Τον φετινό Μάιο, τόσο στις 24 Μαΐου, όσο και στις 28 του μηνός, δυνητικά θα μπορούσαμε να χαιρετίζουμε την 20η επέτειο δύο πολύ σημαντικών συμφωνιών στην παγκόσμια γεωστρατηγική και πολιτική ιστορία, που σήμερα ούτε καν το φάντασμά τους θυμίζει – κυρίως στα εμπλεκόμενα μέρη- την τροπή που θα μπορούσε να είχε προσδώσει στις σημερινές εξελίξεις.
Τα δύο αυτά σημαντικά ορόσημα είναι, πρώτα η σημαντική απόφαση της 24ης Μαΐου, που στον καιρό της είχε χαρακτηρισθεί «ιστορική». Τότε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους κι ο Ρώσος ομόλογός του Βλαντίμιρ Πούτιν είχαν υπογράψει τη συμφωνία για τη δραστική μείωση των πυρηνικών όπλων για μία 10ετία. Η δεύτερη αφορά την ευρύτερη συμφωνία της Ρώμης ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία για την εμβάθυνση της συνεργασίας τους!
Ναι, τότε τα σημερινά (εμμέσως) αντίπαλα στρατόπεδα στο πεδίο της μάχης στην Ουκρανία εκείνην την εποχή είχαν διαφορετικές προτεραιότητες ως προς τους εχθρούς τους. Η συμφωνία, που εθεωρείτο ως ένα αποφασιστικό πρώτο βήμα για να απομακρυνθεί το φάσμα του πυρηνικού ολέθρου, προέβλεπε μία μείωση άνω των 6.000 πυρηνικών κεφαλών για κάθε χώρα και περιορισμό των σχετικών ατομικών όπλων σε 1.700 έως 2.200 για τις δύο χώρες. Ο ενθουσιασμός εκείνης της εποχής σήμερα έχει δώσει τη θέση του σε μία εκατέρωθεν ρητορική για τις πυρηνικές δυνατότητες της Ρωσίας και την απειλή, σύμφωνα με την αμερικανική κι ευρωπαϊκή επιχειρηματολογία, που δρομολόγησε την ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, για έναν νέο ατομικό πόλεμο.
Μπορεί και τότε να υπήρχαν βαριά νέφη τα οποία σκέπαζαν τον διεθνή γεωστρατηγικό ορίζοντα (μόλις μετά την 11η Σεπτεμβρίου, την επικείμενη εισβολή στο Ιράκ, το πρόβλημα με τα πυρηνικά του Ιράν -στο οποίο συνέδραμε κι η Ρωσία), όμως η συνάντηση είχε γίνει σε θετικό κλίμα. Κι ακόμη μεγαλύτερες υποσχέσεις ιχνογραφούσε το ίδιο περιεχόμενο της συμφωνίας, που παρά τις αναπότρεπτες περιφερειακές και τοπικές συρράξεις, απομάκρυνε το ενδεχόμενο μίας παγκόσμιας πυρηνικής καταστροφής. Αυτής ακριβώς που σήμερα επισείουν τόσο ο Τζο Μπάιντεν, όσο κι ο ίδιος ο εκ των αρχιτεκτόνων εκείνης της συμφωνίας Πούτιν.
Μάλιστα ο Πούτιν, που σήμερα είναι ο πρώτος που υπαινίσσεται την πυρηνική ισχύ του, τότε υπήρξε εκείνος που πήρε τη σχετική πρωτοβουλία, όταν τον προηγούμενο Δεκέμβριο του 2001, ο Μπους είχε αποσύρει τις ΗΠΑ από την προϋπάρχουσα συμφωνία ΑΒΜ. Χαρακτηρίζοντας ως «λάθος» την αμερικανική απόφαση, ο νεαρός τότε Ρώσος ηγέτης είχε διασώσει με την επιμονή του τη μείωση των πυρηνικών κεφαλών και το όραμα για σταδιακή αποπυρηνικοποίηση. Ωστόσο και εκείνη την εποχή κάποιοι προδίκαζαν ότι η ουσιαστική μείωση στις 2.200 κεφαλές θα σταματούσε με τη λήξη της ισχύος της συμφωνίας, στις 31 Δεκεμβρίου του 2012. Σήμερα όμως η απειλή που έθρεψε τη διαίρεση του κόσμου και την κούρσα των εξοπλισμών ένθεν κι ένθεν αναζωπυρώνεται, μέσα σε ένα νέας κοπής ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, ξυπνώντας αντάμα και τις παλαιές δοξασίες και μίση, τους καλλιεργημένους συλλογικούς φόβους κατά κύριο λόγο μέσα στην Ευρώπη για τον «εχθρό».
Αλλά και στην περίπτωση της συμφωνίας της Ρώμης με το ΝΑΤΟ, οι ελπίδες για μία προοπτική διαρκούς ειρήνης ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα ήταν εμφανής. Τουλάχιστον ως προς την αλλαγή στη σκόπευση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (από την ανατολική Ευρώπη προς άλλες περιοχές), αλλά και στην απαλλαγή της ηπείρου μας από μία «εσωτερική» της απειλή. Αρκεί κανείς να αναγνώσει τον τίτλο και το πολλά υποσχόμενο περιεχόμενο της κοινής ανακοίνωσης για το «ποιοτικό άλμα» στη συνεργασία των δύο στρατοπέδων.
Σημειωτέον πως η επιτυχία εκείνης συμφωνίας μπορεί να πιστωθεί στην ευτυχή διαμεσολάβηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος τότε ήταν σε θέση να επικαλεσθεί ως ατού του την προσωπική σχέση του με τους Πούτιν και Μπους. Σήμερα ο Μπερλουσκόνι με την παραμικρή νύξη υπέρ του Πούτιν δέχεται τα βέλη κι από τους δικούς του συνεργάτες κι η οποιαδήποτε αναφορά στο όνομά του, αλλά και νύξη της έννοιας «ειρήνη», που θεωρείται έμφορτη φιλορωσισμού, είναι προγραμμένη από τα μέσα ενημέρωσης.
Όμως εκείνην την εποχή, η συμφωνία για τη δημιουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας «άνοιγε μια νέα σελίδα στις σχέσεις με στόχο την ενίσχυση της ικανότητας για συνεργασία» σε ένα ανοικτό ριπίδι από θέματα «κοινής» ασφάλειας (από την κοινή διαχείριση κρίσεων, διάσωση στη θάλασσα, έλεγχο όπλων, κοινές επιχειρήσεις). Τότε όλοι χαίρονταν που ο νέος ηγέτης, Βλαντίμιρ Πούτιν, έτεινε το βλέμμα του προς Δυσμάς, ήταν ανοικτός στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Δεν είναι αλήθεια, όπως λέγεται συχνά, ότι η Ρωσία ήταν τότε γονατισμένη ακόμη από τον αναρχο-καπιταλισμό που ο διεφθαρμένος και ανίκανος Μπορίς Γέλτσιν είχε επιβάλλει με τη βοήθεια της Δύσης στη χώρα του.
Ήδη το 2002 είχε τελειώσει εκείνη η «σοκαριστική» για τον πληθυσμό της χώρας περίοδος του διαγουμίσματος του δημόσιου πλούτου, προς όφελος των δυτικών μονοπωλίων και των ολιγαρχών, του καλπάζοντος πληθωρισμού, της χαίνουσας οικονομίας, της διαφθοράς και του πληθυσμιακού ηθικού και κοινωνικού μαρασμού. Η Ρωσία υπό το σκήπτρο του Πούτιν είχε καταφέρει να ανατάξει κάπως την οικονομία της, είχε επιβληθεί στους εσωτερικούς εχθρούς, όπως η Τσετσενία, έστω και βίαια και είχε αρχίσει να κάνει τη διαφορετική φωνή της να ακούγεται στη διεθνή αρένα. Ο Πούτιν και ο τρόπος του πολιτεύεσθαί του, η πειθαρχία που είχε καταφέρει να επιβάλλει στη χώρα του (καμιά φορά με το παλιό τσαρικό κνούτο και με αντιδημοκρατικές μεθόδους) είχε αρχίσει να γίνεται συμπαθής σε πολλούς ευρωπαϊκούς και διεθνείς κύκλους, σε βαθμό που σταδιακά να θεωρείται εναλλακτικός στον αμετροεπή νεοφιλελευθερισμό.
Ο Πούτιν και τότε διατηρώντας τη μετρημένη θέση της Ρωσίας ως προς την αντιπαράθεσή της με τη Δύση -που πέρασε από την υποστήριξη στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου (1990-91), στην καταδίκη της αμερικανο-ΝΑΤΟϊκής πολεμικής επέμβασης στα Βαλκάνια (1993-99), στη ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στο Ιράκ (1993) – έκλεινε το μάτι προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, υπονοώντας πως η παλαιά αντιπαράθεση είχε λάβει τέλος με την ακραία μορφή που τη γνώρισε ο κόσμος στον Ψυχρό Πόλεμο. Σε εκείνες τις συμφωνίες, ιδίως με το ΝΑΤΟ, η Ουκρανία και η προβληματική της θέση ως πεδίο αντιπαράθεσης των δύο στρατοπέδων, όχι δεν μνημονευόταν καν, ούτε καν υπήρχε σε οποιαδήποτε ατζέντα, μιας και η ουδετερότητά της θεωρείτο δεδομένη κι εκατέρωθεν απαραβίαστη. Βέβαια όλα αυτά γίνονταν προ Νούλαντ, Μαϊντάν, Τιμόσενκο, Ποροσένκο και τώρα του «Ριγολέτου» Ζελένσκι.
Οι δύο εκείνες, ελπιδοφόρες, συμφωνίες σήμερα φαντάζουν όχι απλώς μακρινές, αλλά αμετάκλητα ενταφιασμένες. Δύο ασύγκριτες ευκαιρίες να σιγάσει η αλόγιστη αντιπαράθεση και να εμπεδωθεί η ειρήνη και η συνεργασία στην Ευρώπη, που σήμερα έχουν εξανεμισθεί και τίποτε δεν μοιάζει να τις αναθερμαίνει.