Όχι, δεν πρόκειται για «κλικμπέιτ». Είναι η πραγματικότητα πολλών ελληνικών φαρμακείων και των εργαζόμενων σε αυτά που αναγκάζονται καθημερινά να δίνουν έναν άνισο αγώνα, προκειμένου να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη επάρκεια σε κωδικούς προϊόντων που θα τους επιτρέψει να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους.
Κι αν στην περίπτωση του διάσημου «Παυσίπονου» από το συγκρότημα «Μωρά στη φωτιά» η ρίζα του προβλήματος ήταν η ερωτική στέρηση, στην περίπτωση των ελλείψεων φαρμάκων από τα ράφια των φαρμακείων, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα.
Οι λόγοι που ένας ασθενής αδυνατεί να βρει το φάρμακο της επιλογής του στο φαρμακείο της επιλογής του ή σε εκείνο του νοσοκομείου στο οποίο νοσηλεύεται ποικίλουν. Από τον κίνδυνο έλλειψης έπειτα από πρόβλημα στη διαδικασία παραγωγής, όταν για παράδειγμα προκύπτουν ζητήματα ποιότητας ή όταν υπάρχει δυσκολία στην προμήθεια πρώτων υλών, μέχρι την έλλειψη κινήτρων και την αναζήτηση τρόπων περικοπής του κόστους ή και φθηνότερων λύσεων, όταν οι τιμές των προϊόντων παραμένουν χαμηλές (περισσότερα μπορείτε να βρείτε σε σχετική ανακοίνωση της Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Φαρμακοποιών Ελλάδας, τον περασμένο Μάρτιο.
Λαμβάνοντας υπόψη το πρώτο αίτιο, πράγματι, έπειτα από το σκληρό λοκντάουν που επιβλήθηκε στη Σανγκάη φάνηκε ορατός ο κίνδυνος παρουσίασης ελλείψεων φαρμάκων σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως έγραφε ο διεθνής Τύπος εκείνες τις πρώτες μέρες: Η επιβολή λοκντάουν από την Κίνα, προκειμένου να περιορίσει το ξέσπασμα της νόσου Covid-19, προκάλεσε καθυστερήσεις στην εκφόρτωση εμπορευμάτων στα δύο κύρια λιμάνια, εκείνο της Σανγκάης και του Σεντζέν. «Εάν οι αποστολές παραμείνουν σε αναμονή, θα εμφανιστούν διαδοχικές επιπτώσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού- τη στιγμή που -οι τιμές των φαρμάκων και το κόστος συσκευασίας τους έχουν ήδη αυξηθεί», προειδοποιούσε η RC Juneja, εκτελεστική πρόεδρος της ManKind Pharma, μιας εκ των κορυφαίων φαρμακευτικών εταιρειών.
Ωστόσο, αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος, καθώς η άλλη όψη βρίσκεται πίσω από το κερδοσκοπικό παιχνίδι των φαρμακευτικών, μα και των αποθηκάριων…
Πριν πάμε όμως εκεί, κι ερχόμενοι στα καθ’ ημάς (πορεία διόλου αποσυνδεδεμένη με τη διεθνή συγκυρία) να θυμίσουμε ότι τον περασμένο Οκτώβρη τροποποιήθηκε η απόφαση του ΕΟΦ (Αρ. Πρωτ: 54052/14.6.21) «περί προσωρινής απαγόρευσης παράλληλων εξαγωγών και ενδοκοινοτικής διακίνησης» για οκτώ προϊόντα, «μετά τη διαπίστωση της ομαλοποίησης της επάρκειας στην ελληνική επικράτεια». Ενώ, άλλοι 27 κωδικοί προστέθηκαν στην απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών και ενδοκοινοτικής διακίνησης. Τέλος, 72 κωδικοί προϊόντων συνέχισαν να περιλαμβάνονται στη λίστα απαγόρευσης, με το υπουργείο Υγείας να υπογραμμίζει την «υποχρέωση διάθεσης αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά (…) για όλα τα φαρμακευτικά προϊόντα που εισέρχονται στην Ελλάδα, μετά από έγκριση του ΕΟΦ για έκτακτη εισαγωγή ή με απόφαση κατ’ εξαίρεση κυκλοφορίας με ξενόγλωσση επισήμανση».
Στη συνέχεια, συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2022, καθώς και τον Μάρτιο ελήφθησαν νέες τροποποιητικές αποφάσεις που άλλαζαν εκ νέου τη σχετική λίστα.
Αυτά, σε ό, τι αφορά το ρεπορτάζ.
Πάμε τώρα ένα βήμα παρακάτω, στον αντίκτυπο αυτών των αποφάσεων τόσο στην επαγγελματική δραστηριότητα των φαρμακοποιών, όσο, κυρίως, στην καθημερινότητα των ασθενών.
Μιλήσαμε με την Ε.Κ., φαρμακοποιό σε συνοικιακό φαρμακείο στα δυτικά προάστια της Αθήνας. Για τη συνομιλήτριά μας, η εξυπηρέτηση των πελατών αποτελεί και απαιτεί καθημερινό αγώνα. «Τη μισή μας μέρα ασχολούμαστε με τις ελλείψεις των φαρμάκων καθώς καθημερινά προστίθενται ολοένα και περισσότεροι κωδικοί στους καταλόγους». Ρωτώ την άποψή της για τα αίτια πίσω απ’ το φαινόμενο. «Ο λόγος είναι ότι στη χώρα μας τα φάρμακα είναι από τα φθηνότερα στην ΕΕ και αφού επιτρέπονται οι παράλληλες εξαγωγές (unlimited), αυτά εξάγονται χωρίς να καλύπτεται η εγχώρια αγορά». Και οι εταιρείες, ρωτώ και πάλι; «Οι εταιρείες μάς δίνουν φάρμακα με το σταγονόμετρο», απαντά, αφήνοντας παράλληλα αιχμές για την αιτιολογική βάση πίσω από αυτή την πρακτική. «Υποτίθεται ότι όλο αυτό γίνεται στο όνομα του ελέγχου αυτών των ελλείψεων».
Στη σύντομη κουβέντα που είχαμε, η Ε.Κ. δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην τακτική του ΕΟΦ να αλλάζει τον κατάλογο των φαρμάκων που απαγορεύεται να εξαχθούν κάθε δύο με τρεις μήνες, ενώ επισήμανε και την τακτική των αποθηκών να στοκάρουν τα ελλειπτικά και να τα εξάγουν μαζικά.
«Δεν υπάρχει ούτε διαφάνεια, ούτε κάποιος ελεγκτικός μηχανισμός», λέει χαρακτηριστικά. Ίσως έτσι εξηγείται γιατί το φαρμακείο της καταφέρνει να προμηθευτεί μόλις ένα κομμάτι τον μήνα, και γιατί οι αποθήκες, έπειτα από παρακάλια, τους προμηθεύουν με τα «πολυπόθητα» σκευάσματα, ωστόσο ανάλογα με τον τζίρο τους. «Είναι ο καπιταλισμός, φίλε μου. Έτσι, αναγκαζόμαστε να βγαίνουμε στους δρόμους και να αγοράζουμε από συναδέλφους φάρμακα, χωρίς να καταφέρνουμε πάντα να εξυπηρετούμε τους πελάτες μας».
Ακριβώς σε αυτό το σημείο συναντάμε την οδύσσεια της κ. Ντίνας Κ, από το Αιγάλεω. «Οι συνταγές που παίρνει ο πατέρας για το αυτοάνοσο που τον ταλαιπωρεί είναι τρίμηνες, αλλά από τα μέσα του μήνα δίναμε σήμα στο φαρμακείο να ψάχνει το συγκεκριμένο φάρμακο. Οι ελλείψεις είχαν μια κανονικότητα». Ωστόσο, πρόσφατα, ένα κολλύριο αυτή τη φορά, μια κατηγορία στην οποία παρατηρούνται συχνά ελλείψεις τώρα τελευταία, στάθηκε αφορμή ώστε η κ. Ντίνα να τ’ αναζητήσει σε φαρμακαποθήκες, αλλά και σε άλλα φαρμακεία όμορων δήμων. Εντέλει, αυτό εντοπίστηκε σε κεντρικότατο σημείο της πρωτεύουσας. Το θέμα όμως, λέει η ίδια, είναι γιατί δεν βρίσκονται τα φάρμακα και ταλαιπωρούνται οι ασθενείς. «Το τι συμβαίνει δεν μας το έχει εξηγήσει κάποιος».
Οι εξαγωγές των φαρμάκων γίνονται νόμιμα, βάσει του κανονιστικού πλαισίου του εμπορίου, περί ζήτησης και προσφοράς, όπως αυτό ορίζεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων. Έτσι, δίνεται η δυνατότητα σε κάποιες φαρμακευτικές εταιρείες να μην γνωστοποιούν στον ΕΟΦ σε πραγματικό χρόνο τις ποσότητες που διανέμουν, ούτε και τις ελλείψεις, να υποτροφοδοτούν την αγορά λόγω των παράλληλων εξαγωγών ή να δημιουργούν τεχνητές ελλείψεις σε περιόδους που διαπραγματεύονται τις τιμές των προϊόντων τους. Παράλληλα, όπως έχει αναφερθεί από τον πρόεδρο του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, κ. Απ. Βαλτά, υπάρχουν φαρμακαποθήκες που ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με τις παράλληλες εξαγωγές, έχοντας ακόμη και τον μισό τους τζίρο για την εξαγωγική δραστηριότητα και ενώ το πελατολόγιό τους περιλαμβάνει ελάχιστα φαρμακεία. «Πρόκειται για μια κατάσταση που τους βολεύει όλους· όλους εκτός από τους ασθενείς», σχολιάζει στο «Κ» καλά ενημερωμένη επί του θέματος πηγή και μάλλον έχει δίκιο, αν σκεφτούμε ότι οι φαρμακαποθήκες (εγχώριες και ξένες) μοιράζονται τη διαφορά της εξαγωγής, οι φαρμακοβιομηχανίες βλέπουν το προϊόν τους να πωλείται στην υψηλότερη τιμή και το κράτος φαίνεται δραστήριο εξαγωγικά. Επομένως, δεν είναι εύκολο να παραβλέψει κανείς ούτε τα περιθώρια κέρδους (υπολογίζονται από 30-360%) για τους μεγάλους παίχτες της αγοράς, ούτε όμως και τα πολιτικά οφέλη, μάλιστα ενόψει εκλογών (δεν το μάθατε από εμάς αυτό το τελευταίο…).
Παρόλα αυτά, οφείλουμε να είμαστε δίκαιοι. Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Όπως μαρτυρούν τα επίσημα ευρωπαϊκά στοιχεία: μεταξύ 2000 και 2018, οι ελλείψεις στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά 20 φορές. Μάλιστα, βάσει ενός σημειώματος της Κομισιόν, οι ελλείψεις αυξάνονται για τα ευρέως χρησιμοποιούμενα φάρμακα, ενώ πάνω από 50% των φαρμάκων του καρκίνου, των λοιμώξεων και των διαταραχών του νευρικού συστήματος συγκαταλέγονται στα λεγόμενα ελλειπτικά.
Η ΕΕ κινείται στην κατεύθυνση της λήψης μέτρων προς αντιμετώπιση του φαινομένου, με το πρόγραμμα EU4Health, τις προτάσεις του ευρωκοινοβουλίου για μείωση του χρόνου έγκρισης των φαρμάκων από τις εθνικές αρχές, κυρίως όμως με την αναθεώρηση της γενικής φαρμακευτικής νομοθεσίας, ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια, να αποτελούν τα κύρια όπλα στην προσπάθεια γρήγορης και ίσης πρόσβασης σε φάρμακα στην ΕΕ.
Επαρκούν αυτές οι κινήσεις; Άγνωστο και δύσκολο συνάμα, λαμβάνοντας υπόψη την δραστηριότητα 170 λομπιστών της φαρμακευτικής βιομηχανίας στους διαδρόμους των Βρυξελλών, με άριστη γνώση επί των διαδικασιών στη λήψη αποφάσεων στην ΕΕ και τις μεθόδους επηρεασμού τους, μα και με παχυλό πορτοφόλι, καθώς είναι γνωστό ότι δαπανούν μέχρι και 40 εκατ. κάθε χρόνο για την άσκηση πιέσεων.
Θα καταφέρει η ΕΕ να έλθει σε ρήξη με τον απροκάλυπτα νεοφιλελεύθερο εαυτό της;
Μακάρι αυτή τη φορά να μη γίνουμε στο ίδιο έργο θεατές. Πολύ φοβάμαι όμως ότι προς εκεί οδεύουμε.