Του Άγγελου Καλογερόπουλου*
Διαβάζοντας κάποια κείμενα τοῦ Φώτη Κόντογλου νιώθω ἄβολα. Ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γενιᾶς μου, συμπεριλαμβανομένων καὶ αὐτῶν ποὺ ἔχουν καθοριστικὴ σχέση μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἔχω μεγαλώσει μὲ τὸν κινηματογράφο, τὰ τραγούδια τοῦ ραδιοφώνου ἢ τὴ ρὸκ μουσική. Καὶ ἀκούγοντας Ἔντιθ Πιὰφ συγκινήθηκα. Γιατί λοιπὸν νὰ συμφωνήσω μὲ τὸν Κόντογλου ὅταν καταδικάζει τὸν κινηματογράφο, ὑποτιμᾶ τὴν Πιὰφ καὶ γενικότερα τὴν μουσικὴ τοῦ καιροῦ του; (Μυστικὰ Ἄνθη, σ. 117-121). Γιατί νὰ μὴν τὸν θεωρήσω ἕναν συντηρητικὸ θρησκόληπτο ποὺ βλέπει παντοῦ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τοῦ ἀντιπροσώπου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, δηλαδὴ τοῦ Πάπα;
Ἐξ ἄλλου ὁ συντηρητισμὸς τοῦ Κόντογλου καταγγέλθηκε ἀπὸ συγχρόνους του κριτικοὺς καὶ λογοτέχνες, οἱ ὁποῖοι τὸν συνέδεσαν μὲ τὴν ἀπόλυτη στροφή του πρὸς τὴν θρησκεία. Ἡ Ἑλλη Ἀλεξίου θεωρεῖ πὼς οἱ συγγραφικές του δραστηριότητες περιορίστηκαν σὲ «νεκρὰ θέματα» (Μνήμη Κόντογλου. Δέκα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του, Ἀστήρ, 1975, σ. 183)· ἐνῶ ὁ Στρατῆς Δούκας πιστεύει ὅτι ἡ λαϊκὴ θρήσκευση τὸν φέρνει ἀσυναίσθητα σὲ ἕναν ὑπερσυντηρητισμό, ὅπου πεισματικὰ προσκολλήθηκε, μὴ μπορώντας νὰ ξεχωρίσει τὰ ζωντανὰ ἀπὸ τὰ νεκρὰ στοιχεῖα τῆς παράδοσης (βλ. Π. Β. Πάσχος, Κόντογλου. Εἰσαγωγὴ στὴ λογοτεχνία του, Ἁρμός, 1991, σ. 28).
Πρέπει ὅμως νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψη μας ὅτι ἡ θρησκεία δὲν καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἐξ ὁρισμοῦ συντηρητικό, καθόσον ὁ συντηρητισμὸς δὲν ἀποτελεῖ «ἱστορικὴ ἢ ἀνθρωπολογικὴ σταθερά, παρὰ ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικὸ φαινόμενο» (Π. Κονδύλης, «Ὁ συντηρητισμὸς ὡς ἱστορικὸ φαινόμενο», Λεβιάθαν τχ. 15, σελ. 51). Ἑπομένως συντηρητικὸς εἶσαι ἢ γίνεσαι ὅταν ἀπειλεῖται τὸ ἰδεῶδες ποὺ σὲ ἐκφράζει καὶ προοδευτικὸς ὅταν αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες ἐπιθυμεῖς νὰ ἐπιβληθεῖ. Ἐκτὸς αὐτοῦ, σὲ κοινωνίες περιφερειακὲς σὰν τὴν δική μας, πολλὲς φορὲς ἡ ἐμμονὴ ἢ ἡ ἐπιστροφὴ στὴν παράδοση συνιστοῦν στοιχεῖα προόδου ἢ ἐκσυγχρονισμοῦ ἀπέναντι σὲ θνησιγενεῖς ἢ ἀνερμάτιστες ἀπομιμήσεις ἑνὸς εἰσαγόμενου νεωτερισμοῦ.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη ὁ συντηρητισμὸς τοῦ Κόντογλου λαμβάνει τὶς διαστάσεις μιᾶς ἐπαναστατικῆς καινοτομίας, καθὼς στὴ ζωγραφικὴ ἐγκαινιάζει – ἀνανεώνοντας τὴν ξεχασμένη παράδοση – ἕναν νέο τρόπο ποὺ ἐμπνέει μεγάλους ζωγράφους, ἐνῶ στὴ λογοτεχνία γίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους ἑνὸς θεματικοῦ ἀλλὰ καὶ ἐκφραστικοῦ μοντερνισμοῦ.
Κομβικὸ σημεῖο γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ συντηρητισμοῦ τοῦ Κόντογλου εἶναι τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἀνατολικὴ παράδοση. Ἡ ὑπεροχὴ ποὺ ἀναγνωρίζει στὸν ἀνατολικὸ πολιτισμὸ – σὲ διαχρονικότητα καὶ σὲ βάθος – ἔναντι τοῦ δυτικοῦ. Καὶ τέλος, ὁ προσανατολισμὸς τῆς δημιουργίας του νὰ ἀνανεώσει τὸν τρόπο τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγιογραφίας, ἀνασύροντας στὴν ἐπιφάνεια μιὰ ξεχασμένη παράδοση. Ἐπιπλέον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐρμηνεύσουμε τὴν στάση ἑνὸς πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ἂν δὲν λάβουμε σοβαρὰ ὑπ’ ὄψη ὅτι ὁ συντηρητισμός του – ὅπως καὶ αὐτὸς τοῦ Σίμωνος Καρᾶ στὴ μουσική – δὲν εἶναι συντηρητισμὸς ποὺ ἔρχεται νὰ στηρίξει μιὰ κρατοῦσα παράδοση, δηλαδὴ μιὰ παράδοση ποὺ ἀποτελεῖ στοιχεῖο μιᾶς κυρίαρχης καὶ κατεστημένης ἰδεολογίας. Ἀπεναντίας, ἔρχεται νὰ ἀναδημιουργήσει αὐτὴν τὴν – ξεχασμένη καὶ κυνηγημένη ἀπὸ τὴν κυρίαρχη τάξη καὶ ἰδεολογία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία καὶ θεολογία – παράδοση τῆς ὁποίας τὴ σκυτάλη τὴν παραλαμβάνει ἀπὸ τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ ποὺ ἐπιβιώνει κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀναζητώντας δηλαδὴ τὴν ἱστορική μας συνέχεια στοὺς φυσικούς μας προγόνους τῶν προηγούμενων αἰώνων καὶ ὄχι σὲ μιὰ πλαστὴ καὶ εἰσαγόμενη ἀρχαιότητα.
Ἀλλὰ – καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ κυριότερο – ἡ παράδοση αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖται στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας δὲν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἀπὸ πολιτισμικὴ ἄποψη μόνο· ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀποτύπωση μιᾶς πορείας ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν κατεξοχὴν πνευματικὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Φώτης Κόντογλου δὲν συρρικνώνει τὴν «ἀλήθεια» του σὲ ἔνα ἐθνικοθρησκευτικὸ ἰδεολόγημα. Νιώθει ὡς ἐπίγεια πατρίδα του ὄχι μόνο τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Ἀνατολῆς, περιλαμβάνοντας τὰ Βαλκάνια καὶ τὴν Ρωσία, κυρίως λόγῳ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν «μία ἀλήθεια, τὴν ἀληθινή». Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ζήτημα παρατηρήσεων ἢ συλλογισμῶν ἀλλὰ ὑπόθεση μιᾶς ἀπόλυτης παράθεσης τῆς ζωῆς μας στὰ χέρια Του. Ἔτσι, πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ νιώθει «φταίχτης […] γιὰ τὰ στραβὰ ποὺ γίνουνται στὸν κόσμο», «ποὺ […] ὑποφέρει κρυφὰ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα» (Μυστικὰ Ἄνθη, σελ. 265). Θεωρῶ ἕναν τέτοιον ὁρισμὸ τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου καινοτόμο, ἀνατρεπτικὸ καὶ ριζοσπαστικό, καθὼς μᾶς ἀνοίγει τὸν δρόμο μιᾶς οὐσιαστικῆς κοινωνικῆς εὐαισθησίας ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται στὴν καταγγελία τῶν ἄλλων.
Βεβαίως, νιώθει κανεὶς ἄβολα ὅταν πέφτει πάνω σὲ χαρακτηρισμοὺς ὅπως «ἕνας τρελλὸς λύκος λεγόμενος Νίτσε, μιὰ μούμια σὰν παλιόγρια λεγόμενη Βολταῖρος, κάποιος ζοχαδιακὸς Φρόϋντ» (Μυστικὰ Ἄνθη, σ. 112) ἢ ὅταν μιλάει γιὰ δαιμονόψυχους Νίτσηδες καὶ Σάρτρηδες (ὅ.π. σ. 203) καὶ τοὺς ὁποίους ἀντὶ γιὰ πνευματικοὺς ἀνθρώπους τοὺς θεωρεῖ πνευματικοὺς άνθρωποφάγους. Ἀλλά, ἕνας δημιουργὸς ποὺ νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ χαράξει ἕναν καινούργιο δρόμο ὀφείλει νὰ ἔχει κάποιους ἐχθρούς! Ὁ Κόντογλου βιώνει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καὶ οἱ ἀκρότητές του εἶναι μιὰ δημιουργικὴ ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὴ ρήξη μὲ ἕνα πνευματικὸ κατεστημένο. Ἔτσι, ὁ Κόντογλου «συγχωρεῖται» – κατὰ κάποιο τρόπο – νὰ τὰ πεῖ αὐτά. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε νὰ «μάθουμε» ἀπὸ τὸν Κόντογλου δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ ἀφορισμοί του.
Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ ἐπικίνδυνο σημεῖο μὲ τὸν συντηρητισμὸ τοῦ Κόντογλου. Ὅταν τὸν πάρεις κατὰ γράμμα κινδυνεύεις νὰ περιέλθεις σὲ πνευματικὴ ὀκνηρία. Αὐτὸ ἐξ ἄλλου βιώσαμε μὲ πολλοὺς μαθητές του οἱ ὁποῖοι ἀρκέστηκαν στὴν εὐκολία ἀναπαραγωγῆς ἑνὸς βυζαντινότροπου μανιερισμοῦ στὴν ζωγραφική ἢ τὸν χρησιμοποίησαν ὡς ἄλλοθι μιᾶς ἀντιδυτικῆς καὶ ἀντινεωτεριστικῆς ἰδεολογίας, ποὺ ἐπιπλέει σὲ ἕνα πέλαγος ἐπιφανειακῶν κοινοτοπιῶν. Καὶ ὅπως συμβαίνει πολὺ συχνὰ μὲ δημιουργοὺς καὶ ἐξέχουσες πνευματικὲς φυσιογνωμίες ποὺ ἀνέδειξαν τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπαντήσουμε στὶς σύγχρονες ἀγωνίες ἀντλώντας ἀπὸ τὴν πλούσια παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας (καὶ μάλιστα ὅπως διασώθηκε σὲ πολλὲς περιπτώσεις μέσα στὸ λαϊκὸ βίωμα), τοὺς ὁποίους οἱ θαυμαστές τους πολὺ γρήγορα τοὺς συρρίκνωσαν σὲ ἐξαρτήματα μιᾶς ἐθνικοθρησκευτικῆς καὶ περίκλειστης ἰδεολογίας. Ἀλλὰ ἔτσι δὲν κάνουμε τίποτ’ ἄλλο παρὰ νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν δημιουργικὴ φλόγα ποὺ ἐνέπνευσε τέτοιους άνθρώπους. Ὅπως δὲν πλησιάζω τὸν Τόμας Μὰν μηρυκάζοντας τὶς ἀναφορές του ἐναντίον τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης ἢ τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἔτσι, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν δὲν πλησιάζω τὸν Κόντογλου ἂν ἀρκεστῶ στὶς ἐπιθετικές του αἰχμὲς ἐναντίον τῆς Δύσεως. Ἁπλούστατα θὰ ἔχω μείνει στὴν ἐπιφάνεια, παρ’ ὅλο ποὺ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐπιθέσεις ὑπῆρξαν ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς πτυχὲς τῆς παρουσίας τους. Διότι, ἂν ἀρκεστεῖ κανεὶς σ’ αὐτά, θὰ μένει πάντα στὶς ἐκβολὲς καὶ δὲν θὰ φτάνει ποτὲ στὴν πηγή.
Καὶ ἡ πηγὴ γιὰ τὸν Κόντογλου εἶναι ἡ πίστη. Ὁ δημιουργὸς ποὺ ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴν πίστη, ἐφόσον δὲν τοῦ λείπει τὸ ταλέντο, γνωρίζει τουλάχιστον τί τοῦ λείπει καὶ ποιό εἶναι τὸ ζητούμενο. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ ἐπιπόλαιους νεωτερισμοὺς ποὺ ἀποσκοποῦν σὲ ἕναν πρόσκαιρο ἐντυπωσιασμό. Καὶ γι’ αὐτὸ ἀπορρίπτει τὰ «πασαλείματα ἀπάνω στοὺς μουσαμάδες», «τὰ παλιοσίδερα ἢ τὰ νταμαροκοτρώνια» (Μυστικὰ Ἄνθη, σ. 14) καὶ δὲν νοιάζεται ἂν θὰ τὸν ποῦν παλιομοδίτη ἢ συντηρητικό.
Συνελόντι εἰπεῖν, ὁ Κόντογλου ἐκφράζει συντηρητικὲς θέσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς σοβαρῆς πνευματικῆς στάσεως καὶ ἀπορρίπτει ὅ,τι δημιουργεῖται χάριν ἐντυπωσιασμοῦ, ἐπιδιώκοντας τὴν ἀβασάνιστη πρωτοτυπία καὶ τὸν ἐκκωφαντικὸ θόρυβο ποὺ ἐπιτρέπει τὸ κενό. Καὶ δημιουργεῖ ἔργο τὸ ὁποῖο διαθέτει καὶ πνοή. Καὶ τὸ ἔργο του μᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερο ἀπὸ τὶς ἀπόψεις του. Οὔτε χρειάζεται νὰ ἀσπαζόμαστε τὶς ἀπόψεις του ἢ νὰ τὸν μιμούμεθα, ἀλλὰ νὰ διδασκόμαστε ἀπὸ τὸ δημιουργικό του παράδειγμα. Καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγω τὸν κίνδυνο νὰ θεωρηθῶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ καταπιάνονται νὰ γυρίσουν τὶς «ἀντιπάθειες σὲ συμπάθειες» ( Ἔργα, τ. Ε΄, σ. 17) ὀφείλω νὰ πῶ ὅτι ἐνῶ διαφωνῶ μὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐπιμέρους θέσεις τοῦ Κόντογλου, ὅμως τέτοιου εἴδους συντηρητισμοὶ πραγματοποίησαν τὰ πιὸ σημαντικὰ βήματα προόδου στὴν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Νομίζω ὅτι ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης – ἕνας ἀκόμα μεγάλος ἀγνοημένος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων – μιλώντας γιὰ τὸν Φώτη Κόντογλου ἐντοπίζει μὲ ἀκρίβεια τὸ στίγμα του (Χρ. Μαλεβίτσης, «Ὁ Φώτης Κόντογλου καὶ ἡ λαϊκὴ θρησκευτικότητα», στὸ Φώτης Κόντογλου, σημεῖον ἀντιλεγόμενον, Ἁρμός, 1998, σ. 31):
[…] μολονότι ἦταν παραδοσιακὸς ἐμφανίστηκε ὡς ἔκπληξη. Σὲ αὐτὴν τὴν ἔκπληξη κρύβεται ἡ αὐθεντικότητα τῆς ἀλήθειας ποὺ ἐκόμισε.
* Ο Άγγελος Καλογερόπουλος γεννήθηκε το 1959 στην Κυπαρισσία. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Γράφει ποιήματα και τραγούδια. Διευθύνει το περιοδικό «Το Κοινόν των Ωραίων Τεχνών».