Μετά από το νικηφόρο τέλος στον πόλεμο του Κόλπου (Ιράκ, 1990-1991), αμερικανικοί κύκλοι ισχυρίστηκαν ότι επιτέλους οι ΗΠΑ ξεπέρασαν «το σύνδρομο του Βιετνάμ». Πέρα από το γεγονός ότι ο πρώτος πόλεμος έλαβε χώρα στη Μέση Ανατολή ενώ ο δεύτερος στη Νοτιοανατολική Ασία (και η διαφορά έχει τη σημασία της), οι εξελίξεις των τελευταίων ετών, με την ταπεινωτική ήττα στο Αφγανιστάν (2001-2021), την εκτίναξη της κομματικής πόλωσης και την κλιμάκωση του αξιακού διχασμού που κυριαρχεί στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας, φανερώνουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Και όχι μόνο αυτό. Θυμίζουν ότι είναι ο πόλεμος και η ήττα, στο Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και στο Αφγανιστάν μεταψυχροπολεμικά, που σηματοδοτούν κρίσιμα σημεία καμπής της αμερικανικής ιστορίας, όπως το τέλος του συστήματος Bretton Woods και η εισβολή ατάκτων στο Καπιτώλιο, ή ένα πιθανό νέο Bretton Woods στο προσεχές μέλλον.
Από τη μια πλευρά, μπορεί να τονιστεί ότι η αμερικανική οικονομία αποδείχτηκε κατ’ επανάληψη ανίκανη να σηκώσει το βάρος της στρατηγικής υπερεπέκτασης του κράτους, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου η στρατιωτική ισχύς αποδείχτηκε πολιτικά αναποτελεσματική. Από την άλλη, ο πόλεμος του Κόλπου επηρέασε ελάχιστα την αμερικανική κοινωνία και οικονομία, καθώς ήταν βραχύβιος και νικηφόρος (ενώ το Ιράκ ήταν απολύτως απομονωμένο περιφερειακά), και με αφορμή αυτόν κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως είναι η στρατιωτική επιτυχία και η πολιτική αποτελεσματικότητα που στηρίζει την οικονομία, και όχι το αντίστροφο, υπενθυμίζοντας τη συνεργία στρατιωτικής ισχύος, ενέργειας και νομίσματος (ΗΠΑ, Σαουδική Αραβία, πετροδολάριο).
Για τους περισσότερους ανθρώπους οι ήττες των Αμερικανών φαίνονται από ανεξήγητες έως απίστευτες. Ωστόσο, δεν ξαφνιάζουν τον παρατηρητή των ανθρωπίνων πραγμάτων που αντιλαμβάνεται ότι (1) σκοπός της χρήσης στρατιωτικών μέσων είναι η επίτευξη πολιτικών στόχων, και (2) ο πόλεμος δεν έχει να κάνει απλώς και μόνο με τη νίκη και την ήττα στο πεδίο της μάχης, αλλά με την επιβολή της βούλησης της μιας αντιμαχόμενης πλευράς επί της άλλης.
Βέβαια, το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση δεν περιορίζεται απλώς και μόνο στην επίτευξη πολιτικών στόχων και την αδυναμία επιβολής βούλησης, αλλά είναι βαθύτερο: με εξαίρεση τον πόλεμο του Κόλπου και τη Μέση Ανατολή, οι «Δυτικοί» στρατοί φανερώνουν επαναλαμβανόμενα σημάδια αδυναμίας επικράτησης και νίκης σε κινητικούς ή φυσικούς πολέμους. Και η κατάσταση αυτή δεν είναι πρόσφατη.
Στον μεγαλύτερο πόλεμο μεταξύ «Δύσης» και «Ασίας», κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, δηλαδή στους πολέμους της Ινδοκίνας και ειδικότερα του Βιετνάμ, οι «Δυτικοί» στρατοί ηττήθηκαν από τεχνολογικά και οικονομικά λιγότερο ανεπτυγμένες στρατιωτικές δυνάμεις. Το ίδιο συνέβη στους πολέμους στο Αφγανιστάν σε Ρώσους και Σοβιετικούς κατά τη διάρκεια της ψυχροπολεμικής περιόδου, και σε Αμερικανούς και ΝΑΤΟϊκούς μεταψυχροπολεμικά.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι οι ήττες, η ανυπαρξία στρατιωτικών νικών ή η αποτυχία επίτευξης πολιτικών στόχων με στρατιωτικά μέσα, και η αδυναμία των στρατών του Βορρά και της Δύσης εναντίον των στρατών της Ασίας.
Η κατάσταση αυτή, μέχρι ενός σημείου, εξηγεί τη συνεχή καταφυγή της Δύσης σε εργαλεία όπως οι οικονομικές κυρώσεις και η χρήση του νομίσματος ως όπλου, καθώς και την βαρύτητα που δίνει στον πόλεμο των ιδεών, της πληροφορίας και της προπαγάνδας. Όμως κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας παραπλανά ούτε από το γεγονός ότι πάντοτε τελικός στόχος αυτών των οικονομικών, επικοινωνιακών και μη κινητικών όπλων είναι ο επηρεασμός του φυσικού κόσμου και της ανθρώπινης συμπεριφοράς και βούλησης, ούτε από την αδυναμία επικράτησης σε έναν κινητικό και φυσικό πόλεμο.
Τις αμέσως προσεχείς δεκαετίες, ο πόλεμος του Βιετνάμ θα επανερμηνευθεί ως προς τη σημαντικότητα και το νόημά του, εντασσόμενος σε νέα αφηγηματικά και ερμηνευτικά πλαίσια, καθώς το πλαίσιο της διπολικής ψυχροπολεμικής ιδεολογικής σύγκρουσης που έχει στο επίκεντρό του είτε τον παγκόσμιο Βορρά (ΗΠΑ vs ΕΣΣΔ: Διπολισμός) είτε τη Δύση (Αμερικανοκεντρική παγκόσμια τάξη: Μονοπολισμός), είναι μερικό, ελλιπές και παραπλανητικό. Ειδικότερα, κατά την μετα-μονοπολική/αμερικανοκεντρική περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει, ο πόλεμος στο Βιετνάμ ίσως αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη ιστοριογραφική βαρύτητα απ’ ό,τι είχε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς μαζί με την ήττα των Ρώσων από τους Ιάπωνες στις αρχές του 20ου αιώνα θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα συνεχές στρατιωτικών και πολιτικών ηττών της Ευρώπης και της «Δύσης» (Ρώσων, Γάλλων, Αμερικανών) στην «Ασία». Η μόνη περίπτωση ουσιαστικά που στρατός της Ανατολικής Ασίας ηττήθηκε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα από «Δυτικό», ήταν όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση, δηλαδή οι δύο βασικοί πόλοι του αργότερα μετονομασθέντος παγκόσμιου Βορρά, βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο απέναντι στην Ιαπωνία.