Η επίθεση κατά του Real FM ξέχωρα από τη στενή σημασία της και τις απορίες για τα πραγματικά της κίνητρα, προκαλεί μεγαλύτερο προβληματισμό για την εργαλειοποίησή της, όχι απλώς από τον ίδιον τον ραδιοσταθμό, όσο περισσότερο από την πολιτική ηγεσία.
Παρόμοιες αφορμές για να χρησιμοποιείται, προκειμένου να συκοφαντηθεί και να απαξιωθεί ένας αντίπαλος, μια ενέργεια που τα κίνητρα της ακόμη διερευνώνται και δεν διασταυρώνονται ανακαλεί τις παροξυσμικές μεθοδεύσεις παλαιότερων και πιο ακραίων εποχών. Αλλά συνάμα ανακαλεί και καταγραφές που μολονότι ήταν στην εποχή τους επίκαιρες, κατορθώνουν να υπερκεράσουν το χρονικό πλαίσιό τους και προσλαμβάνουν νέες διαστάσεις, αντανακλώντας έναν υπεριστορικά βαθύτερο χαρακτήρα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γίνεται επίκαιρη και μία από τις εμβληματικά πολιτικοποιημένες ταινίες της δεκαετίας του ‘70. Αυτή με τίτλο «Sbatti il mostro in prima pagina» (Χτύπα το τέρας στην πρώτη σελίδα) του αξεπέραστου Μάρκο Μπελόκιο με πρωταγωνιστή τον μέγιστο Τζαν-Μαρία Βολοντέ, σε έναν κόντρα-ρόλο (αυτόν του αδίστακτου διευθυντή εφημερίδας στην υπηρεσία των αφεντικών, της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών του συστήματος).
Μάλιστα στην πλαισίωση της επίθεσης στον Real FM και το πώς επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί πολιτικά, μία από τις πρώτες σεκάνς της είναι πέρα για πέρα ταυτόσημη με τον τρόπο που και εδώ χρησιμοποιήθηκε.
Η σκηνή αφορά τη ρίψη μίας μολότοφ, στη διάρκεια μίας από τις μυριάδες αριστερές διαδηλώσεις, ενάντια στα γραφεία της εφημερίδας, και με πόση ψυχραιμία ο Βολοντέ κατευθύνει τους φωτογράφους να απαθανατίσουν τις φλόγες, σκηνοθετεί τον πανικό και από το γραφείο του συντάκτη, στο ατελιέ του γραφίστα, ίσαμε την πρέσα του λινοτύπη, διευθύνει μαεστρικά το προπαγανδιστικό και μαυλιστικά διογκωμένο μήνυμα της επίθεσης, στρέφοντας το αίσθημα αγανάκτησης που την προκάλεσε προς όφελός της. Μίας επίθεσης, που φυσικά εκμεταλλεύεται το σύστημα, διά της εφημερίδας αυτής, για να κατασκευάσει έναν ένοχο στο πρόσωπο ενός ηγέτη του φοιτητικού κινήματος.
Από την αμέσως επόμενη στιγμή της επίθεσης, πράγματι, διαπιστώνουμε μία βροχή από εκδηλώσεις συμπαράστασης, εκ δεξιών τε και αριστερών, στην «απειλούμενη» εφημερίδα, που αυτοστιγμεί αποκαθαίρεται από τις συκοφαντίες και τις μηχανορραφίες (τις οποίες όμως δεν μέλλει να σταματήσει).
Χαρακτηριστικές είναι οι σκηνές που τα στελέχη της επιχαίρουν για την επίθεση και σχεδιάζουν ποιές θα είναι οι επόμενες κινήσεις, τώρα που πλέον έχει ξεπλυθεί από πάνω τους η όποια κατακραυγή, που απεναντίας έχει μεταβληθεί σε συμπάθεια και πλέον ο δακτυλοδεικτούμενος μετατρέπεται σε σημαιοφόρο της εκστρατείας κατά της «μισαλλοδοξίας».
Το ίδιο ωφελημένη βγαίνει και η καθεστωτική, πολιτική τάξη την οποία υπηρετεί. Πλέον αμφότεροι μπορούνε να επιδοθούνε στην επιβεβλημένη και νομιμοποιημένη από τα γεγονότα κάθαρση από τα ταραχοποιά στοιχεία. Τα μέτρα καταστολής πλέον καθαγιάζονται στην συνείδηση της «σιωπηλής μειοψηφίας» των αναγνωστών, που σχεδόν παρακαλούν τους πολιτικούς της φίλους να λάβουν δραστικά μέτρα και φυσικά δέχονται ασυζητητί και άκριτα την ενοχή του φοιτητή ηγέτη-δράστη. Πλέον, συναισθηματικά έχει εξυψωθεί η εφημερίδα στην περιωπή της αυθεντίας, τα συμπεράσματα της οποίας δεν επιδέχονται αμφισβήτησης και διάψευσης.
Αποτελεί η συγκεκριμένη ταινία μία εύγλωττη ιχνογράφηση των δεσμών που είχαν και διατηρούν ακόμη πολλά μέσα ενημέρωσης με την εξουσία και την παραεξουσία και πώς διαστρέφουνε με κάθε ευκαιρία τα γεγονότα για να καλύψουν και αμαυρώσουν τους λόγους που γεννούν την αγανάκτηση εναντίον του τρόπου λειτουργίας τους. Ενδεικτικά είναι τα μαθήματα δημοσιογραφίας που δίνει ο διευθυντής-Βολοντέ, στον καλοπροαίρετο δημοσιογράφο, που θέλοντας να φωτίσει το δράμα ενός κακόμοιρου Καλαβρέζου ανέργου συνέταξε έναν συγκινητικό τίτλο, που κατά τον διευθυντή του θα μπορούσε να δημιουργήσει «ανατρεπτικά» συμπεράσματα.
Ύστερα από ένα μάθημα για το ποιο είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται και πώς θέλει να ενημερώνεται, αλλά και τι ενδόμυχα επιδιώκει να πετύχει δια της μεσολάβησης της φωνής του από τον Τύπο, ο Βολοντέ προβαίνει σε μία λεπτή σημειολογική επέμβαση-μάθημα χειραγώγησης του μηνύματος. Αλλάζοντας τις δύο λέξεις που μπορεί να δημιουργήσουν έναν τέτοιο «ανατρεπτικό συνειρμό» (απελπισμένος και άνεργος), με το δακρύβρεκτο, αλλά υπαινικτικό «δραματικό» και «μετανάστης» (γιατί στην τότε Ιταλία τον ρόλο των σημερινών λαθρομεταναστών κρατούσαν οι εσωτερικοί «χωριάτες» (cafoni) από τον Νότο).
Δεν είναι τυχαίο, δε, που στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, ο Μπελόκιο χρησιμοποιεί τον ακροδεξιό Ινιάτσιο Λο Ρούσο (κατοπινό υπουργό σε συμμαχική κυβέρνηση με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι), που μιλά από του βήματος και επικαλείται την «ελευθερία και την τάξη» και διαλαλεί πως είναι μπορετό να ηττηθεί ο κομμουνισμός. Εκείνην την εποχή, που ξεκίνησε με το αιματοκύλισμα στην τράπεζα της πλατείας Φοντάνα στο Μιλάνο (12 Δεκεμβρίου 1969) είναι πάντοτε τα φασιστικά κτυπήματα και οι προβοκάτσιες που ξεκινούσαν τον κύκλο της βίας, που κατέληγε στην καταστολή των αυτόνομων κινημάτων και την κατασυκοφάντιση των εργατικών αγώνων.
Άλλωστε, από τη λαϊκιστική έκφανση της δεξιάς της Αγιούσο στην Ισπανία, του Vox, της Λέγκα του Σαλβίνι και την ακροδεξιά Μελόνι στην Ιταλία, το ίδιο σύνθημα σήμερα επαναλαμβάνουν κατά κόρον και στην ημεδαπή οι νεοφασιστικές οργανώσεις ή τα πρόσωπα εκείνα που με το πέπλο της ανάνηψής τους σε κάποιο συστημικό κόμμα εκ των έσω καλλιεργούν εκείνον τον πρωτο-φασισμό, για τον οποίον μιλούσε ο Ουμπέρτο Έκο.
Μία σειρά από ιδέες και συμπεριφορές, που καίτοι δεν ανάγονται ανοικτά σε ένα φασίζων κίνημα ή κόμμα, μολαταύτα καλλιεργούνται υπόρρητα στη συνείδηση και τους αυτοματισμούς φυσικών υποκειμένων και της κοινωνίας: όπως την αυτοχρηματική απόδοση της ευθύνης από τον πρωθυπουργό στην αντιπολίτευση, εξυπονοώντας πως όλα τα κτυπήματα εκπορεύονται από τους πολιτικούς του αντιπάλους, που έχουν στόχο την «ελευθερία» και την «τάξη».
Η επίθεση στον Real, όπως και παλιότερα στον ΣΚΑΪ, που και πάλι είχε επιχειρηθεί να «ξεζουμιστεί» πολιτικά, αποσιωπώντας την ουσιώδη δυσπιστία, έως εχθρότητα, που περιβάλλει πλέον τη σχέση πολίτη-Τύπου, μου επανέφερε στον νου την ταινία. Στην περίπτωση του ΣΚΑΪ, τότε η συνέχεια ήταν αναπόφευκτη, έχοντας υπόψη και την ποιότητα και την τοποθέτηση των στελεχών του. Το πώς ένα μέσο ενημέρωσης, που είχε καταδικασθεί μαζικά για τη στάση του στα μνημόνια και κλαδικά για την απεργοσπαστική του δράση, για την ακραία δημοκοπία του, για την σχέση άμιλλας των στελεχών του για το ποιός θα κολακέψει το αφεντικό και τα πολιτικά του συμφέροντα, συκοφαντώντας, διαστρέφοντας, χλευάζοντας, επιχείρησε με την επίθεση να βρει καθαρμό μέσα από μία τέτοια, μεμονωμένη και ύποπτη χρονικά και ως προς τα κίνητρά της πολιτικά, επίθεση. Μία επίθεση που νομιμοποιεί την όποια συκοφάντηση εξαπολύσει στο μέλλον το όποιο μέσο εναντίον των αντιπάλων του, που από φόβο μη στιγματισθούν στην κοινή γνώμη ως μικρόψυχοι θα σταματήσουν την αντιπαράθεση, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τη μικροψυχία του ίδιου του μέσου να εκφρασθεί ελεύθερα.
Παράλληλα νομιμοποιούνται έτσι οι εξουσιαστικές πολιτικές δυνάμεις, ακόμη και προεξοφλείται η μεταχείριση των συνήθων στόχων της δικαστικής και κατασταλτικής κρατικής εξουσίας (στην Ιταλία του ’70, ο «αστικός Τύπος» κατάφερε αυτό ακριβώς οσάκις βαλλόταν: να ενισχύει την θέση του κρατικού μηχανισμού για καταστολή και μονομερή μέτρα). Κυρίως κατορθώνει να κατασιγάσει τη λαϊκή κατακραυγή και χλεύη για τον τρόπο που κάποιο μέσο (υπηρετώντας τα κέντρα εξουσίας με τα οποία οργανικά συνδέεται) διαχειρίζεται και διαστρέφει τις απόψεις. Μία τέτοια επίθεση, η εμπειρία έχει δείξει στα χέρια χειριστών μίας «μετα-αλήθειας» μπορεί να γίνει ιδεολογική λεοντή, πολιορκητικός κριός και ασπίδα για την θρασυδειλία του μέσου αυτού, που γίνεται αίφνης θύμα μίας «επίθεσης κατά της ελευθεροτυπίας και της ελεύθερης γνώμης», όταν το ίδιο ευλαβικά τις παραβίαζε ανερυθρίαστα.
Ο Τύπος ως δημιούργημα του Διαφωτισμού σήμερα, στην όποια του μορφή, έχει αποτύχει στην ουσιώδη αποστολή που του επεφύλασσε το πρόγραμμα των Φώτων. Να λειτουργεί ως κριτικό όργανο, που αποβλέπει στο να απαλλάξει ακριβώς τον πολίτη, όχι απλά την κοινή γνώμη, αφενός από τον «δογματικό ύπνο» των καλλιεργημένων πεποιθήσεων και του σκοταδισμού της κοσμικής και θρησκευτικής δεσποτείας, σαν μέθοδο υποδούλωσης και αφετέρου και κυρίως αυτό, να τον απαλλάξει, με τη συνέργεια του κριτικού ορθολογισμού, από τη δεσποτική και τυφλωτική εξάρτησή του από το ακαλλιέργητο κι αποπροσανατολιστικό συναίσθημα. Στις μέρες μας ο Τύπος στοχεύει ακριβώς στο αχαλίνωτο συναίσθημα και το διαρκές και άκριτο ανάβλυσμά του, τους ασταμάτητους ριπτασμούς του στο κοινωνικό πεδίο. Για να το πετύχει αυτό μαυλιστικά κολακεύει το κοινό του χρίζοντάς το «πρωταγωνιστή» και «κριτή». Που μόνο τούτα δεν είναι στην ουσία, αλλά απλώς έτσι εξαγοράζεται η ασύνειδη συνεργασία και συνενοχή του στις προειλημμένες αποφάσεις μίας εξουσίας, την αντανάκλαση της οποίας οργανικά συνιστά ο Τύπος. Από όργανο του Διαφωτισμού, εάν δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έχει καταντήσει όργανο της συσκότισης, εάν όχι του σκοταδισμού εν γένει, τουλάχιστον είναι αδιαμφισβήτητο πως ο Τύπος σήμερα έχει μετατραπεί σε όχημα για την επιβολή μίας ενικής κι ενιαίας άποψης για την κοινωνία, τον κόσμο και την έκφρασή τους.
Στο εσωτερικό του σχήματος «ο λαός αισθάνεται» αλλά δεν κατανοεί πάντα και κυρίως δεν «ξέρει», ο «διανοούμενος» (μέσα στην οργανική τούτη σχέση με την εξουσία λογίζεται κι ο δημοσιογράφος) «ξέρει» αλλά δεν μπορεί πάντα να κατανοεί (τούτο επιστρατεύεται ενίοτε και ως δικαιολογία κατά τη λογοδοσία του), αλλά ειδικότερα δεν αισθάνεται, ο δεσμός μεταξύ Τύπου και λαού δεν συνιστά πάντα μία διαλεκτική σχέση, που χαρακτηρίζει την ίδια την αντίληψη του έθνους ως ιστορική κατάσταση κι εξέλιξη. Απεναντίας, επικαθορίζει την καθαρά γραφειοκρατική σχέση ενός οργανικού συγκεντρωτισμού, στην οποία ένα «ιερατείο» ή μία «κάστα» αναλαμβάνει να υφαρπάξει το προνόμιο της γνώσης, της οργάνωσης και της γνώσης και της κοινωνίας και στο τέλος της πρακτικής άσκησης της εξουσίας.
_ _ _ _ _
Η ταινία «Sbatti il mostro in prima pagina» του Μάρκο Μπελόκιο: