Πριν από τον 19ο αιώνα οι διακρίσεις και ο διαχωρισμός εντός της Ευρώπης ήταν κυρίως ανάμεσα σε Βορρά και Νότο και όχι μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η σταδιακή επικράτηση της δυτικοκεντρικής ιδεολογίας και ιστοριογραφίας, και η υποχώρηση της βαρύτητας της Ευρώπης που βρίσκεται μεταξύ της Βαλτικής, του Εύξεινου και της Αδριατικής, περιοχή που από τον 19ο αιώνα και ύστερα νοηματοδοτήθηκε ιστοριογραφικά ως «Ανατολική» Ευρώπη, παγίωσε αυτή την αντίληψη στον άξονα Ανατολής-Δύσης.
Στις αρχές του 18ου αιώνα είχαμε έναν πόλεμο που μπορούσε να γίνει αντιληπτός και να νοηματοδοτηθεί ως Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος (1700-1721), ακόμη και αν η σπουδαιότερη μάχη του έγινε στα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας. Θα πρέπει να φτάσουμε στα μέσα του 19ου αιώνα για να έχουμε έναν Ανατολικό Πόλεμο (Κριμαϊκός, 1853-1856).
Επιπλέον, ο ανταγωνισμός που λάμβανε χώρα κατά τον 18ο αιώνα μεταξύ τριών βόρειων κρατών της Ευρώπης, δηλαδή της Αγγλίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας, εναντίον τριών νότιων, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κρίθηκε υπέρ των βόρειων κρατών οδηγώντας στην ουσιαστική κατάλυση των πεδίων επιρροής των νότιων, και συμβάλλοντας στη μεταστροφή από τον άξονα Βορρά-Νότου σε αυτόν Ανατολής-Δύσης.
Η τωρινή στάση της Τουρκίας απέναντι στη Σουηδία πρώτα και κύρια, και δευτερευόντως τη Φινλανδία, με αφορμή την υποψηφιότητα των δύο κρατών της Βαλτικής για είσοδο στο ΝΑΤΟ, πέρα από το στενό και διακηρυγμένο πλαίσιο που σχετίζεται με τους Κούρδους και την εσωτερική διάσταση της Τουρκίας, μπορεί να ιδωθεί και στο πλαίσιο της επιστροφής του άξονα Βορρά-Νότου.
Η οθωμανική διπλωματία του 16ου και 17ου αιώνα, στην προσπάθεια περιορισμού της επιρροής της Ρωσίας, και ενώπιον του κινδύνου της εξάπλωσης των πεδίων επιρροής της Ρωμαιογερμανικής αυτοκρατορίας, εφάρμοζε πολιτικές εξισορρόπησης με την Σουηδία και την Πολωνία. Επίσης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και οι αυτοκρατορικές δυναστείες του Ιράν, δεν αναγνώρισαν τους παλαιούς διαμελισμούς της Πολωνίας. Η αποδυνάμωση της Σουηδίας και της Πολωνίας είχε ως αποτέλεσμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία να δεχτεί ρωσικές και αργότερα γερμανικές πιέσεις στα Βαλκάνια.
Πρωταρχικής σημασίας τριγωνική σχέση για την Ευρώπη που βρίσκεται μεταξύ Βαλτικής, Εύξεινου και Αδριατικής, είναι αυτή ανάμεσα σε Γερμανία, Ρωσία και Τουρκία (περισσότερα παρακάτω). Επίσης, στις σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας παραδοσιακά αντικατοπτρίζονται τα πεδία προβλημάτων ανάμεσα σε ΝΑΤΟ-Ε.Ε. και Η.Π.Α-Γερμανία.
Ο πόλεμος στη Γεωργία, η προσάρτηση της Κριμαίας και η εισβολή στην Ουκρανία, αλλάζουν αποφασιστικά την ισορροπία δυνάμεων στον Εύξεινο Πόντο προς όφελος της Ρωσίας και εις βάρος του ΝΑΤΟ, δηλαδή της Τουρκίας, καθώς το ιστορικό και γεωγραφικό κέντρο βάρους του ρωσο-τουρκικού ανταγωνισμού είναι η Μαύρη Θάλασσα.
Ωστόσο, όπως η Μόσχα έχει πρόβλημα με την επέκταση του ΝΑΤΟ, έτσι και η Τουρκία έχει πρόβλημα με τη διεύρυνση της Ε.Ε. προς Ανατολάς (προφανώς από τη στιγμή που η ίδια δεν είναι μέλος). Ο παράγοντας που έχει συμβάλλει, πέραν της διάστασης του ιστορικού ανταγωνισμού στις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας, στην προσέγγιση των δύο κρατών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που ουσιαστικά από τη σκοπιά της Άγκυρας αποτελεί προσπάθεια εξισορρόπησης της Ουάσινγκτον μέσω της Μόσχας, είναι η επέκταση των πεδίων επιρροής, ευθύνης και συμφερόντων της Γερμανίας vis-à-vis της Τουρκίας και των Η.Π.Α vis-à-vis της Ρωσίας. Μόσχα και Άγκυρα διατρέχουν τον κίνδυνο απομόνωσης από τις περιοχές των Δυτικών Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, ως συνέπεια μιας ενδεχόμενης ένταξης όλων των κρατών της πρώην Γιουγκοσλαβίας στην Ε.Ε. και της Ουκρανίας και Μολδαβίας στο ΝΑΤΟ, υπό την καθοδήγηση της Γερμανίας και των Η.Π.Α, αντίστοιχα.
Επιπλέον, η Τουρκία επιδιώκει μια περισσότερο ενισχυμένη και ισότιμη σχέση με τις κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως είναι η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία, και συνήθως είναι επικριτική σε πολιτικές που επικαλύπτονται ή συμπίπτουν τα πεδία Η.Π.Α και Ε.Ε. (η Τουρκία προτιμά Νορβηγίες και Βρετανίες, δηλαδή ΝΑΤΟ χωρίς Ε.Ε., ή το λιγότερο Πολωνίες, Ρουμανίες και Δανίες, δηλαδή ευρωενωσιακές χώρες δίχως ευρωζωνικά χαρακτηριστικά). Επιπροσθέτως, όπως η Ρωσία θέλει να έχει λόγο στο πλαίσιο μιας συνολικής ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας που δεν θα περιορίζεται στο ΝΑΤΟ, έτσι και η Τουρκία θέλει μέσω του ΝΑΤΟ να έχει λόγο στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα κράτη-μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας αλλά και στα εκτός Ε.Ε. και ΝΑΤΟ κράτη.
Η διπλωματική συνάντηση της ουκρανικής και ρωσικής αντιπροσωπείας στα τέλη Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη, οι σχέσεις που αναπτύσσει η Τουρκία με τη Σερβία και την Ουγγαρία, καθώς και η εικονική σύνοδος που πραγματοποιήθηκε στις αρχές Απριλίου με τηλεδιάσκεψη μεταξύ πέντε υπουργών άμυνας κρατών που έχουν ακτές στον Εύξεινο (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουκρανία και Γεωργία), στην οποία δεν προσκλήθηκε η Ρωσία, αλλά συμμετείχε η Πολωνία που δεν έχει ακτές στη Μαύρη Θάλασσα (βλ. εδώ), φανερώνουν το πεδίο ενδιαφέροντος της Άγκυρας. Τέλος, η Τουρκία επαναβεβαίωσε τον ρόλο της στον Καύκασο κατά τον πόλεμο Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν και στο προσεχές μέλλον αναμένεται να ακουστεί η φωνή της σχετικά με τη Μολδαβία, η οποία έχει ως φυσικό σύνορο με τη Ρουμανία τον ποταμό Προύθο.
Η Τουρκία, σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τη Ρωσία, και λαμβάνοντας υπόψη το ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο, θεωρεί πως έχει πετύχει την ευνοϊκότερη συγκυρία από την εποχή της συνθήκης που προέκυψε από τον πόλεμο του Προύθου (1710), ανάμεσα στο Οθωμανικό Κράτος και το Βασίλειο της Ρωσσίας. Ο πόλεμος ξέσπασε ως συνέπεια της ήττας των Σουηδών από τους Ρώσους στη σημαντικότερη μάχη του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου, τη μάχη της Πολτάβας, που έλαβε χώρα στα εδάφη της σημερινής ανατολικής Ουκρανίας, και στη συνέχεια της καταφυγής του Βασιλιά της Σουηδίας Καρόλου ΙΒ΄ στην αυλή του 23ου Οθωμανού Σουλτάνου Αχμέτ Γ΄. Μετά από την επικράτηση των Οθωμανών επί της Ρωσίας, την υπογραφή της Συνθήκης του Προύθου, και την επικύρωση και ανανέωσή της τελευταίας μέσω της Συνθήκης της Αδριανούπολης (1714), οι Οθωμανοί θα επιστρέψουν στην Αζοφική Θάλασσα, δηλαδή εκεί που σήμερα βρίσκονται τα ρωσικά στρατεύματα.
Όπως λέει και το τραγούδι «στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε». Και πράγματι έτσι συνέβη στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Όμως, ο συγκεκριμένος πόλεμος πλέον μπορούσε να ονομαστεί ιστοριογραφικά ως «Ανατολικός», καθώς η μεταστροφή από τον άξονα Βορρά-Νότου σε αυτόν της Ανατολής-Δύσης, σταδιακά ολοκληρωνόταν. Η ιστοριογραφική κατασκευή της «Ανατολικής» Ευρώπης, μαζί με το φορτίο που την ακολουθεί μέχρι σήμερα στις συνειδήσεις των περισσότερων ανθρώπων, συνοδεύεται από τρεις διαδικασίες που αποτελούν και παράγοντες διαμόρφωσής της: (1) τον ενδοευρωπαϊκό ή εσωτερικό οριενταλισμό στο πλαίσιο του κινήματος του Διαφωτισμού, ο οποίος με διαφορετικές ιδέες, λέξεις και προβιές συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, (2) την ισχυροποίηση της Ευρώπης της Μάγχης, δηλαδή της Αγγλίας και της Γαλλίας μέσω των αποικιακών τους αυτοκρατοριών, και (3) τη σταδιακή ανάδυση του πρωτογερμανικού κράτους μέσω των Συνομοσπονδιών κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο παράγοντα, χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που το ευρωπαϊκό κέντρο αντιμετωπίζει την Ουγγαρία σήμερα, τη Σερβία διαχρονικά, την Ελλάδα και την Ιταλία την προηγούμενη δεκαετία (2010s) κλπ. Οι δε Αμερικανοί το μόνο που μπόρεσαν να δουν στη σχέση ευρωπαϊκού Βορρά-Νότου, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν σχέση Μεσογείου-«Ευρώπης», ήταν γουρούνια: P.I.G.S. Αυτά είναι τα αποτελέσματα του οικονομισμού και της ανιστορικότητας, της πολιτικής και ιστορικής αμορφωσιάς, και της αμερικανοποίησης με την οποία έχουν διαποτιστεί οι συνειδήσεις πολλών ανθρώπων στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο «Νότο» έχουμε γουρούνια και στην «Ανατολή» βαρβάρους (ανελεύθερους και μη φιλελεύθερους: illiberalism). Ευρωοριενταλισμός και δυτικοκεντρική ιδεολογία και ιστοριογραφία από τον 19ο μέχρι τον 21ο αιώνα. Συνεχίζουμε με τον Τσαϊκόφσκι και τον Ντοστογέφσκι, τους Ρώσους και την «ακύρωση» ή «εξοστρακισμό» της κουλτούρας τους (“cancel culture”). O tempora, o mores!
Ο δεύτερος παράγοντας έχει καταρρεύσει, εάν ιδωθεί σε συνάφεια με τον τρίτο. Οι ενδοευρωπαϊκοί συσχετισμοί δύναμης έχουν μεταβληθεί και η ιστορία της ηπείρου εξελίσσεται στο νέο ευρωπαϊκό κέντρο βάρους, το οποίο έχει μεταφερθεί από το ευρωατλαντικό τρίγωνο Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Γερμανία (διπολικό σύστημα, διχοτομημένη Ευρώπη) στο ευρασιατικό τρίγωνο Γερμανίας, Ρωσίας και Τουρκίας (μεταδιπολική Ευρώπη), το εσωτερικό του οποίου (Πολωνία, Ουκρανία, Ουγγαρία) απέκτησε μεγαλύτερη σημασία και βαρύτητα (τα κράτη του Visegrád ουσιαστικά χρησιμοποίησαν την Ε.Ε. προκειμένου να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ). Η μεταβολή αυτή φανερώθηκε μέσω της χαλάρωσης της εσωτερικής συνοχής, της κρίσης και τελικά της διάσπασης, του «δυτικού ή φιλελεύθερου» τρίγωνου Λονδίνου, Παρισιού και Βερολίνου, με το Brexit να αποτελεί μεταξύ άλλων και σύμπτωμά της. Επίσης, η εισβολή στην Ουκρανία έδωσε μια εντελώς νέα δυναμική στο τρίγωνο Βερολίνου-Μόσχας-Άγκυρας.
Σε αυτή την ενδοευρωπαϊκή μεταβολή οδήγησαν η ενοποίηση της Γερμανίας, η σταδιακή αποδυνάμωση της Γαλλίας και η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 προς Ανατολάς. Τρεις παράγοντες που συνέβαλλαν στη μεταβολή της δομής ισχύος όχι απλώς στο εσωτερικό της Ε.Ε αλλά στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο και η άνοδος της Λεπέν αποτελούν ιδιαίτερες εκφράσεις που δεν είναι άσχετες με αυτή την δομική μεταβολή. Ακόμη και αν παρέμενε το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στην πράξη λόγω Ουκρανικού, δηλαδή Ρωσίας, το νησί παραμένει γερά αγκυροβολημένο στην Ευρώπη), ακόμη και αν κέρδιζε τις γαλλικές προεδρικές εκλογές το 2017 ή το 2022 η Λεπέν, ούτε το κέντρο βάρους θα επέστρεφε στη Δύση της Ευρώπης, δηλαδή στη συνθήκη προ της διεύρυνσης του 2004, ούτε η εσωτερική συνοχή του τριγώνου Λονδίνου, Παρισιού, Βερολίνου θα μπορούσε να αποκατασταθεί (κάτι που επιδιώκεται μερικώς τους τελευταίους μήνες μέσω της προβολής της Ρωσίας ως απόλυτου εχθρού).
Η ευρωενωσιακή διεύρυνση του 2004 μπορεί να θεωρηθεί ως ταφόπλακα, τόσο για τη συνοχή του τριγώνου Αγγλίας, Γαλλίας και Γερμανίας όσο και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον προσανατολισμό, την εξέλιξη και το μέλλον της, ως αυτόνομου και ανεξάρτητου δρώντα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Η εισβολή και ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα, που όχι μόνο υποβαθμίζει την Ευρώπη στο διεθνές σύστημα, αλλά επιπλέον τη μετασχηματίζει με γοργούς ρυθμούς από υποκείμενο σε αντικείμενο των διεθνών υποθέσεων. Και τούτο δεν συμβαίνει απλώς vis-à-vis τη Ρωσία αλλά κυρίως vis-à-vis τις Η.Π.Α. Ωστόσο, η ένταση μεταξύ μιας Ευρώπης που αποκτά χαρακτηριστικά και στατικές ιδιότητες ενός αντικειμένου στο παγκόσμιο γίγνεσθαι από τη μια μεριά, και των διεθνών σχέσεων των κρατικών υποκειμένων που αποτελούν συστατικά της μέρη από την άλλη, δεν μπορεί παρά να ενισχύσει την εσωτερική ρευστότητα, κυοφορώντας ενδοευρωπαϊκές εξελίξεις στο προσεχές μέλλον.