ΑΘΗΝΑ
18:07
|
19.04.2024
Μια κρίση που οδηγεί σε εθνικό κίνδυνο ακρωτηριασμού και σε μια γενική κοινωνική παρακμή, η οποία θα αποδειχτεί μεσοπρόθεσμα χειρότερη από οποιαδήποτε οικονομική κρίση.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στο έλλειμμα διατύπωσης ενός σοσιαλιστικού, μεταβατικού κυβερνητικού προγράμματος από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι εξελίξεις από τότε καθιστούν ακόμα επιτακτικότερη την ανάγκη.

Η Ελλάδα δεν βρίσκεται απλώς σε κρίση, όπως οι υπόλοιπες δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες, οι οποίες με τη σειρά τους βιώνουν μια (καθόλου απλή) νέα οικονομική κρίση. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα περνά το δικό της αντίστοιχο της ληστρικής αποσοβιετοποίησης. Θα αναλύσουμε σε επόμενο κείμενο τα επιμέρους στοιχεία.

Εδώ μόνο θα επισημάνουμε ότι υποφέρουμε από μια συγχρονισμένη κατάρρευση, σε ό,τι αφορά τη δημογραφική και παραγωγική δυναμικότητα, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, το γενικό πολιτιστικό και ουσιαστικώς μορφωτικό επίπεδο, τη διεθνοπολιτική και αμυντική επάρκεια, τα δημόσια οικονομικά, το ιδιωτικό χρέος και την πραγματική οικονομία. Όλα αυτά δε, υπό τα όμματα ενός ξενόδουλου, κλεπτοκρατικού πολιτικού κατεστημένου. Αυτή η συνδυαστική συνθήκη οδηγεί σε εθνικό κίνδυνο ακρωτηριασμού και σε μια γενική κοινωνική παρακμή, η οποία θα αποδειχτεί μεσοπρόθεσμα χειρότερη από οποιαδήποτε οικονομική κρίση.

Στην πρώτη φάση της υπερδεκαετούς κρίσης περίσσεψαν οι επιμέρους και ως εκ τούτου εύκολες και αναποτελεσματικές προτάσεις. Μονομερή διαγραφή χρεών, έξοδο από ευρώ-Ε.Ε., κρατικοποίηση των τραπεζών πρότεινε η πιο ριζοσπαστική πλευρά, πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και ποσοτική χαλάρωση οι μετριοπαθείς, σφιχτή δημοσιονομική περιστολή τα γεράκια του δημοσιονομισμού. Στην πραγματικότητα και αν εξαιρέσουμε το διόλου ασήμαντο αίτημα, περί εξόδου από την ευρωζώνη ή και από την Ε.Ε., όλα τα υπόλοιπα, με διαφόρους τρόπους και σε διαφορετικούς χρόνους, λίγο-πολύ εφαρμόστηκαν.

Η πρόσκαιρη ανακούφιση στο επίπεδο του κόστους δανεισμού που εξασφάλισαν ορισμένες από τις παραπάνω πολιτικές και η βελτίωση σε ό,τι αφορά στοιχεία της πραγματικής οικονομίας, για κάποιες εθνικές οικονομίες, «αγοράστηκαν» με κόστος την επιδείνωση των θεμελίων των καπιταλιστικών και κυρίως των δυτικών, οικονομιών: γιγαντιαίες ανισότητες, κολοσσιαίες φούσκες, διάχυση των κερδοσκοπικών παιχνιδιών και στις μάζες, διάρρηξη των παραγωγικών και εφοδιαστικών αλυσίδων.

Οι κεντρικές τράπεζες πλέον, είτε κόψουν περισσότερο χρήμα, είτε ακριβύνουν το χρήμα θα επιδεινώσουν την κρίση. Οι κυβερνήσεις ιδίως της Δύσης, δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν για να ανακουφίσουν τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα, πέρα από επιδόματα φτώχειας. Για τις χειρότερα χτυπημένες οικονομίες, όπως η ελληνική (αν και όχι μόνο), τα βουνά δημοσίου και ιδιωτικού χρέους είναι ασήκωτα. Ακόμα και αν ήθελαν οι κυβερνήσεις μας να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία και την παραγωγή (ούτως ή άλλως, δεν θέλουν γιατί είναι εξαρτημένες από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο), δεν έχουν κανένα σχέδιο για δημόσιες επενδύσεις στον παραγωγικό τομέα.

Στα καθ’ ημάς, η συζήτηση θα συνεχίσει να διεξάγεται μόνο επί του ύψους επιδομάτων, επί της παροχής υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας (βλ. τουρισμό), επί διακανονισμών διαρκώς συσσωρευόμενων ιδιωτικών χρεών και επί υποχωρήσεων που θα πρέπει να κάνουμε, προκειμένου να μη χρειαστεί να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε ένα μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, ενόσω ολοένα μεγαλύτερο εισόδημα θα διοχετεύεται στο εξωτερικό, κυρίως δια των εξοπλισμών, αν και όχι μόνο.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις. Ούτε τα διάφορα «εργαλεία» της καταρρέουσας ευρωενωσιακής πολιτικής μπορούν να προσφέρουν διέξοδο στην πραγματική οικονομία. Μόνο να επιδεινώσει την κρίση κατορθώνει πλέον η Ε.Ε., αφενός με τις κυρώσεις και αφετέρου αναγνωρίζοντας εκ των πραγμάτων ότι η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, την οποία ακολούθησε, κατασκεύασε μια ψεύτικη εικόνα, που σήμερα αποσυντίθεται.

Απέναντι σε αυτά, ένα μεταβατικό, σοσιαλιστικό κυβερνητικό πρόγραμμα οφείλει τάχιστα να πάρει πίσω όσα περισσότερα από τα εθνικά εργαλεία άσκησης πολιτικής μπορεί να διαθέτει. Μια τέτοια πολιτική θα σημάνει ταυτοχρόνως ρήξεις στο εξωτερικό και στο εσωτερικό.

Οι ρήξεις στο εξωτερικό θα πρέπει να αφορούν την εγκατάλειψη των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και ταυτοχρόνως την εγκατάλειψη της φαντασίωσης ότι η Ελλάδα μπορεί να συνεχίσει να εξυπηρετεί αυτό το δημόσιο χρέος, το οποίο σχεδόν τριπλασίασαν οι μνημονικές πολιτικές. Πρόκειται για αλλαγή πολιτικής, επιβεβλημένη τόσο από πλευράς αρχών, όσο και επιβίωσης, η οποία όμως προκειμένου να αποδώσει θα πρέπει αναγκαστικά να λάβει στρατηγικά χαρακτηριστικά, ανοίγματος στον αναδυόμενο, πολυκεντρικό κόσμο και επομένως ρήξεων με την πολιτική των ΗΠΑ.

Οι ρήξεις στο εσωτερικό περνάνε μέσα από τον πόλεμο (όχι τους διακανονισμούς, τους οποίους επιχείρησε ο ΣΥΡΙΖΑ) με την εγχώρια ολιγαρχία και με τους ξένους προστάτες της, προκειμένου όχι απλώς να μοιραστούν κάποια από τα κέρδη της κλεπτοκρατικής τους πολιτικής, αλλά για να χάσουν τα μέσα παραγωγής, τα οποία έχουν υφαρπάξει από τον ελληνικό λαό. Με άλλα λόγια, όλες οι στρατηγικές υποδομές και επιχειρήσεις πρέπει να κοινωνικοποιηθούν, δηλαδή ταυτοχρόνως να περάσουν υπό δημόσιο έλεγχο και σε μη καπιταλιστικό τρόπο λειτουργίας.

Πρόκειται για επιλογή απολύτως θεμελιακή, προκειμένου να μπορεί η όποια κυβέρνηση να ασκήσει πολιτική επί της πραγματικής οικονομίας, να σπάσει τα ολιγοπώλια, να μειώσει το κόστος ζωής και να αυξήσει την παραγωγική ικανότητα. Χωρίς εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής υπάρχει μόνο η έρημος του νεοφιλελευθερισμού και όποιος λέει το αντίθετο είναι κυνικός ψεύτης ή ανόητος.

Παραλλήλως, ο στενός πυρήνας των δημοσίων υπηρεσιών (βλ. για παράδειγμα ΑΑΔΕ) πρέπει να περάσει σε πραγματικό, ελληνικό δημόσιο έλεγχο, ενώ και ο τομέας που θα συνεχίσει αναγκαστικώς να παίρνει δημοσίους πόρους (η άμυνα) θα πρέπει να χτιστεί πάνω σε μια δημόσια, εθνική, αμυντική βιομηχανία.

Ο πόλεμος με το κατεστημένο θα είναι λυσσαλέος. Μόνο όμως έχοντας κοινωνικοποιήσει όλες τις κρίσιμες υποδομές και τομείς, όπως για παράδειγμα (αλλά όχι μόνο) την ενέργεια, την ύδρευση, τις μεταφορές, την άμυνα, μέρος του τραπεζικού τομέα μπορεί η οποιαδήποτε κυβέρνηση να ασκήσει βιομηχανική πολιτική, δηλαδή να χρηματοδοτήσει ή και να διευκολύνει παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις, ενισχύοντας παραλλήλως με υλικούς όρους τα κοινωνικά δικαιώματα, ώστε να εφαρμόσει πολιτική για την οικογένεια και τις γεννήσεις, για το παιδί και για τη νεολαία, για την εργασία και την κοινωνική ασφάλιση, για την υγεία και την παιδεία, για τον πολιτισμό και για το περιβάλλον. Μόνο έτσι επίσης μπορεί να κόψει την καταστροφική θηλιά του ιδιωτικού χρέους.

Όλα τα παραπάνω ακούγονται απολύτως ανέφικτα. Έτσι ακουγόταν και η οποιαδήποτε πολιτική αναστροφής της καταστροφικής αποσοβιετοποίησης. Οι εύκολες πεπατημένες εγγυώνται πόνο χωρίς τέλος. Η ιδέα ότι τα λεφτά της Ε.Ε., έστω και με κόστος την εθνική μας κυριαρχία, θα μας ξαναπροσφέρουν τη φαντασίωση της ευμάρειας δια του φτηνού χρήματος, δεν υπάρχει. Μια περίοδος χειρότερη από τη μνημονιακή ανοίγεται μπροστά μας.

Μπροστά σε αυτήν την προοπτική, μόνο η ρήξη με όπλο ένα μεταβατικό σοσιαλιστικό κυβερνητικό πρόγραμμα ανεξαρτησίας και κοινωνικοποιήσεων μπορεί να κινητοποιήσει ανθρώπινο δυναμικό και πόρους για το έθνος και το λαό.

Είναι η ώρα να αναλάβουμε τώρα, την πρωτοβουλία για την επεξεργασία και την εφαρμογή αυτής της πολιτικής από τις ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις (κομματικές και μη) ενός τέτοιου πλάνου. Δεν πρέπει να ξεχνούμε, ότι ο χειμώνας έρχεται και θα είναι καταστροφικός για το λαό, αν μείνουμε είτε αδρανείς, είτε στα εύκολα τσιτάτα και στον επιφανειακό αντιμητσοτακισμό.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Νέος γύρος κυρώσεων από ΗΠΑ σε Εβραίους εξτρεμιστές εποίκους

Τέμπη: Απορρίφθηκε η προσφυγή Αγοραστού- Θα απολογηθεί στον εφέτη ανακριτή

Κακοκαιρία: Μήνυμα του 112 για ισχυρές καταιγίδες σε αρκετές περιοχές

Τέμπη: Αίτημα στον ανακριτή για τους αγοραστές των 25 τόνων κατασχεμένου χημικού διαλύτη

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα