ΑΘΗΝΑ
04:25
|
19.11.2024
Αν και λίγοι γνωρίζουν την ύπαρξή του αυτό διαμορφώνει πολλά από όσα «διαβάζουμε, βλέπουμε και ακούμε γύρω από τον στρατό».
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Τελειώνοντας τις δύο θητείες του ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ προειδοποίησε τους συμπατριώτες του, στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του προς το αμερικανικό έθνος, για τους κινδύνους που συνεπάγεται για τη χώρα η ύπαρξη, η ισχύς και η επιρροή του «στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος», δηλαδή της διαπλοκής ισχυρών πολεμικών βιομηχανιών, των πολιτικών που παίρνουν τις αποφάσεις και της στρατιωτικής γραφειοκρατίας. Τόνισε ότι μόνο η εγρήγορση των πολιτών, της κοινωνίας, μπορεί να τους αντισταθμίσει.

Ο «Άικ», όπως τον έλεγαν οι Αμερικανοί, ήξερε ασφαλώς για τι μιλούσε. Ένας από τους θρύλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε διοικήσει τα συμμαχικά στρατεύματα που αποβιβάστηκαν στη Βόρειο Αφρική και στη Νορμανδία. Μετά το τέλος του πολέμου συγκρούστηκε και νίκησε τον στρατηγό Πάτον (ίνδαλμα του Ντόναλντ Τραμπ) που ήθελε να συμμαχήσει με τους Γερμανούς και να πάει σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση.

Για τον πόλεμο ο Αϊζενχάουερ συνήθιζε να λέει: «Μισώ τον πόλεμο όπως μόνο ένας στρατιωτικός που τον έχει ζήσει, που έχει δει τη βία, τη ματαιότητα και την ανοησία του, μπορεί». Πέρυσι, ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, ο δημοσιογράφος που απεκάλυψε, δημοσιεύοντας τα Pentagon Papers, την έκταση της αμερικανικής εμπλοκής στο Βιετνάμ, προκαλώντας πολύ μεγάλο σάλο, έκανε μια ακόμα αποκάλυψη. Οι αρχηγοί των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων είχαν εισηγηθεί στον Άικ τη χρήση πυρηνικών όπλων κατά της Κίνας, την οποία όμως ο Αμερικανός πρόεδρος απέρριψε.

Αν σε αυτό το ζήτημα έσωσε την παγκόσμια ειρήνη, σε άλλα ο Αϊζενχάουερ δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να τιθασεύσει τις αντίρροπες δυνάμεις. Ακολούθησε μια επικίνδυνη πολιτική απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, που μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο. Και ανέχθηκε το όργιο των διωγμών Αμερικανών πολιτών για τις απόψεις που εξέφρασαν στο παρόν και στο παρελθόν, αλλά και ακόμα αυτές που θα μπορούσαν να εκφράσουν. Γνωστή ως μακαρθισμός, αυτή η πολιτική αποδεκάτισε ή πάντως περιθωριοποίησε τους καλύτερους εκπροσώπους της αμερικανικής διανόησης.

Ο όρος όμως «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» που εισήγαγε καθιερώθηκε έκτοτε ως κλασικός και χρησιμοποιείται πλέον στις σημαντικότερες αναλύσεις για την αμερικανική αμυντική, βιομηχανική, εξοπλιστική, εξωτερική και τεχνολογική πολιτική.

Από το «στρατιωτικό-βιομηχανικό» στο «στρατιωτικο-πολιτιστικό» σύμπλεγμα

Το αμερικανικό Πεντάγωνο όμως δεν «διαπλέκεται» μόνο με τις βιομηχανίες των όπλων και τις πολεμικές βιομηχανίες. Στελέχη των τελευταίων εναλλάσσονται κατά καιρούς σε κρατικές θέσεις, ενώ απόστρατοι γίνονται σχολιαστές στα κορυφαία τηλεοπτικά δίκτυα των ΗΠΑ. Ιδιαίτερες σχέσεις καλλιεργεί επίσης ο αμερικανικός στρατός με την βιομηχανία διασκέδασης των χώρας και ιδιαίτερα το Χόλιγουντ.

Στο θέμα αυτό αναφέρεται, με πρόσφατο άρθρο του στο αμερικανικό Jacobin, με αφορμή την προβολή του «Top Gun Maverick», ο γνωστός Αμερικανός ερευνητικός δημοσιογράφος Ντέιβιντ Σιρότα (David Sirota), που χαρακτηρίζει μάλιστα αυτή την ταινία ως το τελευταίο προϊόν ενός σκιώδους συμπλέγματος «Στρατού και Βιομηχανίας Διασκέδασης» (Military-Entertainment Complex), την «ύπαρξη του οποίου λίγοι γνωρίζουν αλλά το οποίο διαμορφώνει πολύ όσα διαβάζουμε, βλέπουμε και ακούμε γύρω από τον στρατό». Κατά τον Αμερικανό δημοσιογράφο, οι ταινίες είναι ο προνομιακός τομέας δράσης ενός «αόρατου φιλο-στρατιωτικού προπαγανδιστικού μηχανισμού».

Για να παραχθεί η σειρά ταινιών (sequel) Top Gun, το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό παρέσχε πιλότους, μαχητικά και αεροπλανοφόρα, ενώ παραβίασε ακόμα και τους δικούς του κανόνες ασφαλείας, για να νοιώθει ο Τομ Κρουζ όσο πιο ήρεμος μπορούσε. Σε αντάλλαγμα, οι παραγωγοί της ταινίας δεν πλήρωσαν μόνο 11.000 δολάρια την ώρα για την ενοικίαση των αεροσκαφών. Επέτρεψαν στο Πεντάγωνο να επηρεάσει και να διαμορφώσει την ίδια την ταινία.

Όπως σημείωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γεωργίας Ρότζερ Σταλ (Roger Stahl), σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Θέατρα Πολέμου: Πώς το Πεντάγωνο και η CIA κατέλαβαν το Χόλιγουντ» («Theaters of War: How the Pentagon and CIA Took Hollywood»), δημοσιοποιημένα στοιχεία αποδεικνύουν ότι επετράπη σε αξιωματικούς να κάνουν αλλαγές στο «Top Gun: Maverick», ακόμα και να εισάγουν βασικές ιδέες (key talking points) για θέματα στρατολογίας και εξωτερικής πολιτικής στην ταινία. Τώρα, η Αεροπορία προβάλλει διαφημιστικά στρατολογίας πριν από τις προβολές, ώστε να εκμεταλλευθεί την επιτυχία της ταινίας. Αυτά στην ίδια την Αμερική μόνο. Γιατί σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο όπου προβάλλεται, η ταινία εμπεδώνει σε εκατομμύρια ανθρώπους μια εικόνα «ισχυρής υπερδύναμης», που όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πραγματικές επιδόσεις της στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ ή παλαιότερα στο Βιετνάμ.

Η σχέση στρατιωτικών και Χόλιγουντ δεν είναι καινούρια, χρονολογείται από δεκαετίες με σκοπό αφενός την παραγωγή ταινιών και τηλεοπτικών σώου που προωθούν τις Ένοπλες Δυνάμεις, αφετέρου για να αποτρέψουν το γύρισμα ταινιών που είναι κριτικές απέναντί τους.
Ο μηχανισμός είναι σχετικά απλός. Ο στρατός προσφέρει στα κινηματογραφικά στούντιο τη δυνατότητα να γυρίσουν τις ταινίες που του αρέσουν στις εγκαταστάσεις του είτε δωρεάν, είτε με έκπτωση, αλλά τα σενάρια πρέπει να εγκριθούν προκαταβολικά και να τροποποιηθούν ανάλογα με την άποψη των στρατιωτικών. Η μη πληρωμή ή οι εκπτώσεις στη χρήση στρατιωτικών εγκαταστάσεων συνιστά κατ’ ουσίαν μια πολύ σημαντική κρατική επιδότηση στις ταινίες που θέλει να επιδοτήσει το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας, αλλά και αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όσων θέλουν να παράγουν ταινίες που αρέσουν έναντι ταινιών που δεν αρέσουν στους στρατιωτικούς.

Από την άλλη μεριά, η άρνηση των στρατιωτικών να επιτρέψουν την πρόσβαση των κινηματογραφιστών στις εγκαταστάσεις τους οδηγεί συχνά στη ματαίωση της παραγωγής ταινιών που δεν τους αρέσουν, λόγω πολύ μεγαλύτερου κόστους.

Η δύναμη της πολιτιστικής επιρροής

Η αμερικανική στρατιωτική ηγεσία έχει συνειδητοποιήσει εδώ και πολύ καιρό τη σημασία του να επηρεάζει την πολιτιστική παραγωγή της χώρας (που επιπλέον εξάγεται και συχνά κυριαρχεί σε όλο τον κόσμο) αλλά και του να το κάνει χωρίς να φαίνεται, υπογραμμίζει ο Σιρότα, σύμφωνα με τον οποίο η επιρροή αυτή ασκείται μέσω κατάλληλων «ρυθμίσεων» με μια πληθώρα ιδιωτικών επιχειρήσεων στους τομείς της διασκέδασης, της δραματουργίας, της μουσικής, των περιοδικών, των εφημερίδων και των βιβλιοεκδοτών, που συχνά κρατώνται μυστικές, εντελώς άγνωστες από το ευρύ κοινό, περιλαμβανομένων και των μπαμπάδων και μαμάδων που πάνε τα παιδιά τους στο σινεμά. Μέσω αυτών των συνεργασιών το «Military-Entertainment Complex» επηρεάζει ανεπαίσθητα τη γνώμη των Αμερικανών σε μια πληθώρα θεμάτων, από στρατιωτικές επεμβάσεις σε τρίτες χώρες έως τους προϋπολογισμούς του Πενταγώνου.

Η συνεργασία του στρατού με το Χόλιγουντ αρχίζει ήδη από το 1927, όταν το Πεντάγωνο βοήθησε στην παραγωγή της ταινίας «Φτερούγες», που κέρδισε το πρώτο Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Στη δεκαετία του 1950 συνεργάστηκε με τη Lassie για την παραγωγή τηλεοπτικών σόου με έμφαση στη νέα στρατιωτική τεχνολογία, ενώ παρήγαγε τα «Mouse Reels» για το Mickey Mouse Club, σε ένα από τα οποία παιδιά περιηγούνταν το πρώτο πυρηνικό υποβρύχιο. Όπως αποκάλυψε ο ερευνητικός δημοσιογράφος Ντείβιντ Ρομπ (David Robb), ένα υπόμνημα του Πενταγώνου της εποχής υπογράμμιζε ότι τα απευθυνόμενα στα παιδιά μέσα «είναι μια έξοχη ευκαιρία για να εισαχθεί η νέα γενιά στο πυρηνικό Ναυτικό».

Η κορύφωση της στρατιωτικής προπαγάνδας ήρθε το 1968, με την ταινία «Τα πράσινα Μπερέ», ένα φιλμ που συνδύαζε τη γοητεία του Τζον Γουέιν στους εφήβους με ένα μήνυμα υπέρ του πολέμου στο Βιετνάμ.

Η μαζική εξέγερση της αμερικανικής νεολαίας κατά του πολέμου και η εν συνεχεία ήττα και αποχώρηση των Αμερικανών από το Βιετνάμ οδήγησαν σε ύφεση την παραγωγή φιλμ σύμφωνων με τις ιδέες του Πενταγώνου. Στη δεκαετία του 1980 όμως, με την άνοδο του Ρηγκανισμού, είχαμε πάλι μια σταθερή αύξηση των αιτημάτων της κινηματογραφικής βιομηχανίας για πρόσβαση σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, με ταυτόχρονη όμως σκλήρυνση της στάσης του Πενταγώνου, που απαιτούσε, σε αντάλλαγμα της πρόσβασης στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις να ελέγχει και να ξαναγράφει ακόμα τα σενάρια και τους διαλόγους των ταινιών, υπογραμμίζει ο Σιρότα. Απορρίπτονταν εξάλλου σενάρια που δεν εμφάνιζαν επαρκώς ηρωικούς τους Αμερικανούς στρατιωτικούς.

Το αποκορύφωμα ήταν η ταινία Top Gun το 1986, σε μεγάλο βαθμό μια διαφήμιση των αμερικανικών δυνάμεων προς άγρα εθελοντών. Όλη η ιστορία της ταινίας κινούνταν γύρω από το πόσα αεροπλάνα των Βιετκόνγκ κατέρριψε ο μπαμπάς του Μάβερικ.

Το σενάριο της ταινίας διαμορφώθηκε από την ανώτερη αμερικανική στρατιωτική ηγεσία και η Paramount Pictures πλήρωσε μόλις 1,1 εκατομμύριο δολάρια για τη χρήση των αεροσκαφών και ενός αεροπλανοφόρου, πολύ λιγότερο από ότι θα της στοίχιζε κανονικά μια τέτοια παραγωγή.

Προνομιακός στόχος: τα παιδιά

Μεταξύ της παραγωγής του Top Gun και της έναρξης του πολέμου του Κόλπου κατά του Ιράκ, ο αριθμός των ταινιών που γυρίστηκαν με τη συνεργασία (και την έγκριση) του Πενταγώνου τετραπλασιάστηκαν, σύμφωνα με τα ίδια τα στοιχεία του υπουργείου Άμυνας, και ένα μεγάλο μέρος από αυτές τις παραγωγές (που διαχύθηκαν γρήγορα σε video games, action figures, κλπ. ) απευθύνονταν σε εφήβους, οι γονείς των οποίων δεν είχαν ιδέα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ότι το Πεντάγωνο ήταν πίσω από την παραγωγή των ιδεών και νόμιζαν ότι πρόκειται για συνήθεις εμπορικές ταινίες. Το γεγονός αναγνωρίζει, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Ρομπ, το ίδιο το αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας σε μια σειρά από ντοκουμέντα του.

Είχα ο ίδιος προσωπικά μια εμπειρία για το πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η επιρροή αυτών των ταινιών. Όταν μια μέρα είπα σε μια συζήτηση «η ήττα των Αμερικανών στο Βιετνάμ», ο δεκάχρονος γιος μου που παρακολουθούσε τη συζήτηση πετάχτηκε μέχρι το ταβάνι και με ρώτησε αποσβολωμένος: «Έχασαν οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ;». Του άρεσαν πολύ και έβλεπε πολλές αμερικανικές πολεμικές ταινίες. Όχι μόνο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Αμερικανοί κέρδισαν τους Βιετναμέζους, θεωρούσε αδύνατο και αδιανόητο να μη συμβεί κάτι τέτοιο.

Ίσως με κάτι τέτοιους τρόπους έχει φτάσει η πλειοψηφία των Αμερικανών σήμερα να πιστεύουν και να απαντάνε στις δημοσκοπήσεις ότι οι Παλαιστίνιοι εισέβαλαν στο Ισραήλ.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Οι αφελείς (;) απορίες του Μπορέλ για τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς

Νεκρή 54χρονη στο βόρειο Ισραήλ και 5 τραυματίες από ρουκέτες της Χεζμπολάχ

Πέθανε ο συνθέτης του Non, Je ne Regrette Rien

Ξεκίνησαν οι αιτήσεις για εφάπαξ κουπόνι 200 ευρώ του Gigabit Voucher

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα