Για όποιον έχει έστω και επιφανειακή σχέση με τα της Άπω Ανατολής γενικά, αλλά ειδικά με τα ιαπωνικά ήθη, η είδηση της δολοφονίας του πρώην πρωθυπουργού Άμπε Σίνζο με πυροβολισμό ήταν σοκαριστική, απίστευτη. Η Ιαπωνία πρακτικά δεν έχει εγκληματικότητα σχετιζόμενη με όπλα. Όχι μόνο η χώρα έχει τους αυστηρότερους νόμους του πλανήτη κατά της οπλοχρησίας και κατοχής, αλλά τα πυροβόλα όπλα τα αποφεύγουν ακόμα και οι μαφίες, που χρησιμοποιούν ξυλοδαρμούς και άλλα τέτοια παραδοσιακά μέσα βίας, αλλά όχι όπλα.
Κατά τη διάρκεια του 2022 και ως σήμερα, στην Ιαπωνία, μια χώρα 130 εκατομμυρίων, έχει σημειωθεί μόνο ένας φόνος με όπλο, αυτός του Άμπε – και μερικές αυτοκτονίες και θάνατοι από ατυχήματα, κυρίως μεταξύ των μελών των δυνάμεων ασφαλείας που οπλοφορούν νομίμως. Πρόκειται για μια χώρα που οι πολιτικοί όλων των κομμάτων στις προεκλογικές συγκεντρώσεις στέκονται στον δρόμο προσφέροντας χειραψίες σε όλους, χωρίς σπουδαία μέτρα ασφαλείας, πρακτικές αδιανόητες στις δυτικές χώρες (και ειδικά τις ΗΠΑ).
Και όμως, παρά τα φαινόμενα, υπάρχει μια παλιά παράδοση πολιτικής βίας στην χώρα με πάρα πολλές δολοφονίες ή απόπειρες κατά πολιτικών προσώπων, αν και οι περισσότερες έγιναν με κατάνες (και αυτές είναι απαγορευμένες) και όχι με πυροβόλα όπλα. Επίσης οι πολιτικές δολοφονίες στη χώρα συνδέονται συνήθως είτε με τις πάνω από χίλιες ακροδεξιές εθνικιστικές οργανώσεις (τις λεγόμενες Ουγιόκου Νταν-τάι, Ομάδες Δεξιάς Πτέρυγας), ή με τις παραδοσιακές ιαπωνικές μαφίες, τους Γιάκουζα· έτσι και αλλιώς υπάρχει ένας τριγωνικός δεσμός που συνδέει τους εθνικιστές με τους Γιάκουζα, και όλους μαζί με το κυριότερο κόμμα της χώρας, το δεξιό Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDP, 自民党), του οποίου αρχηγός είχε διατελέσει και ο Άμπε.
Η Ιαπωνία να θυμίσουμε, είναι μια παράδοξη μονοκομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία, αφού από το 1955 και μετά την κυβερνά συνεχώς το LDP με μόνο δύο μικρά διαλείμματα, το 1993 που για 11 μήνες κυβέρνησε ένας συνασπισμός οκτώ κομμάτων (που δεν ακολούθησε όμως διαφορετική πολιτική από αυτήν του LDP) και το 2009, όταν κυβέρνησε για τρία χρόνια μια διάσπαση του LDP. Στη συνέχεια η διάσπαση επέστρεψε στον κύριο κομματικό κορμό και έκτοτε το LDP συνεχίζει να κυβερνά χωρίς να το ανησυχεί καμιά αντιπολίτευση.
Ως προς τις πολιτικές δολοφονίες, αυτές ήταν πολύ συνηθισμένες προπολεμικά. Οι διάφορες φατρίες σαμουράι (της τάξης που κυβερνά την χώρα) έλυναν με το ξίφος τις όποιες διαφορές τους. Αν και τα πράγματα λίγο ηρέμησαν μεταπολεμικά, η δολοφονική βία συνέχισε να υπάρχει ως εργαλείο πολιτικής. Η πιο σημαντική μεταπολεμική πολιτική δολοφονία ήταν αυτή του ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιαπωνίας, του Ασάνουμα Ινέτζιρο από έναν δεκαεφτάχρονο εθνικιστή το 1960. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δολοφονία δεν έγινε με πυροβόλο αλλά με ουακιζάσι, το κοντό ξίφος των σαμουράι (η κατάνα είναι το μακρύ). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα βρισκόταν τότε σε μια τροχιά ριζοσπαστικοποίησης. Ο Ασάνουμα είχε, προς γενικό τρόμο του κρατικού μηχανισμού, επισκεφτεί την Κίνα, δηλώνοντας εκεί ότι ο κοινός εχθρός των δύο χωρών ήταν οι ΗΠΑ. Επιπλέον, την ίδια εποχή, το Σοσιαλιστικό Κόμμα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στις διαδηλώσεις του «Άνπο». Επρόκειτο για ένα τεράστιο λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που είχε σαρώσει την χώρα, κατά της ανανέωσης της «αμυντικής συμφωνίας» (που είναι και η σημασία της λέξης «άνπο») μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας. Η λεόντειος αυτή «συμφωνία» ήταν αποτέλεσμα της ήττας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και είχε μετατρέψει την κατεχόμενη από τους Αμερικάνους χώρα στο μεγαλύτερο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ στον πλανήτη. Το κίνημα τελικά ηττήθηκε και η Ιαπωνία παραμένει αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ μέχρι σήμερα. Χωρίς αμφιβολία η δολοφονία του Ασάνουμα, αν και δεν ήταν η αιτία της ήττας του κινήματος, πάντως σίγουρα την επιτάχυνε. Ό Ασάνουμα είχε ένα ευρύτερο κύρος στην αριστερά. Η απώλειά του, εκτός από τεράστιο σοκ, απελευθέρωσε στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος διασπαστικές δυναμικές από την φιλοαμερικανική πτέρυγα αλλά και ευρύτερα, λειτούργησε ως σημαντική αιτία κόπωσης του κινήματος.
Ο δολοφόνος του Ασάνουμα, μετά την αυτοκτονία του κατά τη διάρκεια της κράτησής του από την αστυνομία, μπήκε στο πάνθεον των ηρώων της ιαπωνικής ακροδεξιάς. Οι αρχές ποτέ δεν αναγνώρισαν αυτήν την πολιτική του στράτευση, χαρακτηρίζοντάς τον ως «μοναχικό λύκο», και αφήνοντας έτσι την οργάνωση στην οποία ανήκε στο απυρόβλητο. Ο δολοφόνος του Άμπε και αυτός χαρακτηρίζεται μοναχικός λύκος, κάτι που επιτείνεται από το γεγονός ότι είχε κατασκευάσει ο ίδιος το όπλο του: αν είχε σχέση με κάποια οργάνωση, μάλλον θα μπορούσε να βρει ένα κανονικό πιστόλι. Επιπλέον, εμφανίζεται να μην είχε καν πολιτικά κίνητρα ή έστω ένταξη σε κάποιο κόμμα. Ο Άμπε μόνο αριστερός δεν ήταν, άρα όχι μόνο δεν βρισκόταν γενικά στο στόχαστρο των εθνικιστών, αλλά αντίθετα ανήκε στην ηγεσία της εθνικιστικής δεξιάς.
Ο δολοφόνος του φαίνεται, για την ώρα τουλάχιστον, να ισχυρίζεται πως ήθελε να εκδικηθεί τον Άμπε επειδή προωθούσε μια θρησκευτική αίρεση που οδήγησε στην οικονομική καταστροφή της μητέρας του. Και αυτό το επιχείρημα δεν ακούγεται ιδιαίτερα πειστικό. Από τη μία μεριά, ισχύει ότι το φαινόμενο των «Νέων Θρησκευτικών Κινημάτων», ρίχνει μια ιδιαίτερα βαριά σκιά στη ζωή της χώρας. Τα νέα αυτά κινήματα είναι συγκρητιστικές αιρέσεις υπό τη σκοτεινή ηγεσία ενός χαρισματικού γκουρού. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει όντως ιαπωνική προέλευση, αλλά έχει κατακλύσει τον πλανήτη. Η πιο γνωστή τέτοια αίρεση, η Αουμ Σίνρι Κυό, είχε κάνει το 1995 επίθεση με δηλητηριώδες αέριο στο μετρό του Τόκιο, ενώ εκατοντάδες άλλες παρόμοιες είναι συνδεμένες με οικονομικά σκάνδαλα και υπόγεια σύνδεση με την πολιτική, από αντικομμουνιστική και εθνικιστική σκοπιά, γεγονός που σημαίνει ότι η σύνδεσή τους με τα ηγετικά κλιμάκια του LDP είναι όντως πιθανή. Περιπλέκοντας όμως τα πράγματα, η συγκεκριμένη αίρεση στην οποία συμμετείχε η μητέρα του δολοφόνου έχει κορεατική προέλευση, αλλά είναι δημοφιλής και στην Ιαπωνία.
Από την άλλη μεριά όμως, είναι λίγο δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι όχι μόνο ο Άμπε είχε σχέση με μία τέτοια αίρεση, αλλά επίσης ότι ήταν αρκετά απρόσεκτος, ώστε αυτή του η σχέση να διαρρεύσει. Γιατί ο Άμπε ούτε απρόσεκτος ήταν, ούτε κάποιος τυχαίος.
Ένας μεγάλος Αναθεωρητής
Παρά τις κακομεταφρασμένες αγιογραφίες που εμφανίστηκαν στον επικίνδυνα άσχετο ελληνικό τύπο, ο Άμπε δεν ήταν ούτε «φιλελεύθερος» ούτε «κεντροδεξιός», ούτε ανεκτικός, ούτε ο ρόλος του ήταν αυτός του υπερασπιστή διεθνών αξιών όπως η ελευθερία της ναυσιπλοΐας και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για να το πούμε λίγο πιο κυνικά, όπως άθελά της το έθεσε η Washington Post σε απίστευτης εμβρίθειας «ανάλυση», «η κληρονομιά του Άμπε είναι ένας κόσμος καλύτερα προετοιμασμένος για να αντιμετωπίσει την Κίνα».
Η πραγματικότητα είναι ότι ο Άμπε υπήρξε ένας επιθετικά μισαλλόδοξος αναθεωρητής της μεταπολεμικής κατάστασης, κάποιος που κατάφερε να αναστρέψει την πορεία που σταδιακά είχε πάρει η Ιαπωνία τις προηγούμενες δεκαετίες, πορεία που έδειχνε να οδηγεί σταδιακά προς μια σχετικά ανεξάρτητη και μάλλον ειρηνική χώρα, που θα έπαιζε έναν ρόλο εξισορρόπησης των εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή. Ο Άμπε επέβλεψε την σημαντική ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και καθοδήγησε την μετατροπή της χώρας σε υποκινητή διαρκών κρίσεων με την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, ενισχύοντας έτσι κατά πολύ τον ρόλο του επιδιαιτητή που έπαιζαν ούτως ή άλλως οι ΗΠΑ στις αντιθέσεις της περιοχής.
Αλλά σε αυτές του τις πράξεις ακολούθησε μακρά οικογενειακή παράδοση. Ο Άμπε ήταν ένας πραγματικός γαλαζοαίματος της πολιτικής. Από παλιά οικογένεια σαμουράι, μετράει έναν προπάππο αρχιστράτηγο του αυτοκρατορικού στρατού, έναν παππού πρωθυπουργό, έναν θείο πρωθυπουργό, πατέρα υπουργό Εξωτερικών, έναν μικρότερο αδερφό υπουργό σε διάφορα χαρτοφυλάκια και πάμπολλους συγγενείς σε διοικητικά συμβούλια μερικών από τους μεγαλύτερους πολυεθνικούς μολοσσούς του πλανήτη. Σύμφωνα όμως με δική του δήλωση, αυτός που τον καθόρισε και στου οποίου τα γόνατα μεγάλωσε, ήταν ο παππούς του από την μητέρα του, ίσως ο σημαντικότερος από τους μεταπολεμικούς πρωθυπουργούς της χώρας, ο Νομπούσουκε Κισί.
Ο τελευταίος ως πρώτο μεγάλο πόστο είχε αναλάβει την βιομηχανική οργάνωση του Μαντσουκούο, του κράτους-μαριονέτα, μιας αποικίας της Ιαπωνίας σε κατεχόμενα εδάφη της κινεζικής αυτοκρατορίας. Για την επίτευξη του στόχου της υπερταχείας εκβιομηχάνισης, τον οποίο τον είχε εμπνευστεί και προτείνει στην στρατιωτική ηγεσία ο ίδιος, χρησιμοποίησε τις καλύτερες μεθόδους οργάνωσης της βιομηχανίας που ήταν γνωστές τότε, αυτές της ναζιστικής Γερμανίας. Καταστρώνοντας ο ίδιος τα πενταετή πλάνα, οργάνωσε πρωτοποριακές συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Η εκβιομηχάνιση αυτή είχε το αποτέλεσμα οι ντόπιοι πληθυσμοί να αντιδρούν ξεροκέφαλα και ενίοτε βίαια με απεργίες και άλλες τέτοιες διαμαρτυρίες. Ίσως ο λόγος για αυτήν την ακατανόητη απείθειά τους να ήταν το γεγονός ότι αντιμετωπίζονταν από τις κατοχικές αρχές ως αναλώσιμοι σκλάβοι και πέθαιναν ανά χιλιάδες στα εργοστάσια (οι εκτιμήσεις υπολογίζουν ίσως και 10.000 νεκρούς το χρόνο από την εξάντληση), ενώ οι μισθοί τους ήταν κάτω από το όριο της επιβίωσης, όταν δεν τους κατακρατούσαν ως «εθνική» φορολογία οι αρχές.
Για την κατάπνιξη των τοπικών αυτών αντιδράσεων, χωρίς να χρειαστεί να δεσμευτούν πολύτιμες αλλού στρατιωτικές δυνάμεις, ο Κισί ανάπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τους Γιάκουζα, χρησιμοποιώντας τους ως παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου κατά της εργασίας. Το αμοιβαίο όφελος κράτους και συμμοριών βασιζόταν στο εμπόριο οπίου. Οι Γιάκουζα είχαν ελευθερία κίνησης στο εμπόριο, αρκεί να τρομοκρατούν τους ντόπιους. Από τις μίζες ο Κισί, γνωστός και ως «Γιοκάι» (κάτι σαν στοιχειό ή δράκος) έγινε βαθύπλουτος. Η επιτυχία του μοντέλου δεν διέλαθε της προσοχής της κυβέρνησης που τον έκανε υπουργό για την εκβιομηχάνιση και την στρατιωτική προσπάθεια, πόστο στο οποίο επίσης αρίστευσε. Μετά τον πόλεμο, αν και φυλακίστηκε για τρία χρόνια ως ύποπτος για εγκλήματα πολέμου πρώτου μεγέθους, δεν πέρασε ποτέ από δίκη, αφού οι Αμερικανοί, που κατάλαβαν γρήγορα τις μεγάλες οργανωτικές του ικανότητες και ότι θα ήταν δικός τους σύμμαχος, του επέτρεψαν να μπει άμεσα στο πολιτικό παιχνίδι.
Η συνεισφορά του ήταν σημαντικότατη. Εκτός του ότι έπαιξε ρόλο στην διαμόρφωση του μονοκομματικού συστήματος που αναφέραμε, ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος της Ιαπωνίας, που βασίστηκε στην πολύ στενή σχέση (στενότερη από ό,τι στη Δύση) επιτελικού κράτους και μεγάλου κεφαλαίου, ένα μοντέλο που με παραλλαγές μιμήθηκαν όλες οι «ασιατικές τίγρεις», αλλά ακόμα και η Κίνα.
Οι μεγάλες επιτυχίες φέρνουν και μεγάλους εχθρούς. Το πολιτικό του τέλος ήρθε όταν διαπραγματεύτηκε την αμυντική συμφωνία (την Άνπο) με τις ΗΠΑ. Οι Ιάπωνες δεν ήθελαν μια βελτιωμένη συμφωνία, ήθελαν την κατάργησή της, με αποτέλεσμα τις ογκώδεις διαδηλώσεις που αναφέραμε. Όταν οι διαδηλωτές έφτασαν στο σημείο να εισβάλουν στη Βουλή, ο Κισί έδωσε εντολή στην αστυνομία να διώξει και τους διαδηλωτές και τους βουλευτές της αντιπολίτευσης που θα καταψήφιζαν τη συμφωνία. Αν και έτσι η συμφωνία επικυρώθηκε ομόφωνα από τους βουλευτές που είχαν μείνει μέσα στη Βουλή, το δικτατορικό μέτρο της δια της βίας έξωσης των αντιπολιτευόμενων βουλευτών κρίθηκε ακραίο ακόμα και από τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, με αποτέλεσμα ο ίδιος να εξωθηθεί σε παραίτηση. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: Μία μέρα μετά την παραίτησή του, του επιτέθηκε και τον μαχαίρωσε έξι φορές ένας πεπειραμένος μαχαιροβγάλτης, που φυσικά χαρακτηρίστηκε από τις αρχές μοναχικός λύκος. Τις μαχαιριές ο Κισί τις δέχτηκε, περιέργως πως, όλες στο πόδι και η ζωή του δεν κινδύνευσε. Φαίνεται ότι τον όχι και τόσο πετυχημένο δολοφόνο τον είχε μισθώσει ένας από τους εσωκομματικούς του αντιπάλους που είχε μάθει πολύ καλά τις μεθόδους διαπλοκής με τον υπόκοσμο που είχε διδάξει πρώτος ο ίδιος ο Κισί.
Ο Κισί συνέχισε να καθοδηγεί την μεγαλύτερη και πιο έντονα εθνικιστική φράξια μέσα στο κόμμα, αν και ένιωθε πολύ πικραμένος που δεν κατάφερε τον στρατηγικό του στόχο, τον επανεξοπλισμό της Ιαπωνίας και την επιστροφή της στο μεγαλείο της προπολεμικής αυτοκρατορίας. Μάλιστα πίστευε ότι βασικός νεκροθάφτης του οράματος αυτού ήταν ο μικρότερος αδερφός του (και θείος του Άμπε), ο Έισακου Σατό, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός το 1964. Αυτός διαπραγματεύτηκε ξανά την ίδια συνθήκη ασφαλείας με τις ΗΠΑ, δέκα χρόνια μετά τον Κισί, το 1970. Κάτω από το βάρος της πολιτικής αναταραχής και των διαδηλώσεων του τέλους της ταραγμένης δεκαετίας του ’60, προτίμησε να μην χειροτερεύσει τα πράγματα υπογράφοντας εκτός από την μισητή συνθήκη και μια σειρά από άλλα μέτρα που ήταν έτοιμα για νομοθέτηση. Έτσι, ακύρωσε κάθε προσπάθεια για συνταγματική μεταρρύθμιση που θα επέτρεπε τον εξοπλισμό του στρατού και επικύρωσε τον ειρηνικό ρόλο της χώρας.
Το «όνειρο» αυτό του επανεξοπλισμού άρχισε να ξαναθερμαίνεται την δεκαετία του ’80, όταν μετά την κρίση των κινημάτων που συνέβη στην Ιαπωνία, όπως και σε όλες τις δυτικές χώρες, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός άρχισε σταδιακά να αυξάνεται. Αλλά έμελε να είναι ο εγγονός του Κισί, ο Σίνζο Άμπε αυτός που θα επιτάχυνε σημαντικά αυτήν την διαδικασία.
Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας μπορεί να είναι συνταγματικά περιορισμένες αποκλειστικά σε ρόλο αυτοάμυνας, αλλά στην πραγματικότητα ο ιαπωνικός είναι ένας από τους μεγαλύτερους και καλύτερα εξοπλισμένους στρατούς του κόσμου. Στα όπλα της χώρας περιλαμβάνονται για παράδειγμα αεροπλανοφόρα που θα μεταφέρουν αεροσκάφη F-35B. Βέβαια ένα αεροπλανοφόρο δεν μπορεί να θεωρηθεί αμυντικό όπλο. Τα αεροπλανοφόρα είναι τα πιο καθαρά επιθετικά οπλικά συστήματα που υπάρχουν, κατασκευασμένα για να δρουν μακριά από τις ακτές της χώρας. Όταν διαβάζουμε τη σεμνή περιγραφή «κράτος που διαθέτει δυνατότητες προβολής ισχύος», πρέπει να καταλαβαίνουμε «επιθετικός διεθνής τσαμπουκάς που έχει αεροπλανοφόρα και τα περιφέρει επιδεικτικά ανά την υδρόγειο». Και όπως είπαμε, η δράση εκτός συνόρων των ιαπωνικών ένοπλων δυνάμεων είναι συνταγματικά απαγορευμένη. Με έναν τυπικά ιαπωνικό τρόπο, οι αρχές απλώς αποκαλούν τα αεροπλανοφόρα τους «αντιτορπιλικά», ώστε να σώσουν τα προσχήματα: τα προσχήματα και τα φαινόμενα είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της ιαπωνικής παράδοσης. Αν η χώρα δεν έχει «αεροπλανοφόρα» αλλά «αντιτορπιλικά», δεν υπάρχει πρόβλημα…
Ο Άμπε βάθυνε τη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ. Οι τελευταίες δεν κακόβλεπαν από τη δεκαετία του ’90 και μετά τη δημιουργία ενός ισχυρού ιαπωνικού στρατού, ο οποίος θα μπορούσε να δρα ως αντίβαρο στην Κίνα και τη Βόρεια Κορέα. Από την άλλη μεριά, βέβαια, ο εκπεφρασμένος στόχος του Άμπε ήταν ίδιος με τον στόχο του παππού του: η σταδιακή κατάργηση των επιβεβλημένων από τους Αμερικανούς περιορισμών στον επανεξοπλισμό και η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση της Ιαπωνίας από τις ΗΠΑ, δηλαδή προφανώς οι φιλοδοξίες του προχωρούσαν πολύ πέρα από ότι θα ήθελε η Ουάσιγκτον.
Παρόλα αυτά, ο στρατηγικός στόχος της συλλογικής Δύσης για κυριαρχία στις θάλασσες γύρω από την Κίνα φαίνεται να τυφλώνει τις σύμμαχες δυνάμεις στις τάσεις στρατηγικής αυτονομίας της Ιαπωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα σημάδια αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής που είχε δείξει ο Άμπε όταν επιχείρησε (χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία) μια ορισμένη συνεννόηση με τη Ρωσία, ώστε να μπορεί να επικεντρωθεί στο ζήτημα της Κίνας, χωρίς να κινδυνεύει άμεσα να ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο. Οι ΗΠΑ δεν αντέδρασαν σε αυτή την κίνηση. Άλλη περίπτωση ήταν η TPP, μια υπό αμερικανική αιγίδα υπερεθνική οικονομική ολοκλήρωση των χωρών γύρω από τον Ειρηνικό. Όταν ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τις διαπραγματεύσεις για την δημιουργία της συμφωνίας, η κυβέρνηση Άμπε ανέλαβε, προς γενική έκπληξη, την επιτυχημένη πρωτοβουλία για την ολοκλήρωσή της συμφωνίας, χωρίς τις ΗΠΑ.
Η μεγάλη ενεργητικότητα του Άμπε στο διεθνές πεδίο είναι ο λόγος που ο δυτικός τύπος ένιωσε τόσο μεγάλη στεναχώρια για την απώλεια του ηγέτη. Τα αισθήματα αυτά δεν είναι εξίσου δυνατά στο εσωτερικό της χώρας. Γιατί ο Άμπε δεν βελτίωσε την κατάσταση σε αυτό το μέτωπο (αλλά από την άλλη ούτε και σύνδεσε το όνομά του με κάποια σημαντική κρίση). Παρά τις μεγάλες κουβέντες για τα υποτίθεται ριζοσπαστικά Abenomics, η εσωτερική πολιτική ήταν απλή συνέχεια των προηγούμενων κυβερνήσεων. Η Ιαπωνία παραμένει μια οικονομία που βασίζεται στο σχετικά χαμηλό εργατικό κόστος, την πολύ μεγάλη διάδοση της μερικής απασχόλησης (バイトμπάιτο, από το γερμανικό arbeit), τη σταδιακή φυγή της βιομηχανικής παραγωγής προς την Κίνα και άλλες χώρες της ΝΑ Ασίας, κρατώντας όμως ταυτόχρονα ένα σχετικά καλό επίπεδο ζωής για τους Ιάπωνες, με ιατροφαρμακευτική κάλυψη και σχετικά καλές κρατικές παροχές – μια πολιτική που δυσκολεύει πολύ λόγω του μεγάλου ενεργειακού κόστους, ειδικά μετά το ατύχημα στη Φουκουσίμα παλιότερα και την πρόσφατη αύξηση των τιμών των υδρογονανθράκων.
Σε μια χώρα που τα ανελέητα εσωκομματικά μαχαιρώματα σπάνια αφήνουν έναν πρωθυπουργό σε αυτή τη θέση για περισσότερο από ένα ή δύο χρόνια, ο Άμπε κατάφερε το απόλυτο μεταπολεμικό ρεκόρ με οχτώ συνολικά χρόνια. Η οικογένεια έχει βέβαια παράδοση: ο θείος του έχει το ρεκόρ για την μακρότερη συνεχόμενη παραμονή στο αξίωμα, ενώ και ο παππούς Κισί άντεξε στη θέση αυτή για αρκετά χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, η εθνικιστική φράξια στο κόμμα ποτέ δεν έφυγε από τα χέρια είτε του Άμπε είτε, παλαιότερα, του παππού που κινούσαν τα νήματα από το παρασκήνιο.
Υπάρχει μια τελευταία ομοιότητα των δύο μεγάλων ανδρών, ότι και οι δύο υπέστησαν δολοφονικές απόπειρες μετά το πέρας της πρωθυπουργικής καριέρας τους. Στην περίπτωση του παππού, είναι πολλά τα δείγματα ότι η απόπειρα ήταν σχεδιασμένη από εσωκομματικούς αντιπάλους που ήθελαν να του δώσουν ένα ισχυρό μήνυμα να «καθήσει στα αυγά του». Στην περίπτωση του εγγονού δεν έχουμε τέτοια δείγματα, αλλά στο Τόκιο κυκλοφορούσαν πολλές φήμες ότι ο Άμπε σκόπευε να διεκδικήσει ξανά την αρχηγία του κόμματος. Η απώλειά του λύνει τα χέρια του σημερινού πρωθυπουργού, Κισίντα Φούμιο, από πολλές απόψεις. Όχι μόνο η δολοφονία σε προεκλογική περίοδο έδωσε στην κυβέρνηση σαρωτική κυριαρχία στις εκλογές της περασμένης Κυριακής για την Άνω Βουλή, αλλά επίσης απελευθέρωσε το εσωκομματικό πεδίο – δίνοντας στον Κισίντα χώρο να κινηθεί, είτε στην κατεύθυνση των μέτρων ασφαλείας, τα οποία είναι προφανές ότι θα πρέπει να βελτιωθούν, για να λυθούν τα χέρια της αστυνομίας κ.ο.κ., είτε στην κατεύθυνση της εφαρμογής της «νέας μορφής καπιταλισμού» μιας γενικόλογης μεταρρυθμιστικής μπαρουφολογίας (ξέρετε ήδη τι περιέχει: νέες τεχνολογίες, νέες επιχειρήσεις, πράσινη οικονομία, κοινωνία της γνώσης κλπ. κλπ.), μεταρρυθμίσεων που ο μακαρίτης ήθελε να γίνουν πιο συγκεκριμένες. Τέλος, ο Κισίντα μπορεί χωρίς κανένα πρόβλημα να προωθήσει τις αναγκαίες αναβαθμίσεις στην άμυνα, τώρα που το κόμμα έχει επαρκή πλειοψηφία για συνταγματική αλλαγή. Με τις μεν αναβαθμίσεις δεν θα διαφωνούσε ο Άμπε, αλλά σίγουρα διαφωνούσε με την επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία, αφού, ας μην ξεχνάμε, ο Πούτιν ήταν φίλος του.
Με άλλα λόγια, στο εξωτερικό, ο Άμπε στήριξε αναφανδόν το σχέδιο της Δύσης κατά της Κίνας, προσπάθησε να κρατήσει λίγο πιο ουδέτερη στάση απέναντι στη Ρωσία, επιχείρησε να επαναφέρει τον στρατό στα παλιά του μεγαλεία, αναθεώρησε σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της πρόσφατης ιαπωνικής αποικιοκρατίας. Στο εσωτερικό, επιχείρησε με πολύ περιορισμένη όμως επιτυχία, να αναθερμάνει τον ιαπωνικό καπιταλισμό, χωρίς να ταράξει σε μεγάλο βαθμό κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων (χαμηλή σχετικά ανεργία, εκτεταμένο σύστημα υγείας, σχετικά καλές κοινωνικές παροχές). Φαίνεται ότι οι επίγονοί του είναι αποφασισμένοι να ακολουθήσουν ακόμα πιο επιθετικές πολιτικές και στο εξωτερικό (με επιδείνωση των σχέσεων με Ρωσία και ένταση του επανεξοπλισμού) αλλά και στο εσωτερικό: οι γενικόλογες εξαγγελίες Κισίντα έχουν να κάνουν με τη διάλυση των στοιχείων κοινωνικής πρόνοιας που είχαν μείνει ζωντανές στη χώρα.
Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η Ιαπωνία είναι βιομηχανικός και επιστημονικός γίγαντας. Ο μεγάλος κίνδυνος σε μια πορεία αυτονόμησης από τις ΗΠΑ, στα χνάρια του Άμπε, είναι ο πυρηνικός εξοπλισμός της χώρας. Η Ιαπωνία, μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας πυρηνικών αντιδραστήρων, έχει μεγάλα αποθέματα σχάσιμων υλικών. Οι Κινέζοι τα υπολογίζουν περίπου σε 50 τόνους πλουτωνίου, εκ των οποίων 11 τόνοι βρίσκονται επί ιαπωνικού εδάφους και τα υπόλοιπα στις ΗΠΑ (που γενικά είναι ο παγκόσμιος φύλακας των σχάσιμων υλικών από όλες τις χώρες). Μια πυρηνική κεφαλή χρειάζεται περίπου 10 κιλά καθαρού πλουτωνίου, οπότε στην χώρα υπάρχει υλικό για περίπου 1000 κεφαλές. Αν προσθέσουμε το ότι οι Ιάπωνες έχουν ένα εξαιρετικά επιτυχημένο διαστημικό πρόγραμμα, άρα έχουν ήδη έτοιμους διηπειρωτικούς πυραύλους, τότε καταλαβαίνουμε ότι αν δοθεί η εντολή, η χώρα θα έχει λειτουργικά πυρηνικά όπλα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Ο παππούς του Άμπε είναι θαμμένος στο ιερό του Γιασουκούνι, όπου η Ιαπωνία θάβει τις στάχτες των πεσόντων ηρώων. Εκεί λοιπόν μαζί με τον Κισί είναι θαμμένοι και περίπου όλοι οι εγκληματίες πολέμου. Η αυτοκρατορία ουδέποτε δέχτηκε ότι ήταν εγκληματίες: αντίθετα, ήδη από την εποχή του Κισί, οι εθνικιστές υποστηρίζουν πως η Ιαπωνία απελευθέρωσε τις χώρες της ΝΑ Ασίας από τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, άρα όλοι αυτοί χρωστάνε και ευγνωμοσύνη στους Ιάπωνες ήρωες. Το επιχείρημα το ξανάφερε στην επικαιρότητα ο Άμπε, όταν μετέβη προσκυνητής στο Γιασουκούνι όντας πρωθυπουργός το 2012. Βέβαια, οι «απελευθερωμένες» χώρες, έχοντας υποφέρει την ιαπωνική κατοχή, διαφώνησαν κάπως με το επιχείρημα αυτό, με αποτέλεσμα σοβαρότατο διπλωματικό επεισόδιο. Ο Άμπε δεν ξαναπήγε στο ιερό παρά μόνο αφού έπαψε να είναι πρωθυπουργός.
Λόγω της κατάστασης οι στάχτες του Άμπε δεν θα ενταφιαστούν εκεί (αν και πιθανώς ο ίδιος να το ήθελε). Όπως και αν έχει, ο μεν Άμπε ο ίδιος κάπου θα ενταφιαστεί, η δε σκέψη του όμως δεν φαίνεται να ενταφιάζεται σύντομα. Αντίθετα, οι επίγονοί του φαίνονται έτοιμοι να συνεχίσουν το έργο του με μεγάλη προθυμία…