτελούσε πραγματική απειλή, τα έθνη θα ζητούσαν από τις ΗΠΑ τους πυραύλους τους αντί να χρηματοδοτεί ο στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών εκθέσεις για να κατανοήσουν γιατί κάθε έθνος δεν τους θέλει – ένα πρόβλημα που στη συνέχεια μεταβιβάζεται σε άλλες υπηρεσίες και βραχίονες χρηματοδότησης των Ηνωμένων Πολιτειών ώστε να επιλυθεί μέσω πολιτικών παρεμβάσεων και εξαναγκασμού.
Τελικά, αυτό αποκαλύπτει τις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι την Κίνα, ως τη μεγαλύτερη και πιο επίμονη απειλή για την περιοχή του Ινδοειρηνικού – μια περιοχή που μπορεί να μην αντιπροσωπεύει τέλειες διπλωματικές σχέσεις ανά πάσα στιγμή σε όλα τα ζητήματα- αλλά μια περιοχή που φαίνεται να συμφωνεί ότι η άνοδος της Κίνας είναι κεντρικής σημασίας για το μέλλον κάθε έθνους ξεχωριστά, καθώς και για το μέλλον της περιοχής ως σύνολο.
Οι πραγματικές γραμμές μάχης δεν θα είναι μεταξύ της Κίνας και των γειτόνων της, αλλά μεταξύ της περιοχής και των διαφόρων συνεχιζόμενων προσπαθειών της Ουάσιγκτον να υπονομεύσει την κυριαρχία και τελικά να αλλάξει την προθυμία των διαφόρων εθνών να φιλοξενήσουν αμερικανικούς πυραύλους καθώς και να συνεργαστούν με άλλα μέτρα που σκοπεύουν να επιδιώξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον αυξανόμενα επικίνδυνοανταγωνισμό τους –κάποιοι μπορεί να πουν ήδη σύγκρουση– με την Κίνα.
- Ο Μπράιαν Μπερλετικ, με έδρα την Μπανγκόκ, είναι γεωπολιτικός ερευνητής και συγγραφέας, ειδικά για το διαδικτυακό περιοδικό «New Eastern Outlook» .