ΑΘΗΝΑ
12:33
|
05.11.2024
Όταν οι δημιουργικές ανησυχίες δύο εφήβων σκακιστών μιας εξωτικής πόλης των Ουραλίων συνάντησαν το ανατρεπτικό πνεύμα της εποχής.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Όταν οι δημιουργικές ανησυχίες δύο εφήβων σκακιστών μιας εξωτικής πόλης των Ουραλίων συνάντησαν το ανατρεπτικό πνεύμα της εποχής, το αποτέλεσμα ήταν μια από τις μεγαλύτερες αναθεωρήσεις της κοινής αντίληψης περί καλών ανοιγμάτων. Ταυτόχρονα, η πολύ ανθρώπινη ματαιοδοξία μάς προσφέρει μια απολαυστική ιστορία περί της ονοματοδοσίας: Πώς θα το πούμε, διάβολε;

Ήταν 5 Ιουνίου του 1965. Στην πόλη του Τσελιάμπινσκ, ανατολικά των Ουραλίων, δύο νεαροί σκακιστές παίζουν μια ιστορική φιλική παρτίδα. Με τα λευκά παίζει ο Γκενάντι Τιμοσένκο, ήδη ισχυρός μετρ στα 16 του, και με τα μαύρα ο ένα χρόνο νεότερος Γεβγκέγκι Σβέσνικοβ, παίκτης πρώτης κατηγορίας που φιλοδοξεί να γίνει μετρ. Ο Σβέσνικοβ αιφνιδιάζει τον αντίπαλό του, επιλέγοντας μια ξεχασμένη βαριάντα της Σικελικής Άμυνας που θεωρείται ανόητη από την επίσημη θεωρία -και κερδίζει. Ο Τιμοσένκο αρχικά σοκάρεται και μετά γοητεύεται από τη δύναμη της βαριάντας, που αν και παραβιάζει κλασικά δόγματα περικλείει δυναμικές πηγές σωτηρίας και αντιπαιχνιδιού. Χρόνια αργότερα, ο Τιμοσένκο θα αποκαλέσει αυτή την ημέρα τη «μεγάλη έκρηξη» αυτού που θα εξελιχθεί σε ευρεία εξάπλωση όχι μόνο της βαριάντας αλλά και των ιδεών που τη συνοδεύουν.

Οι δύο παίκτες θα ριχθούν με τα μούτρα στη δουλειά και θα αναλύσουν τις πιθανές κρίσιμες θέσεις της βαριάντας, ενώ ταυτόχρονα θα την εντάξουν στο ρεπερτόριό τους, αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους τους και καταγάγοντας σημαντικές νίκες. Η βαριάντα θα αρχίσει να γίνεται γνωστή τη δεκαετία του ’70 και όλο και περισσότεροι παίκτες θα τη χρησιμοποιήσουν. Η «προπαγάνδα» του Σβέσνικοβ και του Τιμοσένκο πιάνει τόπο, πόσο μάλλον που ο πρώτος καταφέρνει χρησιμοποιώντας τη βαριάντα να αποσπάσει ισοπαλία από τον ανερχόμενο Ανατόλι Κάρποβ και νίκες επί εξίσου δυνατών μετρ της εποχής.

Ο Σβέσνικοβ αντιμετωπίζει τον Τίγκραν Πετροσιάν στη Μόσχα το 1973

Βρισκόμαστε στο διανοητικό κλίμα που ο Κασπάροβ θα βαφτίσει -στο ομώνυμο βιβλίο του- Επανάσταση των ‘70s. Συνοπτικά, η Επανάσταση συνίσταται στην επαναξιολόγηση των παραδοσιακών δογμάτων της σκακιστικής θεωρίας, αυτού που ονομάζεται «κλασική θεωρία» και αποτελείται από μια σειρά κανόνων που καθορίζουν το «σωστό» και το «λάθος» στο παιχνίδι. Για παράδειγμα, τέτοια δόγματα είναι οι αρχές της γρήγορης ανάπτυξης, της προτεραιότητας της ανάπτυξης των ίππων επί των αξιωματικών, των «υγιών» πιονοδομών, της απέχθειας για τα διπλωμένα πιόνια κ.λπ. Η κλασική θεωρία αποφεύγει τα «καθυστερημένα» πιόνια, τη δημιουργία τρυπών στο στρατόπεδό μας, θέλει να ελέγχει το κέντρο, αξιολογεί με συγκεκριμένους τρόπους την αξία των κομματιών. Και ξαφνικά εμφανίζονται σκακιστές που φέρνουν στο προσκήνιο ξεχασμένα ανοίγματα ή δημιουργούν νέα συστήματα ανάπτυξης που παραβιάζουν όλες αυτές τις αρχές, προτάσσοντας μια ριζικά καινοτόμα νέα έννοια: τη δυναμική. Η νέα θεωρία δεν αρνείται τις παραδοσιακές αρχές, αλλά τις εντάσσει ως υποπεριπτώσεις στην πιο διευρυμένη αντιμετώπιση του παιχνιδιού. Οι παραδοσιακές αρχές είναι στατικές και μπορεί να λειτουργήσουν αν η δυναμική της παρτίδας τις ευνοεί – πολλές φορές ωστόσο η δυναμική γεννά ευκαιρίες αντιπαιχνιδιού παρά τη στατική υστέρηση, δημιουργώντας περιπλοκές που λειτουργούν αντισταθμίζοντας τις δομικές αδυναμίες.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας λογικής είναι το περιβόητo σύστημα του «σκαντζόχοιρου». Εδώ τα μαύρα επιλέγουν οικειοθελώς μια στριμωγμένη θέση, όπου όλα τα κομμάτια αναπτύσσονται στις τρεις τελευταίες γραμμές τους, και παραχωρούν το πλεονέκτημα του χώρου –μεγάλη αξία για την κλασική θεωρία- στα λευκά. Αναπτυσσόμενα έτσι, ωστόσο, δεν έχουν καμιά αδυναμία, η θέση είναι στέρεη και τα λευκά μένουν υπερεκτεθειμένα χωρίς στόχους. Αν η στρατηγική πετύχει, τα μαύρα θα βρουν την κατάλληλη στιγμή για να διασπάσουν τη θέση των λευκών και θα κερδίσουν. Η Επανάσταση των ’70s λοιπόν δεν είναι δογματική και εφαρμόζει μια στρατηγική του συγκεκριμένου έναντι των γενικών αρχών. Είναι πραγματιστική, αποδεχόμενη κάτι που δουλεύει όσο λάθος ή άσχημο κι αν φαίνεται. Δεν ενδιαφέρεται να επιτύχει την ισότητα στη θέση, αλλά ίσα ίσα, πατώντας πάντως στις ασυμμετρίες της επιθυμεί να δημιουργήσει χάος στη σκακιέρα, όπου ο υπολογισμός συγκεκριμένων βαριαντών είναι η μόνη μέθοδος επιβίωσης. Κάθε παρτίδα, κάθε άνοιγμα και κάθε βαριάντα ανοίγματος αποτελεί μια «ενικότητα» και μόνο τέτοιες ενικότητες υπάρχουν. Τα «καθόλου» της κλασικής θεωρίας δεν αποτελούν παρά βολικούς τρόπους οργάνωσης της σκέψης μας κι όχι αυθύπαρκτες πραγματικότητες. Ιδού η νομιναλιστική επανάσταση στο σκάκι!

Ο Γκενάντι Τιμοσένκο, του οποίου ελάχιστες ατομικές φωτογραφίες βρίσκονται. Δεν υπήρξε αθόρυβη επί μακρόν μόνο η συμβολή του στην ανάπτυξη της Β33 αλλά και η δημόσια παρουσία του. Πηγή: http://chesspro.r

Αυτή η λογική του συγκεκριμένου εξηγείται αν ανατρέξει κανείς στις κοινωνιολογικές προϋποθέσεις της εμφάνισής της. Έχουμε δει σε προηγούμενο κείμενο τη σημασία που απέδιδε στην προετοιμασία ο Μιχαΐλ Μποτβίνικ. Ο Μποτβίνικ και η Σοβιετική Σχολή αποτελούν όντως την πρώτη σημαντική πηγή της Επανάστασης των 70’s. Οι επεξεργασίες των σοβιετικών θεωρητικών οδήγησαν στην αλλαγή παραδείγματος. Ωστόσο, μετά τον Φίσερ και την τομή που επέφερε αυτός στον επαγγελματισμό, δημιουργήθηκε ευρέως η κοινωνιολογική κατηγορία του επαγγελματία σκακιστή, που αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη δραστηριότητα της ανάλυσης και του παιχνιδιού, προετοιμαζόμενος πλήρως και τελειοποιώντας το ρεπερτόριο και την τεχνική του. Η ανάλυση του συγκεκριμένου, που προετοίμασε τη μετέπειτα χρήση των υπολογιστών στη σκακιστική προετοιμασία, αποκαλύπτει τη δυναμική των θέσεων, γιατί απλώς έχει τον χρόνο να τις μελετήσει σε βάθος, αποκαλύπτοντας όλες τις κρυφές δυνατότητες που ενέχονται σε αυτές. Το δόγμα διευκόλυνε τη ζωή των παραδοσιακών σκακιστών γιατί τους έδινε έναν μπούσουλα, οδηγώντας τις κινήσεις τους χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να σκεφτούν τις εναλλακτικές εκτός δόγματος Ο επαγγελματισμός των νέων μετρ αντέστρεψε τη διαδικασία: Η σκληρή δουλειά στο σπίτι καταρρίπτει το δόγμα και απαιτεί από τους τελευταίους υποστηρικτές του την καταβολή της ανάλογης προσπάθειας για την υπεράσπισή του.

Επιστρέφοντας στους δύο σκακιστές του Τσελιάμπινσκ, βλέπουμε την ενσάρκωση όσων περιγράψαμε ως χαρακτηριστικά της επανάστασης. Η αναβίωση της ξεχασμένης βαριάντας, στη βάση των συγκεκριμένων αναλύσεων που αποδεικνύουν ότι οι δομικές αδυναμίες της θέσης του μαύρου (καθυστερημένο πιόνι δ6, τρύπα στο δ5) αντισταθμίζονται από το δυναμικό αντιπαιχνίδι, εκφράζει χαρακτηριστικά το αναθεωρητικό πνεύμα που κάνει το μοντέρνο σκάκι να φαίνεται ώρες ώρες τόσο ακατανόητο στον κοινό νου.

Ο αναγνώστης και η αναγνώστρια θα έχουν παρατηρήσει ότι έχω αποφύγει ως τώρα να ονομάσω αυτή την αναβιωμένη βαριάντα. Όπως μαρτυρεί άλλωστε και ο τίτλος του κομματιού, κάτι ιντριγκαδόρικο συμβαίνει εδώ. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. H περιβόητη κίνηση 5…ε5, που δημιουργεί τις δομικές αδυναμίες στο στρατόπεδο των μαύρων, πρωτοπαίχτηκε στο σύγχρονο σκάκι από τον δεύτερο παγκόσμιο πρωταθλητή, Εμάνουελ Λάσκερ, στο ματς εναντίον του Σλέχτερ το 1910. Ο Λάσκερ ωστόσο δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη βαριάντα, χρησιμοποιώντας την απλώς ως έκπληξη. Αργότερα, η βαριάντα χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά από τον Τσεχοαργεντίνο μετρ Γίρι Πέλικαν, χωρίς ωστόσο και πάλι να διερευνηθεί πλήρως. Τον καιρό λοιπόν που ο Σβέσνικοβ και ο Τιμοσένκο θα επεξεργαστούν τη βαριάντα τους, αυτή ονομάζεται βαριάντα Λάσκερ-Πέλικαν. Γρήγορα ωστόσο στη Σοβιετική Ένωση θα αποκαλείται βαριάντα Τσελιάμπινσκ. Τα επόμενα χρόνια ο βίος των δύο φίλων θα ακολουθήσει διαφορετική κατεύθυνση. Ο Σβέσνικοβ θα αφιερωθεί στο αγωνιστικό σκάκι, ενώ ο Τιμοσένκο, για λόγους που ο ίδιος αποδίδει σε καθεστωτικά εμπόδια, θα το παραμερίσει προς χάριν της ακαδημαϊκής του καριέρας, για να επιστρέψει εκ νέου σ’ αυτό ως προπονητής κυρίως -ο Τιμοσένκο υπήρξε ένας από τους «δεύτερους» του Κασπάροβ στα πρώτα ματς με τον Κάρποβ για το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ο Σβέσνικοβ με την αγωνιστική και τη συγγραφική του πορεία θα ταυτίσει σιγά σιγά στη Δύση το όνομά του με τη βαριάντα, σε σημείο που αυτή θα λέγεται εκεί βαριάντα Σβέσνικοβ. Τη δεκαετία του ’90 η Σβέσνικοβ παίζεται από την αφρόκρεμα του παγκόσμιου σκακιού: Αποτελεί βασικό κομμάτι του ρεπερτορίου του Κράμνικ, τη χρησιμοποιούν οι Λέκο, Σίροβ, Ανάντ, ενώ πρόσφατα και ο τωρινός παγκόσμιος πρωταθλητής, ο Νορβηγός Μάγκνους Κάρλσεν.

Ο Γκάρι Κασπάροβ και οι «δεύτεροί» του το 1984. Ο Τιμοσένκο βρίσκεται στο δεξί άκρο. Πηγή: http://chesspro.ru

Όπως καταλαβαίνει κανείς, ο Τιμοσένκο δυσαρεστήθηκε που η μονόπαντη ονομασία της βαριάντας υποτιμά τον ρόλο του στην εξέλιξή της. Έτσι, το 2018 κυκλοφορεί από τη Russel Enterprise, έναν από τους σημαντικότερους σκακιστικούς εκδοτικούς οίκους, το βιβλίο του Sicilian Defense: The Chelyabinsk Variation, φροντίζοντας μάλιστα να το προλογίσει ο ίδιος ο Γκάρι Κασπάροβ. Στις 440 σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης βλέπει το τιτάνιο έργο ενός ανθρώπου που θέλει να κάνει μια σε βάθος ανάλυση, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να διασφαλίσει την αθανασία του. Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου αποτελούν την κατάθεση των ξεχασμένων παρτίδων του Τιμοσένκο από το1965 ως το 1980, που καταδεικνύουν ότι η συμβολή του στην ανάλυση της βαριάντας υπήρξε αν όχι καλύτερη σίγουρα ισότιμη αυτής του Σβέσνικοβ. Ξεχασμένα ονόματα μετρ που δεν εξελίχθηκαν παραπάνω αναφέρονται πλάι σε φημισμένους γκραν μετρ, σε μια παράθεση πρώιμων θυμάτων της βαριάντας. Ο Τιμοσένκο θα περιγράψει τις δυσχέρειες που τον απομάκρυναν από το σκάκι, τις ευτυχείς συγκυρίες που τον επανέφεραν σ’ αυτό, τον τρόπο που σταδιακά το όνομά του κι αυτό της πόλης. Θα προτείνει δε με σεμνότητα να καθιερωθεί το όνομα Τσελιάμπινσκ για τη βαριάντα (αν το κοινό δεν θέλει το διπλό όνομα Τιμοσένκο-Σβέσνικοβ ή Σβέσνικοβ-Τιμοσένκο). Και ακολουθεί η ανάλυση, όπου η πραγματική απόλαυση ξεκινά, με τον Τιμοσένκο να συγγράφει έναν μοναδικό στο είδος του λίβελλο: Κεφάλαιο το κεφάλαιο καταλαβαίνει κανείς ότι η βαθιά έγνοια του Τιμοσένκο είναι να καταγράψει όλα τα λάθη των αναλύσεων του Σβέσνικοβ, παίρνοντας μια ετεροχρονισμένη εκδίκηση για την αδικία του ονόματος. Ποτέ ξανά η σκακιστική σημειογραφία δεν χρησιμοποιήθηκε με τέτοια μνησίκακη μανία. Το αποτέλεσμα δικαιώνει τόσο τον φιλέρευνο όσο και τον φίλερι αναγνώστη. Οι θεωρητικές καινοτομίες που καταγράφονται, με τη βοήθεια των υπερυπολογιστών που χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση, αντικρούουν την ύβρι της ανθρώπινης προσπάθειας, όπως εκφράζεται από τον εχθρό Σβέσνικοβ, που ήδη από τα τέλη των ’80s τολμούσε να πει ότι «εξάντλησε τις δυνατότητες της βαριάντας».

Όπως έχουμε αναφέρει στο κείμενο για τον Αλεξέι Σίροβ, το περιοδικό Informator, που ιδρύθηκε στη Γιουγκοσλαβία και υποστήριξε την επανάσταση των ‘70s, προσφέροντας το υλικό υπόβαθρο της ανάπτυξης της ανάλυσης μέσα από τη διάχυση της πληροφορίας, έλυσε τα ονοματοδοτικά προβλήματα των βαριαντών με ριζικό τρόπο. Σε πέντε μεγάλες κατηγορίες από το Α έως το Ε και εκατό υποκατηγορίες από το 00 ως το 99 τοποθέτησε όλα τα υπαρκτά ανοίγματα σε ένα συνεχές. Ο σκακιστής που έψαχνε τις εξελίξεις σε ένα τυχαίο άνοιγμα ανέτρεχε απλώς στη σελίδα με τον κωδικό του. Σε αυτό το σύστημα, η Σικελική Λάσκερ-Πέλικαν, ή Τσελιάμπινσκ ή Σβέσνικοβ είναι απλώς το Β33. Κάτι κερδίζεις κάτι χάνεις, όμως. Ας δούμε π.χ. την πορεία του Τιμοσένκο. Μετά το Τσελιάμπινσκ θα ζήσει στο Νοβοσιμπίρσκ, στη Σιβηρία. Εκεί θα γίνει ενεργό μέλος της σκακιστικής κοινότητας και θα επηρεάσει τις διερευνήσεις της. Φυσικά και η βαριάντα Β33 θα τύχει διερεύνησης, οδηγώντας σε μια υποβαριάντα της κύριας γραμμής, που θα ονομαστεί βαριάντα Νοβοσιμπίρσκ. Πόσο εντυπωσιακό ακούγεται όταν περιγράφεις σε κάποιο νέο σκακιστικό φίλο ότι παίζεις Σικελική, Τσελιάμπινσκ, βαριάντα Νοβοσιμπίρσκ, αντί για το πεζό Β33.

Τσελιάμπινσκ, 1973 (άποψη) Πηγή: https://www.vintag.es/2014/08/color-photos-of-soviet-chelyabinsk-in.html

Όλα αυτά πιθανόν ακούγονται λίγο «εξωτικά» και με την έννοια της γραφικότητας. Εντούτοις θεωρώ ότι δεν είναι δυνατό να μη γοητευτεί κάποιος διανοητικά από το πάθος και την προσπάθεια που οι δύο βασικοί πρωτοπόροι της βαριάντας αφιέρωσαν στην ανάλυσή της, πάθος και προσπάθεια που υπερβαίνουν τη φύση του «επαγγέλματος» και προϋποθέτουν κάτι βαθύτερο. Νομίζω πως ένα μικρό απόσπασμα από ένα άλλο βιβλίο του Σβέσνικοβ, το Sveshnikov vs. the Anti- Sicialians (New In Chess 2014) περιγράφει επακριβώς αυτό το «μαγικό» επιπλέον χαρακτηριστικό που συνοψίζει τη στάση του στην αναλυτική διαδικασία:

«Σε ένα από τα βιβλία του ο Μαρκ Ντβορέτσκι αναγνωρίζει τέσσερις παράγοντες που προσδιορίζουν τη δύναμη και τις δυνατότητες εξέλιξης κάθε σκακιστή: το φυσικό ταλέντο· την υγεία και τα αποθέματα ενέργειας· την αποφασιστικότητα και τη δύναμη της θέλησης· την ειδική σκακιστική προετοιμασία. Τον Απρίλη του 2002, κατά τη διάρκεια του ρωσικού πρωταθλήματος νέων στο Σότσι είχα έναν ενδελεχή ιάλογο με τον Μαρκ. Περάσαμε δυο ώρες τριγυρνώντας στο λαβυρινθώδες πλέγμα κατοικιών του θερέτρου Νταγκόμις και κουβεντιάζοντας για το σκάκι. Του είπα ότι είχε αφήσει έξω από τη λίστα του τον πέμπτο και πιο σημαντικό παράγοντα: την αγάπη για το σκάκι. Είναι αυτός ο πέμπτος παράγοντας που επισκιάζει όλους τους άλλους.

»Ο Μαρκ απάντησε ότι η λίστα προέρχεται από τον Μποτβίνικ και ότι συμφωνεί γενικά μαζί μου, παρόλο που στις δημοσιεύσεις του δεν έχει αναφέρει τίποτα σχετικό. Θέλω να διορθώσω τόσο τον Μποτβίνικ όσο και τον Ντβορέτσκι και νομίζω πως οι εραστές του σκακιού θα με καταλάβουν. Συχνά, μιλώντας με προπονητές και μαθητές, τους λέω ότι αν ένας παίκτης δεν έχει εξαιρετική αγάπη για το σκάκι καλύτερα να αποφύγει το μονοπάτι του επαγγελματισμού και να μείνει ένας απλός ερασιτέχνης».

Να είναι τυχαίο που όσοι ανέλυσαν σε βάθος και αγάπησαν τη Β33 καταφεύγουν πολλές φορές σε τρόπους έκφρασης που παρακάμπτουν το αναλυτικό στοιχείο και μεταβαίνουν –για λίγο έστω– στην επικράτεια της λογοτεχνικής περιγραφής; Θα κλείσω το ανοικτό τούτο ερώτημα με ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του Βασίλη Κοτρωνιά στο δικό του βιβλίο για τη Σβέσνικοβ (The Sicilian Sveshnikov, Quality Chess 2014):

«Μια μέρα σκεφτόμουν τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου – ειδικά τους περίεργους. Όσο περισσότερο τους σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα ότι ήταν σαν τη Σικελική Σβέσνικοβ: ελεύθεροι, ασυμβίβαστοι, επιδεικνύουν με τόλμη τα δυνατά τους σημεία και χωρίς να ντρέπονται για τις αδυναμίες τους. Άνθρωποι που μετέτρεψαν τις αδυναμίες τους σε δυνάμεις, κάνοντάς με να τους αγαπήσω και να χαθώ μέσα τους. Ξαφνικά αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ήθελα να τους αναλύσω σε βάθος, να τους καταλάβω, να κατακτήσω τη νοοτροπία τους. Ήθελα να μάθω γιατί ήρθαν, γιατί έφυγαν, γιατί αιχμαλώτισαν τόσο εντυπωσιακά ολόκληρη την ύπαρξή μου».

Αντί γι’ αυτούς έγραψε ένα από τα καλύτερα βιβλία για τη βαριάντα.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Εκλογές ΗΠΑ: Επιχειρήσεις και κυβερνητικά κτίρια οχυρώνονται υπό τον φόβο ταραχών

Το τραγούδι της ημέρας

Κυκλοφοριακές ρυθμίσεις για τον 41ο Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας

Τέλος μετά από 50 ημέρες για την απεργία στην Boeing

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα