Ήταν Σεπτέμβρης του 1980 όταν ένα δημοψήφισμα οργανωμένο από τον δικτάτορα Αουγκούστο Πινοτσέτ ενέκρινε το νέο Σύνταγμα της χώρας που επρόκειτο να καθορίσει την πολιτική της ζωή για τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες. Σε αυτό το πολιτειακό υπόβαθρο δομήθηκε το οικονομικό μοντέλο της χώρας που πλασαρίστηκε ως το πρότυπο εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού διεθνώς. Το Σύνταγμα κατοχύρωνε τον πρωταρχικό ρόλο της αγοράς και του ιδιωτικού κεφαλαίου στην οικονομία ενώ έδενε χειροπόδαρα τους δημοκρατικούς θεσμούς της Χιλής καθιστώντας τους εν πολλοίς διακοσμητικούς.
42 χρόνια μετά, τον Σεπτέμβρη του 2022, οι Χιλιανοί πολίτες θα έχουν τη δυνατότητα να κλείσουν άλλη μία από τις πολλές πληγές που άφησε πίσω του το δικτατορικό καθεστώς. Η Συντακτική Συνέλευση καταθέτει αυτές τις μέρες το τελικό σχέδιο μετά από μία περίοδο έντονων διαβουλεύσεων, πόλωσης, αλλά και επίμονων προσπαθειών επίτευξης συναίνεσης. Η σύνταξη του νέου συντάγματος άλλωστε είναι παιδί μίας κατεξοχήν συγκρουσιακής διεργασίας, της κοινωνικής έκρηξης του 2019-2020 που οδήγησε εκατομμύρια στους δρόμους ενάντια στην αυταρχική, νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση του Σεμπάστιαν Πινιέρα. Οι αναταραχές υποχώρησαν μόνο όταν η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος απέσπασε το συντριπτικό 78% στο δημοψήφισμα της 25ης Οκτωβρίου 2020.
Η σύνθεση της Συντακτικής Συνέλευσης, που προέκυψε από άμεση πανεθνική ψηφοφορία γέμισε αισιοδοξία τις κοινωνικές δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν σε πρωτοφανή κλίμακα και αξίωσαν την πολιτειακή μεταρρύθμιση. Κοινωνικά κινήματα, εκπρόσωποι ιθαγενικών κοινοτήτων, αριστερά και κεντροαριστερά είχαν μαζί 103 σύνεδρους σε σύνολο 155. Πράγματι, το τελικό σχέδιο προσπαθεί να εισάγει στο κέντρο του θεμελιώδη νόμου της χώρας δικαιώματα και διατάξεις που σηματοδοτούν μία προοδευτική μετατόπιση στον πολιτικό χάρτη, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνουν ένα πιο συμπεριληπτικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας.
Στα 499 άρθρα του, το νέο σύνταγμα επιχειρεί να διορθώσει ιστορικές αδικίες που διαπερνούν τη χιλιανική κοινωνία. Απαγορεύει τις έμφυλες διακρίσεις και προβλέπει ίση αντιπροσώπευση των φύλων σε όλους τους κυβερνητικούς θεσμούς και δημόσιους οργανισμούς. Το δικαίωμα στην άμβλωση, πάγιο αίτημα του φεμινιστικού κινήματος, κατοχυρώνεται ρητά. Δημιουργείται εθνικό σύστημα υγείας καθώς και εθνικό σύστημα εκπαίδευσης με ενιαία, δημόσια διοίκηση. Πολλά δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Χιλή έχουν κάποια από τα υψηλότερα δίδακτρα στον κόσμο, ενώ μόνο τα τελευταία δέκα χρόνια οι τιμές τους αυξήθηκαν κατά 10%. Σημαντική πρόταση της Συντακτικής Συνέλευσης είναι και η υποχρέωση του κράτους να καταπολεμήσει με όλους τους διαθέσιμους πόρους την κλιματική κρίση. Παράλληλα, αναλαμβάνει το καθήκον να προστατεύσει το φυσικό περιβάλλον και να το καταστήσει προσβάσιμο σε όλους τους πολίτες του, σημείο εξαιρετικά σημαντικό σε μία χώρα που αντιμετωπίζει πρόβλημα συχνών ξηρασιών και ελλιπούς πρόσβασης σε πόσιμο νερό.
Από τις πιο αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις που προτάθηκαν ήταν και η κατάργηση της Γερουσίας, ένα σώμα που παραδοσιακά είχε συντηρητική πλειοψηφία και ασκεί έλεγχο στη Βουλή. Η αρχική πρόταση κατάργησης της δεν βρήκε την απαιτούμενη στήριξη των ⅔ των συνέδρων και πλέον προτείνεται η αντικατάσταση της Γερουσίας με τη Βουλή των Περιφερειών η οποία και θα απολαμβάνει μειωμένες εξουσίες συγκριτικά με την προκάτοχο της.
Οι ιθαγενικές κοινότητες βλέπουν στο νέο σύνταγμα να κατοχυρώνεται η ισότιμη συμμετοχή τους στην διακυβέρνηση της χώρας καθώς και το δικαίωμα αυξημένης αυτοδιοίκησης στις περιοχές τους. Το χιλιανικό κράτος θα είναι πλέον ένα πολυεθνικό, πολυπολιτισμικό κράτος που θα αναγνωρίζει την πολιτιστική κληρονομιά των ιθαγενών ως τμήμα του εθνικού πολιτιστικού πλούτου.
Για τον Γκάμπριελ Μπόριτς η υιοθέτηση νέου Συντάγματος είναι ύψιστη προτεραιότητα, όπως είχε διατυπωθεί από την Γενική Γραμματέα της Κυβέρνησης Καμίλα Βαγιέχο. Ο ίδιος ο Μπόριτς, πριν από την εκλογή του, ήταν καταλυτικός στην απόφαση να οδηγηθεί η χώρα σε διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Η θεσμική τους ιδιότητα επιτάσσει ουδετερότητα ως προς την εξέλιξη των διεργασιών της Συνέλευσης, ωστόσο είναι δεδομένο ότι η κυβέρνηση έχει επενδύσει πολλά στην αναθεώρηση του δικτατορικού Συντάγματος που πρακτικά αποκλείει κάθε φιλολαϊκή μεταρρύθμιση. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν την πλειοψηφία των ψηφοφόρων να καταψηφίζουν το νέο Σύνταγμα καθώς η διαδικασία αναπαρήγαγε ένα σύνολο παθογενειών που χαρακτηρίζουν τον πολιτικό κόσμο της Χιλής απογοητεύοντας μερίδα των πολιτών.
Οι εντάσεις στις διαδικασίες, οι αλληλοκατηγορίες και η δυστοκία στην επαρκή τεκμηρίωση των πιο ριζοσπαστικών προτάσεων της Συντακτικής Συνέλευσης ενίσχυσαν τη δυσπιστία μερίδας της κοινωνίας. Η δεξιά στη χώρα έχει ξεκινήσει την καμπάνια απόρριψης του νέου Συντάγματος εδώ και μήνες. Η επικοινωνιακή της πολιτική συγκέντρωσε τα πυρά της στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που ερέθιζαν τα φοβικά αντανακλαστικά της μεσαίας τάξης και των πιο μετριοπαθών ψηφοφόρων, όπως είναι η κατάργηση της Γερουσίας (που θεωρείται ως ένας εξισορροπιστικός θεσμός που αμβλύνει την πολιτική αντιπαράθεση) αλλά και την μετατροπή της Χιλής σε ομοσπονδιακό κράτος στα πρότυπα της Ισπανίας, με αυξημένη αυτονομία στην κάθε περιφέρεια, πρόταση που σε πολλούς φαίνεται να υπονομεύει την συνοχή και τον ενιαίο χαρακτήρα του χιλιανικού κράτους.
Οι υποστηρικτές του νέου Συντάγματος εκτιμούν ότι το χαμένο έδαφος μπορεί να ανακτηθεί τώρα που το σχέδιο είναι σαφές, η συζήτηση μπορεί να επικεντρωθεί στις πραγματικές αλλαγές που προτείνονται με νηφαλιότητα και επαρκή χρόνο επεξήγησης και τεκμηρίωσης του στην κοινωνία. Κλειδί για το στρατόπεδο του «Ναι» στο δημοψήφισμα θα είναι να πείσουν τα εκατομμύρια των Χιλιανών ότι το νέο Σύνταγμα κατοχυρώνει θεσμικά μεγάλο μέρος των προσδοκιών που εκφράστηκαν στην κοινωνική έκρηξη του 2019-2020.
Ραχοκοκαλιά του ανασχηματισμού του πολιτικού τοπίου της χώρας είναι τα κοινωνικά κινήματα που παρήγαγαν ποιοτικό, ριζοσπαστικό λόγο που συγκίνησε ευρύτατα ακροατήρια και ανάγκασε την αριστερά να εκφράσει τις προσδοκίες των μερίδων της κοινωνίας που δεν είχαν φωνή το προηγούμενο διάστημα. Σε αυτά τα κινήματα πέφτει τώρα το βάρος της καμπάνιας υποστήριξης του «Ναι» στο δημοψήφισμα. Από την άλλη, σε περίπτωση ήττας του «Ναι», η νέα προοδευτική κυβέρνηση θα χρεωθεί μερίδιο της ευθύνης για την αποτυχία. Ήδη, τα ποσοστά δημοφιλίας της κυβέρνησης φαίνεται να υποχωρούν καθώς οι υποσχεθείσες αλλαγές δεν έχουν τον ρυθμό που ανέμεναν οι πολίτες που την στήριξαν.
Ο ερχόμενος Σεπτέμβρης είναι ο επόμενος κρίσιμος κόμβος που είτε θα φυσήξει αέρα στα πανιά της κοινωνικής αλλαγής που εκκίνησε με τις πρώτες κινητοποιήσεις του 2019, είτε θα σημάνει την αρχή μίας αντεπίθεσης της εγχώριας δεξιάς που δεν έχει συνηθίσει να είναι σε φάση άμυνας για μεγάλο χρονικό διάστημα.