Δύο αναγνώσεις υπάρχουν στην υπόθεση διαρροής χιλιάδων απόρρητων εγγράφων που αποδεικνύουν τις μαφιόζικες πρακτικές της Uber. Η πρώτη είναι αυτή του αιφνιδιασμένου που ανακαλύπτει πως ο υπέροχος κόσμος της αγοράς δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον «κώδικα δεοντολογίας» των ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος. Η απαραίτητη δόση βίας που «εξασφαλίζει την επιτυχία», τα πάρε δώσε με την εξουσία, το μίσος απέναντι στον κόσμο της εργασίας· όλα στην ημερήσια διάταξη μιας πλατφόρμας που, σύμφωνα με τον Έλληνα πρωθυπουργό, εξασφαλίζει «το δικαίωμα των πολλών στην ασφάλεια και την ποιότητα».
Η άλλη ανάγνωση είναι εκείνη που βλέπει την περίπτωση της Uber ως το δέντρο στο μεγάλο δάσος της παντοκρατορίας των… καινοτόμων της Σίλικον Βάλεϊ.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι νεοφιλελεύθεροι στην άλλη άκρη του Ατλαντικού έδειχναν την περιβόητη «καινοτομία» ως τη μόνη και εγγυημένη απάντηση στη διεύρυνση των ανισοτήτων της αποβιομηχανοποιημένης Αμερικής. «Το πρώτο βήμα που οφείλουμε να κάνουμε για να κατακτήσουμε το μέλλον, είναι να ενθαρρύνουμε την αμερικανική καινοτομία», εξήγγειλε στο τέλος της πρώτης του θητείας στον Λευκό Οίκο ο Μπάρακ Ομπάμα, αγαπημένο «τέκνο» των ‘Bigtech’. Την ίδια στιγμή καλούσε τους φοιτητές της χώρας του να γίνουν πιο φιλόδοξοι, καθώς για τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, η ικανότητα του καινοτομείν συνδεόταν με τις σπουδές. Λίγο καιρό μετά, ο Λευκός Οίκος επανερχόταν στο θέμα, δηλώνοντας πως «η μελλοντική οικονομική μεγέθυνση της Αμερικής και η διεθνής μας ανταγωνιστικότητα εξαρτώνται από την ικανότητά μας να καινοτομήσουμε. Για να κατακτήσουμε το μέλλον, οφείλουμε να καινοτομήσουμε, να εκπαιδεύσουμε και να παράγουμε καλύτερα απ’ ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος».
Ήταν η αρχή του σφιχτού εναγκαλισμού της Σίλικον Βάλεϊ με το κατεστημένο του Δημοκρατικού κόμματος, το οποίο άφηνε σταδιακά στην άκρη το πάλαι ποτέ έτερον του ήμισυ: τον χρηματοοικονομικό τομέα.
Βλέποντας τα πράγματα από μια χρονική απόσταση ασφαλείας, δεν είναι να απορείς που ο πρόεδρος Μακρόν, το ονοματάκι του οποίου αναφέρεται ευκρινώς στην πρόσφατη διαρροή εγγράφων, είχε αγαστή, υπόγεια συνεργασία με την Uber. Ούτε βέβαια είναι να σε σοκάρει η κυνική του ομολογία ότι «θα το ξανάκανε» και ότι εν πολλοίς, οι αποκαλύψεις του «έκλασαν τους όρχεις», σε ελεύθερη, ελληνικότατη μετάφραση.
Η αλλαγή του οικονομικού παραδείγματος της Ουάσιγκτον έφερε και τις αναγκαίες αλλαγές στο περιβάλλον του τότε προέδρου. Οι πύλες των απευθείας συνομιλιών της Uber με τον Λευκό Οίκο άνοιξαν ήδη από το 2014, όταν ο Ντέιβιντ Πλουφ, ο αρχιτέκτονας της σαρωτικής πρώτης προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα, έθεσε το αναγνωρισμένο του ταλέντο στην πολιτική μόχλευση στην υπηρεσία του τεχνολογικού γίγαντα των μετακινήσεων. Τον ίδιο χρόνο, ένα άλλο πρωτοπαλίκαρο του Ομπάμα, ο Τζέι Κάρνεϊ, τότε εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού οίκου, εγκατέλειψε το αξίωμά του αρχικά για το CNN και στη συνέχεια για τη θέση του αντιπροέδρου στο άλλο κάτεργο της οικονομίας της πλατφόρμας, την Amazon. Το ίδιο ακριβώς διάστημα, ο πρόεδρος των προσδοκιών ( για να θυμηθούμε και το πρωτοσέλιδο της ΑΥΓΗΣ μετά την πρώτη εκλογή του Ομπάμα) δημιούργησε μια ομοσπονδιακή υπηρεσία, στο πεδίο εργασιών της οποίας βρίσκονταν η βελτιστοποίηση της παρουσίας της κυβέρνησης στο διαδίκτυο. Η υπηρεσία τέθηκε σε λειτουργία χάρη στη συμβολή εξειδικευμένων τεχνικών και «μισθοφόρων» της Σίλικον Βάλεϊ και γρήγορα χαρακτηρίστηκε από τον Τύπου ως η «κρυφή start-up του Ομπάμα». Ωστόσο, σημείωνε σε ρεπορτάζ της πριν μερικά χρόνια η γαλλική Monde, αυτή η στενή σχέση μεταξύ της κυβέρνησης των ΗΠΑ και της Σίλικον Βάλεϊ δεν δέχθηκε ποτέ μια πολεμική παρόμοια με εκείνη που είχε προκαλέσει παλαιότερα η συνενοχή με τη Γουόλ Στριτ. Σαν τα μεγαθήρια των νέων να αποτελούσαν de facto υπηρέτες της δημοκρατίας, οποιεσδήποτε πρακτικές κι αν μετέρχονταν στην πραγματική ζωή…
Τι, κάνουν παράπονα και οι τραπεζίτες; Όχι, Δεν πρόκειται γι’ αυτό. Απλά η μεταβιομηχανική αστική δημοκρατία εξύψωσε τις ‘Βigtech’ σε υψηλότερο βάθρο απ’ ό, τι τους υπόλοιπους τομείς συμφερόντων και αυτό, όσο να ‘ναι, δημιούργησε έριδες μεταξύ των παχυλών πορτοφολιών.
Επιστρέφοντας εκ νέου στο θέμα μας, χαρακτηριστική της υποταγής της πιο ισχυρής κυβέρνησης του δυτικού κόσμου στον τομέα των νέων τεχνολογιών είναι η αναφορά του ίδιου του Ομπάμα στο βιβλίο του: «Τολμώ να ελπίζω» (2006) στο προσκύνημά του στην έδρα της Google, όταν ήταν γερουσιαστής. Αναφορά την οποία φέρεται να εξαργύρωσε στη συνέχεια, καθώς έξι χρόνια αργότερα, κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2012, υπάλληλοι της Google, περιλαμβάνονταν στην τριάδα με τους πιο γενναιόδωρους χρηματοδότες της καμπάνιας του. Ενώ, πρόσωπα κλειδιά της εταιρείας, σαν τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της, Έρικ Σμιτ, έλαβαν θέση στο τραπέζι των συμβούλων του προέδρου, ξεδιπλώνοντας την οικονομική πολιτική της επόμενης μέρας για την αυτοκρατορία. Ξέρετε, πρόκειται για εκείνο το είδος οικονομικής και κατ’ επέκταση πολιτικής σκέψης που αρνείται να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς ανισότητες και που αντιμετωπίζει την αύξηση του κόστους ζωής για την πλειονότητα του πληθυσμού, με την ίδια ρηχότητα με την οποία ο νυν Έλληνας πρωθυπουργός, ως υπουργός του Σαμαρά, προέτρεπε τις απολυμένες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, να «γίνουν εργολάβοι και να ανταγωνιστούν με τους οργανωμένους εργολάβους». Δημιουργήστε περισσότερες start-up, εταιρείες, καινοτομήστε! συμβούλευε ο Σμιτ τους κατοίκους περιοχών, όπως το Σαν Φρανσίσκο, πιστεύοντας ότι βρήκε έτσι τον τρόπο να εκφράσει τη λύπη του για τις αβυσσαλέες ανισότητες που έπνιγαν την αμερικανική κοινωνία.
Όμως, πίσω από τις γιρλάντες της ωραιοποίησης, οι εταιρείες της πλατφόρμας δεν χρησιμοποιούν τίποτα το καινοτόμο, τίποτα το πρωτοποριακό. Από τις καταγγελίες για ανεπαρκή μέτρα προστασίας των εργαζομένων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μέχρι την ψυχολογική βία έναντι των υπαλλήλων με σκοπό την εντατικοποίηση της εργασίας, η Amazon αποτελεί το κατ’ εξοχήν παράδειγμα εταιρικού κολοσσού που καταπατά συστηματικά το εργατικό δίκαιο, αλλά και τους κοινωνικούς κανόνες. Το ίδιο πράττει και η Uber, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού της, δεν προέρχεται από την υποτιθέμενη τεχνογνωσία που έχει αναπτύξει στον κλάδο της ενοικίασης οχημάτων με οδηγό, αλλά στη μέθοδο με την οποία καταφέρνει να αποφεύγει τη συμμόρφωσή της με τη νομοθεσία που ισχύει για τα ταξί και αφορά ζητήματα ασφάλειας και κοινωνικής ασφάλισης.
Πώς τα καταφέρνουν; «Η επιτυχία της συνταγής», εξηγούσε στη Monde ο πολιτικός αναλυτής και δημοσιογράφος Τόμας Φρανκ, «οφείλεται στην ευκολία με την οποία οποιοσδήποτε μπορεί να εγγραφεί σε μία από τις επιχειρήσεις της αυτοαποκαλούμενης «συμμετοχικής» οικονομίας και να μετατραπεί σε προσωρινά εργαζόμενο δίχως το παραμικρό εργασιακό δικαίωμα, με ένα απλούστατο λογισμικό να διασφαλίζει τη σύνδεση του πελάτη με τον εργοδότη». Σε ό, τι αφορά στην Uber, όλο το κόστος και οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η δραστηριότητα έχουν ως αποκλειστικό επιβαρυνόμενο τον ίδιο τον εργαζόμενο, με τον «καινοτόμο» όμιλο από την Καλιφόρνια που σχεδίασε το λογισμικό με το οποίο λειτουργεί η πλατφόρμα να λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος από τις εισπράξεις.
Πρόκειται για ένα πιο τα πιο αδίστακτα και βάρβαρα επιχειρηματικά μοντέλα που έκαναν την εμφάνισή τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες; Την απάντηση δίνει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμμετοχικής χρηματοδότησης CrowdFlower, σύμφωνα με τον οποίο: «Πριν από το Διαδίκτυο, θα ήταν δύσκολο να βρεις κάποιον πρόθυμο να δουλέψει για σένα επί δέκα λεπτά και αμέσως μόλις περάσει το δεκάλεπτο να τον απολύσεις. Ωστόσο, χάρη στην τεχνολογία, μπορείς όντως να βρεις τέτοιο άτομο, να το πληρώσεις με ένα μικροποσό και στη συνέχεια να το ξεφορτωθείς όταν πλέον δεν το χρειάζεσαι». (Για την ιστορία, να πούμε ότι το καθαρματάκι που ξεστόμισε αυτά τα λόγια δεν είναι άλλος από τον Λούκας Μπίβαλντ, ένας από τους δωρητές της προεκλογικής εκστρατείας του Μπάρακ Ομπάμα).
Kαι εδώ ερχόμαστε να θέσουμε το ερώτημα: Τι έκανε η Uber που δεν έκαναν οι υπόλοιποι εκπρόσωποι της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής πρωτοπορίας; Δεν είχαν σχέσεις οι άλλοι όμιλοι με την εξουσία; Δεν έγραφαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τα δικαιώματα των εργαζομένων; Δεν χρησιμοποιούσαν βία προκειμένου να εντατικοποιούν τη διαδικασία παραγωγής; Για ποιο σκάνδαλο μιλάμε, επομένως; Εκτός αν σκάνδαλο εννοούμε τη διαρκή ανοχή μας στη βαρβαρότητα της νεοφιλελεύθερης κανονικότητας.
Ω, ναι! Εδώ, με βρίσκεται απόλυτα σύμφωνο…