Η κούκλα είχε καφέ δέρμα, μακριά, σκούρα μαλλιά και την ίδια βαφή προσώπου και σώματος που χρησιμοποιούν οι Αναμπέ. Ενθουσίασε τους περαστικούς. Ενώ οι κούκλες με ιθαγενή χαρακτηριστικά μπορούν να βρεθούν σε άλλες περιοχές της Λατινικής Αμερικής, παραμένουν ως επί το πλείστον απούσες στη Βραζιλία, όπου ζουν σχεδόν 900.000 άνθρωποι που προσδιορίζονται ως ιθαγενείς στην τελευταία απογραφή.
Μια επιχειρηματική ιδέα γεννήθηκε και το λιτό σπίτι της Λουάκαμ λειτουργεί πλέον ως εργαστήριο όπου η ίδια και η κόρη της παράγουν κούκλες για μια αυξανόμενη πελατεία.
«Παλιότερα υπήρχαν μόνο λευκές κούκλες, μετά ήρθαν οι μαύρες, αλλά οι ιθαγενείς δεν εμφανίστηκαν», ανέφερε η 53χρονη Λουάκαμ. «Όταν οι ιθαγενείς γυναίκες βλέπουν τις κούκλες, μερικές φορές κλαίνε».
Από το 2013, η Λουάκαμ έχει πουλήσει περισσότερες έως και 5.000 κούκλες σε τοπικές εκθέσεις και μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ταχυδρομώντας τις σε ολόκληρη τη χώρα, και συγκεντρώνει χρήματα για να παρακολουθήσει μια γερμανική έκθεση με στόχο τις εξαγωγές στην Ευρώπη. Η αναπτυσσόμενη επιχείρησή της στο Ρίο ντε Τζανέιρο απέχει πολύ από την πολιτεία Παρά του Αμαζονίου, όπου ξεκίνησε η δύσκολη ζωή της.
Ήταν ένα από 15 παιδιά και οι γονείς της Λουάκαμ έστειλαν αυτήν και τις δύο αδερφές της να ζήσουν και να εργαστούν σε μια φυτεία. Μόλις 7 ετών, της ανατέθηκε η φροντίδα του μικρού παιδιού του ιδιοκτήτη της φυτείας. Θυμάται να την επιπλήττουν αφού ζήτησε από τη γυναίκα του ιδιοκτήτη μια κούκλα – θα έπρεπε να δουλεύει, όχι να παίζει, θυμάται η Λουάκαμ να της λένε. Και δεν έλαβε καμία υποστήριξη όταν είπε στη γυναίκα ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά. Δεν έλαβε ποτέ καμία αμοιβή, και τα παράπονα συχνά τελείωναν με τη νεαρή Λουάκαμ κλειδωμένη σε μια σκοτεινή καπναποθήκη, μόνη της.
Η Λουάκαμ ανέφερε ότι ήταν 15 ετών όταν ο ιδιοκτήτης της φυτείας την ανάγκασε να παντρευτεί ένα φίλο του, έναν άντρα δύο δεκαετίες μεγαλύτερό της, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη. Η Λουάκαμ σύντομα εγκατέλειψε τον βίαιο σύζυγό της, αφήνοντας το μωρό της με την οικογένειά της.
«Είμαστε μαχητές, σε έναν αγώνα επιβίωσης», είπε, αναφερόμενη στους ιθαγενείς που κινδυνεύουν συχνά από καταπατητές γης, υλοτόμους, κτηνοτρόφους και ανθρακωρύχους του Αμαζονίου. Πριν από τον αποικισμό, «υπήρχαν εκατομμύρια ιθαγενείς στη Βραζιλία. Σήμερα, είναι πολύ λιγότεροι. Και κάθε μέρα που περνά, όλο και λιγότεροι».
Η Λουάκαμ εργάστηκε για χρόνια ως καθαρίστρια στο Μπελέμ, την πρωτεύουσα της πολιτείας Παρά. Όμως ένιωθε ότι η ζωή τής επιφύλασσε περισσότερα και ότι θα έπρεπε να αναζητήσει ευκαιρίες σε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βραζιλίας. Διένυσε μια διαδρομή οκτώ ημερών, φτάνοντας στο Ρίο με τη βοήθεια ενός οδηγού φορτηγού και τον θεωρούσε θεόσταλτο, ειδικά επειδή δεν την κακοποίησε.
Τα ιθαγενή της χαρακτηριστικά ξεχώρισαν στο Ρίο και αντιμετωπίστηκε με προκατάληψη. Τελικά, έπιασε δουλειά σε βιοτεχνία μαγιό και κατάφερε να στεγάσει την κόρη της, η οποία τότε ήταν 20 ετών. Σιγά σιγά, εξοικονόμησαν αρκετά χρήματα ώστε να μετακομίσουν από την παράγκα τους σε ένα μικρό σπίτι, όπου άρχισε να φτιάχνει ρούχα για κάποιες δημοφιλείς μάρκες ενδυμάτων του Ρίο. Με τις δεξιότητες που ανέπτυξε καθισμένη πίσω από τη ραπτομηχανή της, έφτιαξε την πρώτη της κούκλα.
«Είναι σαν καθρέφτης», είπε η κόρη της, Ατίνα Πορά, η οποία τώρα εργάζεται με τη μητέρα της. «Μέσα από την κούκλα, βλέπουμε τον εαυτό μας και πρέπει να καταρρίψουμε τα ταμπού πίσω από αυτό, γιατί πάντα δεχόμασταν έντονες διακρίσεις».
Η Λουάκαμ και η Ατίνα δημιουργούν επίσης κούκλες που φέρουν χρώματα προσώπου και σώματος πέντε άλλων γηγενών ομάδων. Κάθε μία είναι χειροποίητη, ντυμένη με παραδοσιακά ρούχα και ζωγραφισμένη προσεκτικά με ένα ακονισμένο κλαδί από ένα δέντρο στην αυλή του σπιτιού τους, σύμφωνα με το έθιμο των ιθαγενών.
Ενώ ήταν οι πρώτες που προσέγγισαν ένα ευρύ κοινό χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, άλλοι ακολούθησαν τα βήματά τους.
Η ιθαγενής σχεδιάστρια μόδας Γουε’ε’ένα (We’e’ena) Τικούνα, γεννημένη επίσης στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου, πλέον με έδρα το Ρίο, άρχισε να φτιάχνει κούκλες ιθαγενών για να τις ντύσει με τις δημιουργίες της. «Θαυμάζω τη δουλειά της, όπως και άλλων ιθαγενών γυναικών», είπε για την Λουάκαμ. «Χρειαζόμαστε αυτή την εκπροσώπηση των ιθαγενών».
Η Λουάκαμ ονόμασε την πρώτη της κούκλα Ανατί, από το όνομα της κόρης της, Ατίνα, που έγινε το όνομα της εταιρείας της. Και το 20 τοις εκατό των εσόδων πηγαίνει στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό της, Μαρία Βισεντίνα, που πήρε το όνομά του από τη μητέρα και τη γιαγιά της. Με έδρα το Παρά, θα εκπαιδεύει γυναίκες υπό την απειλή βίας στη μοδιστική, παρέχοντάς τους οικονομική ανεξαρτησία και παράλληλα αναπτύσσοντας την επιχείρηση Ανατί.
«Όταν έφυγα από την πολιτεία Παρά, δεν έφυγα μόνο για τον εαυτό μου. Έφυγα και για άλλες γυναίκες», είπε η Λουάκαμ. «Η Ανάτι ήρθε για να δώσει σε εμάς, τις ιθαγενείς γυναίκες, αυτή την ενδυνάμωση».