Αναδημοσίευση από τον λογαριασμό του Μάνου Σ. Στεφανίδη στο Facebook
Μόλις πληροφορήθηκα τον θάνατο της Μαρίνας Λαμπράκη και αισθάνομαι θλίψη. Παρ’ ότι υπήρξε ένας άνθρωπος που με κυνήγησε με κάθε τρόπο και παντού γιατί δεν μπήκα ποτέ στην αυλή της. Όπως λ.χ συνέβη με τους ζωγράφους της μόδας του σήμερα και της λήθης του αύριο, τους καριερίστες ή τους συλλέκτες που την είχαν ως αξεπέραστο υπόδειγμα, την επιτομή του μικροαστικά ωραίου… Με κυνήγησε, κυρίως υπόγεια όταν υπηρετούσα στην Πινακοθήκη ή όταν ήμουν διευθυντής του παραρτήματος της στην Κέρκυρα. Με κυνήγησε και σε κάθε πανεπιστημιακή εκλογή μου, για την, συχνά, ανελέητη, δημόσια κριτική που της ασκούσα. Η ιστορία θα πει ποιος από τους δύο μας υπήρξε σωστός.
Τη στιγμή όμως αυτή νιώθω περίεργα λυπημένος. Για μιαν ολόκληρη εποχή που τελειώνει έτσι άδοξα και της οποίας υπήρξα μάρτυρας – και με τις δύο έννοιες – αλλά και συνδημιουργός. Διοίκησα την Πινακοθήκη όντας στο περιθώριο και ασκώντας αντιπολίτευση κι αυτό την έκανε να λυσάει. Μαζί κι ο εξίσου αιώνιος πρόεδρος του ιδρύματος, ο ανεκδιήγητος Απ. Μπότσος, τ. πρόεδρος του ελεγκτικού συνεδρίου και έφτιαξε παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης στη γενέτειρα του, το Ναύπλιο (!). Η διαπλοκή με ονοματεπώνυμο.
Οφείλω πάντως να αποδεχτώ ότι η Λαμπράκη είχε και γνώσεις και ικανότητες. Τα βιβλία της για την Αναγέννηση και τον Αλμπέρτι θα μείνουν. Όπως είχε και ακόρεστη φιλοδοξία, κοινωνικό απωθημένο και ένα ιδιότυπο μίσος που προέκυπτε ίσως από βαθιάν ακατανοησία, προς τη μοντέρνα τέχνη. Με τους φοιτητές της στην ΑΣΚΤ σταματούσε στην Αναγέννηση, τον Γκρέκο και τους ιμπρεσιονιστές. Όπως κι ο δάσκαλος της, ο αυτοδίδακτος εστέτ Παντελής Πρεβελάκης. Ως διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ απέκλεισε για χρόνια τον Κόντογλου (!) παράλληλα με τον Κουνέλλη, τον Κορνήλιο Γραμμένο, τον Δημήτρη Ντοκατζή, τον Μπάικα, τον Νίκο Χαραλαμπίδη, τον Γιάννη Τζερμιά, τον Θεοφυλακτόπουλο, τον Απόστολο Γεωργίου, Τζουλιάνο Καγκλή κ.α ενώ υποβάθμισε τον Μπουζιάνη και την περίφημη δωρεά του Θεόδωρου Στάμου. Του κορυφαίου της Σχολής της Νέας Υόρκης! Τέλος ΔΕΝ έβγαλε διαδόχους, μαθητές – ιστορικούς τέχνης ούτε στη Σχολή, ούτε στο μουσείο. Παρά την μισού αιώνα θητεία της. Ούτε μισόν επιμελητή (η Τσίκουτα έχει αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά είναι κληρονομιά του Παπαστάμου και δική μου).
Σε αντίθεση, βέβαια, με τον Χρύσανθο Χρήστου ή τον προκάτοχό της Δημήτρη Παπαστάμο. Ούτε βέβαια αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να αποσυρθεί υπέρ ενός νεότερου. Έκλεισε, τέλος, την Εθνική Πινακοθήκη για περισσότερα από δέκα χρόνια κι ενώ η ανακαίνισή της στοίχισε ένα ποσό δυσβάσταχτο, η επαναλειτουργία της είναι αληθινή απογοήτευση. Καμία ανανέωση και συγχρόνως άθλια, κοινωνικά ρουσφέτια. Αληθινή διαστρέβλωση της ιστορίας της τέχνης μας υπέρ ενός ρηχού νεοακαδημαϊσμού (Π.χ Φιλοπούλου ή Θεοχαράκης)!
Οφείλω να ομολογήσω όμως ότι η επί τριάντα τόσα χρόνια διευθύντρια της Πινακοθήκης αποδείχτηκε πολύ πιο ικανή από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες τις οποίες χειραγωγούσε μεθοδικά: Προέδρους της Δημοκρατίας, πρωθυπουργούς, υπουργούς πολιτισμού αλλά και την ηγεσία της εγχώριας μασονίας. Η Ελλάς ευγνωμονούσα έχει έτοιμη, ήδη, την διάδοχο της. Tale quale! Η οποία διαθέτει ισάξια φιλοδοξία αλλά όχι ανάλογες γνώσεις ή ικανότητες. Ούτως ή άλλως πάντως διανύουμε περίοδο εκπτώσεων. Οπότε…
Μαρινάκι γαίαν έχοις ελαφράν. Φεύγεις απόλυτα χορτασμένη. Αλλά και βαθιά ανικανοποίητη. Και πολύ μόνη. Παρά τους κόλακες. Κάθε εξουσία παρέρχεται, φευ. Είναι η τελευταία φορά που τα λέμε. Το μίσος δεν ήταν, δεν είναι ποτέ ο καλύτερος οδηγός. Σε διαφήμισα (έμμεσα) όσο κι εσύ με δυσφήμισες άμεσα. Εύχομαι ο χρόνος να μιλήσει κάποτε με επιείκεια. Και για τους δύο μας…
ΥΓ. Ο καθηγητής Γιάννης Τασόπουλος για εντελώς άλλο θέμα σημειώνει: «Η Ελλάδα είναι αισθητικά, καλλιτεχνικά και πολιτισμικά μια στείρα χώρα. Όλα ξεκινούν από την πολιτική; Όχι, νομίζω όλα καταλήγουν εκεί…». Αυτό, νομίζω, έκανε και η εκλιπούσα. Συμμαχώντας με την πολιτική και υποκύπτοντας στα κελεύσματά της αντιμετώπισε τον πολιτισμό απλώς σαν εργαλείο της μικροπολιτικής συγκυρίας. Τι κρίμα. Γιατί θα μπορούσε να αφήσει έργο ανάλογο μ’ εκείνο του αείμνηστου δασκάλου μας Άγγελου Δεληβορριά.
Ούτε για την υπόθεση Μαδένη, δηλαδή τη ζωγραφική αντιγραφή των φωτογραφιών του καθ. Γιώργου Κατσάγγελου, η τόσο επικοινωνιακή Πινακοθήκη δεν βρήκε να πει μια λέξη. Για τον παλιό μαθητή και συνεργάτη της. Πράγμα που θα μετρήσει πολύ στο επικείμενο δικαστήριο.