«Το υπουργείο περίμενε να φτάσουμε στις αρχές Ιουλίου του 2021 για να μου στείλει πληροφοριακό υλικό στα ρωσικά σχετικά με τη Covid-19 και τον εμβολιασμό».
Είναι η Μαρίνα Πρότσεφσκα, γενική ιατρός. Είναι ρωσόφονη, μία εκ των 7.600 κατοίκων της κωμόπολης Κράσλαβα της Λετονίας, περιοχής κοντά στα λευκορωσικά σύνορα, όπου η ρωσική είναι η γλώσσα που κυριαρχεί ευρέως στις συζητήσεις. Διατηρεί μια μάλλον αποστασιοποιημένη σχέση με το καθεστώς Πούτιν, χωρίς αυτό όμως να την εμποδίζει να ασκήσει σκληρή κριτική στον δογματισμό για τον οποίο διακρίνονται οι λετονικές αρχές. Όπως η ίδια περιγράφει μιλώντας στη Le monde diplomatique, ενόσω ο πληθυσμός υφίστατο έναν νέο περιορισμό κυκλοφορίας στα τέλη Οκτωβρίου 2021, εξαιτίας της αναζωπύρωσης της πανδημίας, η κυβέρνηση φάνηκε απρόθυμη να απευθυνθεί άμεσα στη ρωσική γλώσσα προς τον κόσμο, ιδίως προς τους γηραιότερους, οι οποίοι δυσκολεύονται να καταλάβουν τη λετονική.
Η περίπτωση της Πρότσεφσκα δεν είναι μοναδική. Τα ίδια κατέθεσε στη γαλλική εφημερίδα και ο Βαλέρι Κριγιανόφκσι, καταγόμενος επίσης από την Κράσλαβα και ρωσόφωνος. Ο Κριγιακόφσκι ενσαρκώνει ό, τι απεκδύεται και ταυτόχρονα φοβάται η Ρίγα: καθολικός, με στενούς δεσμούς με την ιστορία της χώρας του, που παρακολουθεί μόνο τα ρωσικά τηλεοπτικά δίκτυα, μιας και, όπως λέει, είναι «πιο αντικειμενικά από τα λετονικά». Μιλά σπαστά την επίσημη γλώσσα του κράτους, είναι οπαδός του Πούτιν και δεν «του αρέσουν οι Λετονοί που έχουν κάνει κατάληψη στο κράτος».
Μήπως εδώ βρισκόμαστε μπροστά στην ύπαρξη μιας πέμπτης φάλαγγας που υποσκάπτει το μέλλον των Λετονών, έπειτα από την ανεξαρτησία τους; Μα, αν είναι έτσι, προς τι η πολιτική διάκρισης την οποία υφίσταντο και πιο μετριοπαθείς ρωσόφωνοι, όπως η Πρότσεφσκα και οι ασθενείς της;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, θα πρέπει να φύγουμε από το κέντρο της Ρίγας και παίρνοντας το λεωφορείο της γραμμής 3 να κατευθυνθούμε προς τη Βαλτική Θάλασσα. Φτάνοντας στο λιμάνι, ίσως ακούσεις να μιλούν για την κρίση που «χτύπησε» το θαλάσσιο κέντρο της λετονικής πρωτεύουσας. Βλέπεις, η Μόσχα πλέον χρησιμοποιεί τις δικές υποδομές για να εξάγει τις πρώτες ύλες της, ενώ στη «χασούρα» τους, οι Λετονοί θα πρέπει να υπολογίζουν και την πτώση της κίνησης των εμπορευμάτων από τη Λευκορωσία. (Μην βιαστείτε να συμπεράνετε ότι πρόκειται για άσχετες μεταξύ τους καταστάσεις, αφού αυτή η συνθήκη άρχισε να διαμορφώνεται από τη στιγμή που οι χώρες της Βαλτικής υποστήριξαν τη λευκορωσική αντιπολίτευση, με το Μινσκ και τη Μόσχα, να αλλάζουν το διαμετακομιστικό χάρτη ενός μέρους των προϊόντων τους, τα οποία συνήθως έφευγαν από τα λετονικά και τα λιθουανικά παράλια).
Επομένως, το πρόβλημα είναι πολιτικό. Ειδικά όταν αναφερόμαστε σε μία χώρα, απόλυτα διαιρεμένη σ’ ό,τι αφορά τα ζητήματα μνήμης.
Υπό αυτό το πρίσμα, το κοινοβούλιο της Λετονίας αποφάσισε πριν λίγο καιρό να συνδράμει στον εμπλουτισμό του νομικού οπλοστασίου κατά του σοβιετικού παρελθόντος της χώρας. Στο στόχαστρο της αντικομμουνιστικής πυροβολαρχίας αυτή τη φορά βρέθηκε το μνημείο των Σοβιετικών στρατιωτών-αντιφασιστών του πάρκου Ουσβάρας στην πρωτεύουσα Ρίγα, με την πλειοψηφία των βουλευτών να συντάσσεται υπέρ της τροποποίησης και εν τέλει της αναστολής του Άρθρου 13 της Συμφωνίας μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Λετονίας (1994), το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων τη Λετονία ως υπεύθυνη της διατήρησης των σοβιετικών μνημείων στην επικράτειά της.
Όλα αυτά βέβαια μέσα στα πλαίσια της γενικότερης ρωσοφοβίας που εκδηλώθηκε μετά την πολεμική εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία. Όμως, όπως σωστά υπογράμμισε κατά την άποψη της στήλης, ο αντιπολιτευόμενος σοσιαλδημοκράτης βουλευτής Ίγκορ Πιμένοφ, το μνημείο, όπως και τα εκατοντάδες άλλα μνημεία της σοβιετικής εποχής, δεν έχει καμία σχέση με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Τουναντίον, αντιπροσωπεύει αποκλειστικά και μόνο τη νίκη του Κόκκινου Στρατού επί των ναζί. Ενός Στρατού, τον οποίο υπηρέτησαν Ουκρανοί, αλλά και Λετονοί αντιφασίστες.
Ωστόσο, όπως είπαμε παραπάνω, το μνημείο στο πάρκο Ουσβάρας είναι απλώς το κερασάκι στην τούρτα, καθώς όταν μιλάμε για τη Λετονία, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας το βολικό για πολλούς σύμπλεγμα των κυβερνήσεων της με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με το εκτενές ρεπορτάζ της LMD,παρότι η χώρα παρουσιάζεται ως θύμα «των δύο ολοκληρωτισμών», μετά την ανεξαρτητοποίησή του το νέο κράτος έθεσε ως ύψιστη προτεραιότητά του την εξάλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στη σοβιετική εποχή.
Αρχικά, μετά το ’91, σε μια προσπάθεια ευθυγράμμισης με το δυτικοευρωπαϊκό ημερολόγιο, επέβαλε την 8η Μαΐου ως ημέρα επετείου της λήξης του Πολέμου, διαχωρίζοντας τη νέα εποχή της Ρίγας από το σοβιετικό της παρελθόν, που είχε καθιερώσει την 9η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της παράδοσης του Γ’ Ράιχ. Στη συνέχεια, το πράγμα άρχισε να χοντραίνει και οι σβάστικες να βγαίνουν από τα μπαούλα.
Μέχρι το 2004, εποχή κατά την οποία η χώρα εισήλθε μαζί με τις υπόλοιπες της Βαλτικής στη μεγάλη οικογένεια της Ε.Ε., οι κυβερνήσεις της Λετονίας είχαν ήδη αναγνωρίσει την 16η Μαρτίου ως «Ημέρα μνήμης των Λετονών πολεμιστών». Πρόκειται για την ημερομηνία κατά την οποία εκδηλώθηκε η επίθεση της «Λετονικής Λεγεώνας των Ες Ες» ενάντια στον Κόκκινο Στρατό. Επιπλέον δόθηκαν συντάξεις στους ναζί δολοφόνους της Λεγεώνας καθώς και παράσημα για τις «ιδιαίτερες υπηρεσίες τους προς τη Λετονία», παρότι βαρύνονταν με την κατηγορία της διάπραξης εγκλήματος πολέμου και παρά την ενεργή συμμετοχή τους στην εξάλειψη του τοπικού εβραϊκού στοιχείου, κατά το «Ολοκαύτωμα από σφαίρες». Ταυτόχρονα, ξηλώθηκαν, ακόμη και μέσω ανατίναξης, αρκετά από τα μνημεία των αντιφασιστών της χώρας και στη θέση τους στήθηκαν ανδριάντες που τιμούσαν τους «πατριώτες» που συνεργάστηκαν με τη Βέρμαχτ. Ε, και για να επιβεβαιωθεί ότι η αναβίωση των SS έχει πάντα στον πάτο της τον αντικομμουνισμό, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν δεκάδες υπέργηροι βετεράνοι που πολέμησαν τους ναζί, απαγορεύθηκε η χρήση κομμουνιστικών συμβόλων και η λειτουργία του Κ.Κ. Λετονίας, ενώ το 2016 ένα νέο μπουμπούκι άνθισε στον αντιδραστικό κήπο του κοινοβουλίου της χώρας όταν κατά τη συζήτηση του νέου ποινικού κώδικα, έγινε γνωστό ότι το «δημόσιο κάλεσμα για την ανατροπή της εξουσίας ή την αλλαγή της κρατικής οργάνωσης» τιμωρείται με φυλάκιση έως και 5 χρόνια.
Στο πλαίσιο τέτοιων ενορχηστρωμένων επιθέσεων κατά της ιστορικής αλήθειας, γεννήθηκε η σύγχρονη «α λα καρτ» δημοκρατία της Λετονίας. Με την εμμονή της λετονικής πολιτικής ελίτ να χαρακτηρίζει ως «κατοχή» την κομμουνιστική περίοδο, την ίδια ώρα που χάιδευε σκανδαλωδώς το κεφάλι του φιδιού, η χώρα δημιούργησε ένα νέου τύπου «απαρτχάιντ» στην καρδιά της Ευρώπης. Καθιστώντας όλους τους κατοίκους που είχαν έρθει στη χώρα μετά το 1940 ως ξένα στοιχεία στο νέο κράτος, η Λετονία έθεσε στο περιθώριο 700.000 άτομα, δηλαδή το 1/3, δηλαδή του πληθυσμού της.
Το 1995, ένα νέο νομοθέτημα εγκαινίασε το καθεστώς των «μη πολιτών», ενώ το 1998 με νέο νόμο διευκολύνθηκε η πρόσβαση στην ιθαγένεια, με τις πολιτογραφήσεις όμως να προχωρούν το ίδιο αργά με την απομάκρυνση της μικρής χώρας της βαλτικής από το ναζιστικό της παρελθόν. Έτσι, ειδικά μετά την προσχώρηση της χώρας στην Ε.Ε., το 2004 σχεδόν 200.000 πολίτες (το 65% των οποίων αυτοπροσδιορίζονται ως Ρώσοι) παρέμειναν υπό το καθεστώς της πολιτικής αφάνειας, ως «μη πολίτες», στερούμενοι του δικαιώματος ψήφου, καθώς και της δυνατότητας να ασκήσουν ορισμένα επαγγέλματα, όπως αυτό του δημόσιου υπαλλήλου. Κατάσταση που δεν έχει αλλάξει μέχρι την ώρα που συντάσσεται το παρόν σημείωμα και δεν φαίνεται να αλλάζει σύντομα.
Όχι. Δεν αναφέρομαι μόνο στην κατεδάφιση των εμβληματικών μνημείων του μεγάλου αντιφασιστικού αγώνα των λαών. Αναφέρομαι και στην τελευταία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 2018 που επέβαλε την εκπαίδευση εξ ολοκλήρου στη λετονική γλώσσα, επιχειρώντας έτσι να εξαφανίσει τα πολυγλωσσικά απομεινάρια της σοβιετικής περιόδου, μα και στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα σε όσους ενθάρρυναν τις λετονικές κυβερνήσεις να ενσωματώσουν τους ρωσόφωνους στη δημόσια διοίκηση. Για τους Λετονούς, η Ρωσία επιχειρεί με Δούρειο Ίππο το γλωσσικό και το εθνικό ζήτημα να διαρρήξει την κοινωνική συνοχή της χώρας. Το ίδιο και για το ΝΑΤΟ που έχει στρατοπεδεύσει στη χώρα από το 2016. «Το συμβάν αυτό έδειξε την ικανότητα της Ρωσίας να μετατρέπει ένα περιθωριακό ζήτημα σε κοινωνική αντιπαράθεση», υπενθύμιζε ο Γιάνις Σαρτς, διευθυντής του Κέντρου Αριστείας για τη Στρατηγική Επικοινωνία (StratCom COE), οργανισμού σκέψης προσκείμενου στο ΝΑΤΟ, αναφερόμενος στο δημοψήφισμα του 2012 για την αναγνώριση της ρωσικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας.
Παράλληλα, το πογκρόμ απαγορεύσεων και ευθείας στοχοποίησης της μειονοτικής ομάδας των ρωσόφωνων της Λετονίας συνεχίζεται και στον τομέα της ενημέρωσης. Σε μια προσπάθεια να μειωθεί η επιρροή του Κρεμλίνου, τον Φεβρουάριο του 2021, το ρωσικό κανάλι RossiyaRTR σταμάτησε να εκπέμπει, με την αναστολή λειτουργίας του να έχει ισχύ ενός έτους. Η απόφαση αυτή ήρθε να προστεθεί στις τριάντα περίπου απαγορεύσεις εκπομπής τηλεοπτικού σήματος, μετά το 2019. Οι περισσότερες απ’ αυτές «στηρίζονται σε μια διασταλτική ερμηνεία των ατομικών κυρώσεων που υιοθετήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την προσάρτηση της Κριμαίας», σημειώνει η Ελέν Ρισάρ στη Monde.
Ξέρω, ξέρω. Η Ρωσία είναι ο εισβολέας. Είναι! Η στήλη δεν τ’ αμφισβητεί. Ωστόσο, πόσο θεμιτές και πόσο λειτουργικές είναι οι κυρώσεις της Ε.Ε.; Αυτό το ερώτημα τέθηκε από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα, οι οποίοι, όσο να ‘ναι δύσκολα μπορούν να κατηγορηθούν για ενδοτισμό έναντι του Πούτιν. «Αντί του κλεισίματος μέσων ενημέρωσης για ασαφείς λόγους και σε μια εύθραυστη νομική βάση, τα κράτη μπορούν να απαιτήσουν εγγυήσεις δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας από το σύνολο των μέσων ενημέρωσης. (…) Η υποβολή όλων των μέσων στις ίδιες υποχρεώσεις (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γεωγραφική προέλευση) θα επέτρεπε να αποφευχθούν αντίποινα από χώρες που επιδίδονται σε πολέμους πληροφοριών».
Ας μην γελιόμαστε. Το πρόβλημα των Λετονών και κατ’ επέκταση των σφουγκοκωλάριων των Βρυξελλών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ήταν ούτε η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, ούτε η συμπαράσταση στο δράμα των Ουκρανών μετά την κήρυξη πολέμου από τη Μόσχα. Αυτό το μωσαϊκό αντιδραστικών και ρατσιστικών πολιτικών που εφαρμόζονται ευλαβικά από το λετονικό κράτος, καιρό πριν η Μόσχα αποφασίσει να επιβάλλει την ισχύ των όπλων στην Ουκρανία, ήταν η Σοβιετική Ένωση. Το ‘χε δηλώσει άλλωστε πριν δεκαοκτώ χρόνια ο τότε εκπρόσωπος της κεντρώας (!) κοινοβουλευτικής ομάδας της «Ένωσης των πρασίνων και αγροτών», από την οποία προέρχονταν εκείνη την περίοδο ο πρόεδρος της λετονικής Βουλής, ο πρωθυπουργός και πέντε ακόμη υπουργοί του κυβερνητικού συνασπισμού που βρίσκονταν στην εξουσία. «(…)Το Κοινοβούλιό μας έχει εγκρίνει την “Απόφαση περί Κατοχής”. Συμπερασματικά, εμείς, στη Λετονία δεν έχουμε πρόβλημα με τα δικαιώματα κάποιας εθνικής μειονότητας. Το πρόβλημά μας είναι οι συνέπειες της σοβιετικής κατοχής. Αυτοί οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν εδώ από τον κατακτητή!».
Αυτά είχε πει τότε, ο… εκπρόσωπος. Με την Ε.Ε. της «δημοκρατίας» και του «πολιτισμού» από δίπλα, να υπερθεματίζει. «Δεν με ενοχλεί οι συνεργάτες του κατακτητή να βρίσκονται στη φυλακή», είχε απαντήσει ο Κ. Φερχόγικεν, επίτροπος της Ε.Ε., αρμόδιος για την διεύρυνσή της στην καταγγελία του εκπροσώπου του ΚΚΕΣτρ. Κόρακα για τη φυλάκιση, το 2000, του Βασίλη Κόνονοφ, αντιφασίστα, βετεράνου του Β` Παγκόσμιου Πολέμου από τις αρχές της Λετονίας. Λίγους μήνες πριν είχε υπαινιχθεί ότι η λύση στο πρόβλημα των «μη πολιτών» θα δοθεί δια της φυσικής οδού: με τον θάνατό τους, δηλαδή.
Γνώριζαν τότε, γνωρίζουν σήμερα και θα γνωρίζουν ότι η «σωστή πλευρά της Ιστορίας» δεν τους συμπεριλαμβάνει. Γιατί η σωστή πλευρά της Ιστορίας χτίστηκε με το αίμα όσων πάλεψαν όχι μόνο απέναντι στην δολοφονική μηχανή του φασισμού, αλλά κι εναντίον του συστήματος που τον γεννά, τον χρηματοδοτεί, τον εξοπλίζει και τον αμολά απέναντι στον απλό κοσμάκη. Υπηρέτης αυτού του απάνθρωπου συστήματος είναι η ΕΕ και για αυτό θωπεύει τα ζόμπι του χιτλερισμού από τη Λετονία και τη Λιθουανία, μέχρι την Ουγγαρία και την Ουκρανία.
Όσο όμως κι αν λυσσούν το «φάντασμα» για το οποίο έκαναν λόγο ο Κάρολος και ο Ένγκελς σχεδόν πριν από δύο αιώνες, συνεχίζει να ταράσσει τον ύπνο τους. Ας είναι. Όσο για την εμμονή των λετονικών κυβερνήσεων να παρουσιάζουν ως «κατοχή» την κομμουνιστική οργάνωση της κοινωνίας και του κράτους, την απάντηση δίνει η ιστορικός Ζυλιέτ Ντενί: «Η ενσωμάτωση [της Λετονίας] στον σοβιετικό κόσμο (…) δεν εγκαθίδρυσε κάποια “δυαδική εξουσία” (στρατιωτική και πολιτική), χαρακτηριστική, για παράδειγμα, των ναζιστικών κατοχών στην Ευρώπη. Η εμμονή με τον όρο κατοχή μοιάζει ακόμα πιο άκυρη από τη στιγμή που η προσάρτηση, και η συνακόλουθη σοβιετικοποίηση, είναι διαδικασίες εξίσου έως και πιο ριζοσπαστικές, πιο βαθιές και μεγαλύτερης διάρκειας από μια κατοχή. Αναμφίβολα, ο όρος έγινε δημοφιλής για λόγους μάλλον πολιτικούς παρά επιστημονικούς».